Του Mohamed A. El-Erian
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Federal Reserve θα βρεθούν υπό ακόμη μεγαλύτερη πίεση εντός των επόμενων 10 ημερών, καθώς οι επιτροπές χάραξης νομισματικής πολιτικής τους θα συζητούν τις πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις, θα επικαιροποιούν την εκτίμησή τους για τις προοπτικές της οικονομίας και θα υιοθετήσουν τελικώς το μίγμα ενεργειών και δράσεων τις οποίες θα κρίνουν απαραίτητες. Το αποτέλεσμα θα ικανοποιήσει κατά πάσα πιθανότητα όσους ζητούν μετ’ επιτάσεως από τις δύο σημαντικότερες για την παγκόσμια οικονομία κεντρικές τράπεζες να χαλαρώσουν περαιτέρω τη νομισματική τους πολιτική. Ταυτόχρονα, οι κινήσεις αυτές μόνο κατ’ ελάχιστον θα βελτιώσουν τις σταθερά απαισιόδοξες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα απογοητεύσουν εκείνους οι οποίοι, τόσο εντός όσο και εκτός των μηχανισμών των κεντρικών τραπεζών, ζητούν το βάρος να φύγει από το πεδίο της νομισματικής πολιτικής και να περάσει στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και, όσον αφορά ειδικά ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, στα δημοσιονομικά εργαλεία που είναι πολύ σημαντικότερα για την οικονομική φάση που διανύουμε. Στην πραγματικότητα, οι κινήσεις των κεντρικών τραπεζών πιθανόν να ενισχύσουν την έμφαση που δίνεται μονόπλευρα σε ζητήματα νομισματικής πολιτικής, καθιστώντας ακόμη πιο σαφή την εξαιρετικά δυσχερή θέση στην οποία βρίσκονται οι ιθύνοντες των συγκεκριμένων θεσμών.
Για να μην παρεξηγηθώ, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες και πολλοί από εμάς που εξακολουθούμε να τρέφουμε βαθύ σεβασμό και αγάπη γι’ αυτές, επιθυμούμε περισσότερο κάθε άλλον την επίτευξη βέλτιστων οικονομικών αποτελεσμάτων ή εναλλακτικά την παράδοση των προσπαθειών για την ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομίας σε άλλα χέρια. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα επιθυμούσαμε να συμβούν ταυτόχρονα και τα δύο. Το καλύτερο ωστόσο που μπορούμε να αναμένουμε είναι ότι απλώς θα μπορέσουν να πλοηγηθούν με ασφάλεια στο ναρκοπέδιο εντός του οποίου έχουν εγκλωβιστεί, χωρίς να κατηγορηθούν ότι δεν κάνουν αρκετά, ότι προκαλούν οικονομική ζημία και ότι, με την πολιτική τους, συμβάλλουν σε αδικαιολόγητη οικονομική αστάθεια. Πράγματι, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι να εκτιμηθεί ότι λαμβάνουν ανεπαρκή ή ακόμη και αντιπαραγωγικά μέτρα. Το δίλημμα αυτό είναι απίθανο να επιλυθεί σύντομα.
Πρόκειται για τραγική ειρωνεία για τις κεντρικές τράπεζες. Στα “χαρτιά”, έχουν στη διάθεσή τους ισχυρά εργαλεία όπως την πολιτική αυτονομία τους, τα ταλαντούχα μέλη του προσωπικού τους και τον έστω και μερικό έλεγχο της ποσότητας και του κόστους του χρήματος. Αυτό τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται γρήγορα στις προκλήσεις, να τροποποιούν τις συμπεριφορές των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να είναι τολμηρές όταν χρειάζεται. Ωστόσο, επειδή οι εξαιρετικές και εκτός του συνηθισμένου δράσεις τους κατά την τελευταία δεκαετία δεν υποστηρίχθηκαν από ανάλογες στρατηγικές κινήσεις από άλλους φορείς χάραξης πολιτικής, η κατάσταση έφτασε στο τρέχον δίλημμα. Και όσο περισσότερο παραμένουν οι κεντρικές τράπεζες στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όλο και ευτυχέστερες θα είναι οι αγορές και οι κυβερνήσεις να μεταβιβάζουν μέρος ή το σύνολο των ευθυνών τους σε αυτές. Και τόσο μεγαλύτερες θα είναι συνακόλουθα οι απαιτήσεις.
