Με την οικονομία στα πρόθυρα της ύφεσης και την ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή της ευρωζώνης να αποδυναμώνεται, απαιτείται από το Βερολίνο ένα ισχυρό δημοσιονομικό κίνητρο. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο φόβος του δημόσιου δανεισμού είναι το ακριβώς αντίθετο της σύνεσης. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το πλεόνασμα του προϋπολογισμού και μιλάει αόριστα για πρόσθετες δαπάνες – ίσως σε κάποιο σημείο, αν προκύψει ανάγκη.
Η ανάγκη πάντως έχει ήδη προκύψει. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στη Γερμανία έχει σημειώσει πτώση σε χαμηλά επίπεδα επτά ετών. Η οικονομία συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο και η Bundesbank προειδοποίησε ότι η απόδοση μπορεί να πέσει και πάλι στο τρίτο. Δυο τρίμηνα πτώσης ισοδυναμούν με ύφεση.
Ούτε βέβαια υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος να είμαστε αυστηροί. Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας είναι μόλις το 60% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, σε σύγκριση με το 85% κατά μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ. Προς το παρόν, η χώρα είναι τόσο υπερκαλυμμένη όσον αφορά τις καταθέσεις που το κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού είναι αρνητικό: οι δανειστές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν το Βερολίνο για να πάρουν τα χρήματά τους. Επιπλέον, ο πρόσθετος δανεισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άριστα, διότι η Γερμανία διαθέτει οικονομία υψηλής φορολογίας με ολοένα και πιο εμφανή συσσώρευση εξόδων για τα έργα υποδομής. Οι χαμηλότεροι φόροι και οι νέες δημόσιες επενδύσεις θα είχαν νόημα ακόμη και αν η οικονομία δεν είχε υποχωρήσει.
Επιπλέον, το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη Γερμανία. Οι προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της είναι τόσο ζοφερές που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σηματοδοτεί την πρόθεσή της να παράσχει ένα σημαντικό νέο οικονομικό κίνητρο κατά την επόμενη συνεδρίαση πολιτικής της στις 12 Σεπτεμβρίου. Το πρόβλημα είναι ότι ο δείκτης πολιτικής της ζώνης του ευρώ είναι ήδη μείον 0,4%, και το τεράστιο πρόγραμμα αγοράς κεφαλαίων της ΕΚΤ, το οποίο βρίσκεται σε αναμονή, προσκρούει σε όρια όσον αφορά το τι μπορεί να αποκτήσει νόμιμα. Η περαιτέρω νομισματική ώθηση είναι δυνατή, αλλά θα ήταν λιγότερο ξεκάθαρη και πολύ πιθανόν λιγότερο αποτελεσματική από μια σταθερή δημοσιονομική ώθηση από την πλευρά της Γερμανίας.
Παρεμπιπτόντως, ας σημειώσουμε ότι τα αρνητικά επιτόκια δεν είναι πιο ευρεία στη Γερμανία απ’ ό,τι τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Χάρη στο ιδιαίτερα φθηνό χρήμα, οι τράπεζες βλέπουν τα κέρδη τους και τις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης να στριμώχνονται. Οι αποταμιευτές, που ήδη διαμαρτύρονται, θα διαμαρτυρηθούν πολύ περισσότερο σε περίπτωση που οι τράπεζες αρχίσουν να περνούν αρνητικά ποσοστά σε μικρούς καταθέτες αντί να τα περιορίζουν σε εταιρικούς δανειστές και σε άτομα με πολύ μεγάλα περιθώρια ισορροπίας. Πράγματι, ορισμένοι Γερμανοί πολιτικοί ζητούν να απαγορευτεί οποιαδήποτε τέτοια κίνηση.
Όσο περισσότερο χρόνο χρειάζεται η κυβέρνηση της Γερμανίας για να εφαρμόσει μια κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική, τόσο περισσότερο θα οδηγηθεί η ΕΚΤ στο να λάβει ακραία νομισματικά μέτρα – και τόσο λιγότερο θα αρέσει αυτό στους Γερμανούς.
Η κυβέρνηση της Γερμανίας θα πρέπει να θέσει άμεσα στην άκρη την πολιτική του «μαύρου μηδέν» (χωρίς δανεισμό) και να παρουσιάσει καινούρια δημοσιονομικά σχέδια. Θα πρέπει επίσης να αρχίσει η αναθεώρηση της πρόβλεψης για το «φρένο χρέους» που είχε προστεθεί στο σύνταγμά της μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση το 2008. Αυτό επιτρέπει ορισμένους δημόσιους δανεισμούς, αλλά σε τέτοιες εποχές δεν είναι αρκετό. Βεβαίως, οι αλλαγές θα χρειαστούν κάποιες εξηγήσεις, γεγονός όμως που δεν τις καθιστά λιγότερο απαραίτητες. Με άλλα λόγια, για τους ψηφοφόρους θα σημαίνει το εξής: η αποτυχία της κυβέρνησης να αναλάβει δράση, θα αποτελέσει ένα ακραίο παράδειγμα απερισκεψίας.