Σε ολόκληρη την Ευρώπη, η στήριξη των παραδοσιακών κομμάτων φέρνει διάσπαση. Αυτό προκαλεί μεν αστάθεια, αλλά και την αναγέννηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Μια γρήγορη ματιά στον πολιτικό χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκαλύπτει αυτό ακριβώς που μοιάζει με χάος. Σχεδόν παντού όλο και περισσότερα κόμματα συνωστίζονται στα κοινοβούλια, καθώς τα παλαιά δεξιά και αριστερά μπλοκ διαλύονται. Ορισμένα τμήματα, και κυρίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχουν καταστεί τόσο πολύπλοκα όσο της Βαϊμάρης της Γερμανίας, η οποία είχε κατά μέσο όρο 14 κόμματα. Οι κυβερνητικοί συνασπισμοί τότε ήταν χωρίς συνοχή, εύθραυστοι και σύντομοι. Και γνωρίζετε φυσικά τι ακολούθησε στη συνέχεια.
Μήπως η ΕΕ πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση; Εκ πρώτης όψεως ίσως φαίνεται έτσι. Έξι κράτη μέλη διοικούνται από μειονοτικές κυβερνήσεις. Άλλα δύο έχουν προσωρινές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, η οποία θα διεξάγει εκλογές για τέταρτη φορά όπως συμβαίνει τόσα χρόνια τον Νοέμβριο. Ένα άλλο μέλος (Αυστρία) βρίσκεται στα χέρια των γραφειοκρατών εν αναμονή πρόωρων εκλογών στις 26 Σεπτεμβρίου. Δώδεκα μέλη θεωρητικά έχουν συνασπισμούς, αλλά ορισμένοι από αυτούς (Γερμανία και Ιταλία) είναι ακούσιοι, άθλιοι ή παράξενοι. Η Βουλή των Κοινοτήτων της Βρετανίας αποτελεί από μόνη της μια κατηγορία, η οποία χαρακτηρίζεται επιεικώς ως ρευστή.
Προκειμένου να δείξουν την περιφρόνησή τους για τις παλιές δομές, ορισμένοι από τους νεότερους πολιτικούς της Ευρώπης αποχωρούν από τα κόμματά τους και δημιουργούν καινούρια. Ο Emmanuel Macron το έκανε αυτό στη Γαλλία. Στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Matteo Renzi δήλωσε ότι θα ήθελε να κάνει το ίδιο στην Ιταλία.
Αόριστες ή εύθραυστες συμμαχίες, μειονοτικές κυβερνήσεις, αδιέξοδο: η αστάθεια φαίνεται να είναι πλέον κάτι φυσιολογικό. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος, πιο αισιόδοξος τρόπος να εξετάσουμε αυτές τις τάσεις.
Καθώς οι κοινωνίες της Ευρώπης γίνονται πιο πλουραλιστικές και διαφορετικές, το ίδιο συμβαίνει και στα κόμματα. Σίγουρα αυτό κάνει τη δημιουργία συνασπισμών δυσκολότερη. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου κάτι τέτοιο είναι επίσης πιθανό να αποδυναμώσει τις δομές των κομμάτων, αυξάνοντας παράλληλα την ισχύ των μεμονωμένων βουλευτών. Η σωστή συλλογιστική και ο δημόσιος λόγος, καθώς και η ατομική συνείδηση των νομοθετών μπορούν σταδιακά να αντικαταστήσουν το δόγμα των κομμάτων και να γίνουν οδηγοί χάραξης πολιτικής.
Βέβαια, ο κύριος λόγος που φοβόμαστε τη διάσπαση είναι ότι μερικά από αυτά τα κόμματα οφείλονται στην άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων της άκρας αριστεράς και δεξιάς. Ύστερα από διερεύνηση, οι λαϊκιστές μπορεί να πλησιάζουν τα όριά τους ή ακόμα και να φτάσουν στην κορυφή. Για μελέτη περίπτωσης, κοιτάξτε στον χάρτη της ΕΕ τα δύο γερμανικά κράτη του Βρανδεμβούργου και της Σαξονίας.