Με απλά λόγια, καθίσταται όλο και πιο δύσκολο για τις κεντρικές τράπεζες είτε να προχωρήσουν μπροστά είτε να κάνουν πίσω. Είναι ένα δίλημμα το οποίο έχει τεθεί εμφατικά στον δημόσιο διάλογο τις τελευταίες εβδομάδες. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Fed, της οποίας η πολυπλοκότητα της πολιτικής, αν και σημαντική, δεν έχει καμία σχέση με εκείνη της ΕΚΤ. Από την μία πλευρά, ο πρόεδρος Donald Trump έχει επιτεθεί επανειλημμένα στη Fed επειδή δεν κάνει – κατά τον ίδιο – αρκετά για να υποστηρίξει την αναπτυξιακή του ατζέντα, ενώ από την άλλη, ο Bill Dudley, πρώην πρόεδρος της Fed της Νέας Υόρκης, της πλέον ισχυρής μεταξύ των περιφερειακών παραρτημάτων της κεντρικής ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ, την επικρίνει ότι κάνει υπερβολικά πολλά σε αυτή την κατεύθυνση. Διαμετρικά αντίθετες απόψεις έχουν επίσης εκφραστεί και στο εσωτερικό της Fed, με ορισμένα μέλη της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς (FOMC) να υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη για μείωση του βασικού επιτοκίου στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου και άλλα να υποστηρίζουν μείωση κατά 50 ολόκληρες μονάδες βάσης.
Ας περάσουμε στην ΕΚΤ. Σε αντίθεση με την Fed, βρίσκεται αντιμέτωπη με σαφείς ενδείξεις μιας ταχέως μειούμενης οικονομικής δυναμικής στην Ευρωζώνη. Ως εκ τούτου, βρίσκεται υπό την πίεση της αγοράς να μειώσει περαιτέρω σε αρνητικό έδαφος τα επιτόκια αυτό τον μήνα και να επανέλθει άμεσα στις μεγάλης κλίμακας αγορές κρατικών ομολόγων μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Δεδομένου ότι οι επενδυτές έχουν ήδη ενσωματώσει στις εκτιμήσεις και τις κινήσεις τους τέτοιου είδους βήματα, το να μην προχωρήσει τελικώς σε αυτά θα προκαλέσει χρηματοοικονομική αστάθεια, που κινδυνεύει να υπονομεύσει την ήδη εύθραυστη οικονομία στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, λίγοι αναμένουν τέτοιες ενέργειες να βελτιώσουν ουσιαστικά τις οικονομικές προοπτικές της ζώνης του ευρώ για έναν απλό λόγο: η περαιτέρω χαλάρωση σε νομισματικό επίπεδο δεν βοηθά καθόλου στην εξάλειψη των διαρθρωτικών και κυκλικών εμποδίων για την ανάπτυξη.
Ακόμη χειρότερη για την ΕΚΤ είναι μια όλο και πιο διαδεδομένη άποψη που προειδοποιεί για το άμεσο κόστος μιας περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Πυρήνας αυτής της θέσης είναι ότι η επιμονή σε αρνητικά επιτόκια διαβρώνει την ακεραιότητα μιας εύρυθμης οικονομίας της αγοράς, περιορίζοντας την τραπεζική πίστη, ενθαρρύνοντας την ανεύθυνη ανάληψη ρίσκου από τις επιχειρήσεις, αποθαρρύνοντας την παροχή προϊόντων χρηματοοικονομικής προστασίας που αποτελούν σημαντικό τμήμα της χρηματοοικονομικής ασφάλειας ενός νοικοκυριού και οδηγώντας σε λανθασμένη κατανομή των πόρων.
Όλα τα παραπάνω θέτουν την ΕΚΤ προ σκληρών διλημμάτων κι αυτό όχι μόνο ενόψει της συνεδρίασης της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της σε λίγες ημέρες. Μπορεί είτε να διακινδυνεύσει τις χρηματοοικονομικές διαταραχές που θα επέφερε μια κίνησή της η οποία θα απογοήτευε τους επενδυτές (οι οποίοι “αγκιστρώνονται” στην ευρεία και προβλέψιμη ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών) είτε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της αγοράς και να διακινδυνεύσει να βλάψει την οικονομία περισσότερο απ’ ό,τι θα την ωφελήσει.
Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχει διέξοδος από το χάος. Τα κακά νέα είναι ότι απαιτεί πολιτική βούληση και θάρρος σε εθνικό, περιφερειακό και πολυμερές επίπεδο, στοιχεία τα οποία δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα. Χωρίς ουσιαστική και σημαντική δέσμευση χρήσης δημοσιονομικών εργαλείων από κυβερνήσεις και άλλους φορείς χάραξης πολιτικής, το δίλημμα των κεντρικών τραπεζών θα γίνεται ολοένα και οξύτερο.