Το αξιόχρεο της Ελλάδας αναβάθμισε, σε “BB-“, από “Β+” προηγουμένως, η Standard & Poor’s και έτσι γίνεται ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που προχωρά μετεκλογικά σε αναβάθμιση της χώρας.
Παράλληλα, η S&P επιβεβαίωσε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση “B” της Ελλάδας.
Το outlook της αξιολόγησης είναι θετικό που σημαίνει ότι ο οίκος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας αναβάθμισης στο διάστημα των επόμενων 12 μηνών εάν η κυβέρνηση συνεχίσει να εφαρμόζει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. “Θα εξετάζαμε μια αναβάθμιση στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στις εναπομείνασες διαρθρωτικές προκλήσεις της οικονομίας. Ένας άλλος πιθανός καταλύτης για αναβάθμιση θα ήταν η σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στο δοκιμαζόμενο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, που θα ωφελούσε, κατά την άποψή μας τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής”, αναφέρεται στην έκθεση.
Το σκεπτικό της αναβάθμισης
Η αναβάθμιση έρχεται μετά από διάφορες εξελίξεις που, σύμφωνα με την S&P μειώνουν τους δημοσιονομικούς κινδύνους για την ελληνική κυβέρνηση. Ο οίκος αναφέρει ειδικότερα, την απόφαση του ΣτΕ τον Μάιο ότι η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι αντισυνταγματική. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2019, το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματική τη μεταρρύθμιση του 2016 που οδήγησε στη μείωση ορισμένων συντάξεων. Παρά το γεγονός ότι όλες οι συντάξεις θα πρέπει να επανυπολογιστούν στη βάση του ύψους των συντάξεων στις 31 Δεκεμβρίου του 2014, η απόφαση δεν έχει αναδρομική ισχύ που σημαίνει ότι η όποια επιστροφή αφορά την περίοδο μετά την απόφαση.
Ενώ, ως αποτέλεσμα πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων, η συνολική κρατική δαπάνη για το συνταξιοδοτικό σύστημα θα αυξηθεί, ο οίκος αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνηση ετοιμάζει νέο νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό, μέσω του οποίου θα καλύψει πλήρως τις σχετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ο προτεινόμενος νόμος θα περιορίσει επίσης τις αυξήσεις στις συντάξεις οι οποίες προκύπτουν από τις αποφάσεις σε ένα σχετικά μικρό ενδιάμεσο χρονικό διάστημα.
Μια άλλη βασική εξέλιξη σχετική με την πιστωτική αναβάθμιση της χώρας, σημειώνει η Standard & Poors, ήταν η άρση, τον Σεπτέμβριο του 2019, των τελευταίων υπολειμμάτων των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls). Οι τελευταίοι εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης του 2015 προκειμένου να στηριχθεί η σταθερότητα του τραπεζικού τομέα μετά από μια ταχεία συρρίκνωση των τραπεζικών καταθέσεων, ενώ αργότερα χαλάρωσαν σταδιακά. Από τότε δεν παρατηρείται καμία ασυνήθιστη εκροή καταθέσεων, αν και οι καταθέσεις του τραπεζικού τομέα εξακολουθούν να κινούνται σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 13% σε σχέση με το επίπεδο πριν την κρίση του 2015, δηλαδή στα τέλη του 2014. Η S&P εκτιμά ότι η κατάργηση των κεφαλαιακών περιορισμών θα βελτιώσει το αίσθημα εμπιστοσύνης στην οικονομία, μειώνοντας ταυτόχρονα το σχετικό οικονομικό κόστος, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για το επιχειρηματικό περιβάλλον του ιδιωτικού τομέα.