Και οι δύο περιφέρειες διεξήγαγαν εκλογές αυτό τον μήνα και τα περισσότερα πρωτοσέλιδα επέκριναν το γεγονός ότι ένα δεξιό λαϊκιστικό κόμμα θριάμβευσε θέτοντας τα κυρίαρχα κόμματα σε κρίση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές του 2014, το κόμμα «Εναλλακτική» της Γερμανίας (AfD) πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό: στη Σαξονία κατά 8 μονάδες σε ποσοστό 27,5% και στο Βρανδεμβούργο κατά 11 μονάδες σε ποσοστό 23,5%.
Η εικόνα είναι διαφορετική όταν γίνεται απλή μέτρηση του απόλυτου αριθμού ψήφων. Τόσο στο Βρανδεμβούργο όσο και στη Σαξονία, λιγότεροι άνθρωποι ψήφισαν αυτή τη φορά την AfD σε σχέση με τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017. Το ίδιο ισχύει και για άλλες περιφερειακές εκλογές από το 2017 στη Βαυαρία, την Έσση και τη Βρέμη. Ο Manfred Guellner, κορυφαίος Γερμανός δημοσκόπος, πιστεύει ότι η AfD που δημιουργήθηκε μόλις το 2013 έχει φτάσει στα όριά της.
Η μεγαλύτερη τάση, η διάσπαση, άρχισε πολύ πριν οι λαϊκιστές αρχίσουν να κερδίζουν έδαφος. Στη δυτική Γερμανία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, περίπου το 80% των ψήφων πήγε σε κάποιο από τα δύο κόμματα ευρέος φάσματος, τους «μαύρους» χριστιανοδημοκράτες στην κεντροδεξιά και τους «κόκκινους» σοσιαλδημοκράτες στην κεντροαριστερά. Το ποσοστό αυτό άρχισε να μειώνεται τη δεκαετία του 1980. Τώρα βρίσκεται περίπου στο 40% και πιθανότατα θα συνεχίσει να πέφτει, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν μικρότερα ή νεότερα κόμματα όπως οι «κίτρινοι» Φιλελεύθεροι, οι «μωβ» πρώην Κομμουνιστές ή οι περιβαλλοντολόγοι Πράσινοι.
Συνολικά, αυτές οι δύο τάσεις – η συνεχιζόμενη διάσπαση με τη δυσάρεστη παρουσία των λαϊκιστών – αναγκαστικά θα κάνουν τους συνασπισμούς να αποκτήσουν περισσότερα χρώματα και να γίνουν λιγότερα οικείοι. Το Βρανδεμβούργο και η Σαξονία βρίσκονται κοντά στον σχηματισμό κυβερνήσεων «Κένυας», αποτελούμενες από κόμματα με μαύρο, κόκκινο και πράσινο χρώμα, όπως είναι η σημαία της Κένυας. Ήταν βασικοί αντίπαλοι, αλλά συγκρούονται με τους λαϊκιστές. Η Γερμανία συνολικά θα μπορούσε σύντομα να έχει κυβέρνηση «Τζαμάικας», η οποία θα διοικείται από έναν μαύρο, πράσινο και κίτρινο συνασπισμό.
Αυτές οι ολοένα και πιο ετερόκλητες χρωματικές κλίμακες αντικατοπτρίζουν ετερογενείς κοινωνίες. Στη δεκαετία του ’70, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ταυτίζονταν είτε με την εργατική τάξη και τους διανοούμενους με τα κομψά σακάκια είτε με τη μεσαία τάξη και τους επιχειρηματίες με τα συντηρητικά κοστούμια. Στις μέρες μας, αυτό το φάσμα αριστεράς – δεξιάς υπάρχει ακόμα, υπερκαλύπτεται όμως από άλλες τάσεις: αστικές-αγροτικές, καινούριες-παλαιές, προ- και μετα-μεταναστευτικές, προ- και αντι- της παγκοσμιοποίησης, πολυπολιτισμικές και τοπικιστικές.
Υπάρχουν καινούρια (ή προσφάτως διαιρετικά) ζητήματα που αντιμετωπίζουν όλα τα κόμματα, όπως η κλιματική αλλαγή ή η τεχνητή νοημοσύνη και η αυτοματοποίηση. Μερικές φορές, ένα θέμα όπως το Brexit καταποντίζει όλα τα υπόλοιπα. Ξεπροβάλλουν καινούριες και πολυεπίπεδες κατηγορίες όπως: οι χορτοφάγοι, οι πεντηκοστιανοί, οι σκεπτικιστές. Υπάρχει ήδη το κόμμα των σατιριστών στη Γερμανία. Οι φιλοτελιστές θα μπορούσαν να είναι επόμενοι.
Μάλιστα, σε ορισμένους Ευρωπαίους και ειδικά στους Γερμανούς, αυτό θυμίζει τη Βαϊμάρη και γι’ αυτό είναι τρομακτικό. Ακριβώς για να αποφευχθεί η κοινοβουλευτική Βαλκανοποίηση, η μεταπολεμική Γερμανία ενέκρινε ρητά τα κόμματα στο σύνταγμά της και δημιούργησε ένα όριο 5% για την είσοδο στο κοινοβούλιο.
Άλλοι Ευρωπαίοι, όπως οι Δανοί, είναι πιο θετικοί όσον αφορά τη διάσπαση. Η Δανία έχει μακρά παράδοση στις μειονοτικές κυβερνήσεις και δεν μοιάζει σχεδόν καθόλου με τη Βαϊμάρη.
Μια ακόμη παλαιότερη φιλοσοφική παράδοση οδηγεί στην απόλυτη αντίθεση: η διάσπαση αυτή πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη, διότι κάνει καλό στη δημοκρατία. Ο James Madison στο βιβλίο «Τα ομοσπονδιακά κείμενα των ΗΠΑ» δεν ανησυχεί για τα πολλά κόμματα (τα αποκαλεί «φατρίες»), αλλά για τα πολύ λίγα. Υποστηρίζει ότι η μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία καταπιέζει τις μειονότητες. Είναι προτιμότερο να υπάρχουν πολλές ρευστές ομάδες που να μπορούν να κρατούν η μία την άλλη υπό έλεγχο ενώ συνενώνονται ακόμα γύρω από λογικές πολιτικές. Σύμφωνα με τον Madison, οι «σταθερές» αλλά ανελεύθερες πλειοψηφίες στη σημερινή Ουγγαρία και την Πολωνία είναι ελάχιστα προτιμότερες από τον ακατάστατο συνασπισμό που λογομαχεί, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία.
Σε ένα τοπίο με διασπασμένα κόμματα, το βάρος της δημοκρατίας μετατοπίζεται από τα στελέχη του κόμματος στους ίδιους τους εκλεγμένους αντιπροσώπους. Οι συνασπισμοί θα γίνουν ad hoc και ρευστοί, και οι περισσότερες κυβερνήσεις θα κυβερνούν με μειοψηφίες ανεκτές από την αντιπολίτευση. Αυτό σημαίνει ότι οι βουλευτές θα πρέπει να κάνουν μεμονωμένες έρευνες για τα δύσκολα προβλήματα, να υποστηρίξουν τη θέση τους, να ακούσουν τις εναλλακτικές λύσεις και να ψηφίσουν τελικά κατά συνείδηση. Οι ψηφοφόροι θα έχουν πάντα το δικαίωμα να τους διώξουν στις επόμενες εκλογές.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι κάτι που έκαναν ορισμένοι αντάρτες των Τόρις μέσα στον μήνα στο Westminster. Αυτό πρέπει να καθιερωθεί. Το αποτέλεσμα μοιάζει με χάος, ουσιαστικά όμως είναι ελευθερία.