Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία στην Ευρώπη που να αποδεικνύουν ότι η πολιτική που ακολουθείται είναι επιβλαβής. Πράγματι, ίσως τα αποτελέσματα να ήταν καλύτερα αν τα αρνητικά επιτόκια μεταβιβαστούν σε περισσότερους πελάτες.
Οι τιτάνες της οικονομίας έχουν να αντιμετωπίσουν έναν καινούριο εχθρό, και δεν είναι ο Jeremy Corbyn ή η Elizabeth Warren. Η ελίτ της Wall Street επιτίθεται στις κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης επειδή βασίζονται στα αρνητικά επιτόκια, ισχυριζόμενοι ότι πλήττουν την οικονομία.
Οι νομισματικές αρχές πρέπει να γνωρίζουν τις παρενέργειες των αντισυμβατικών μέτρων. Υπάρχουν όμως λίγες ενδείξεις ότι τα αρνητικά επιτόκια είναι όντως επιβλαβή. Πράγματι, θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικά αν οι τραπεζίτες τα μεταβίβαζαν περισσότερο στους καταναλωτές.
Οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης έχουν χρησιμοποιήσει αρνητικά επιτόκια από την αρχή της δεκαετίας. Χρεώνουν τους δανειστές για τα χρήματα που επενδύουν για τη διευκόλυνση καταθέσεων σε μια κεντρική τράπεζα πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο, με την ελπίδα ότι αυτό θα αναγκάσει τις εμπορικές τράπεζες να δανείσουν περισσότερα. Τον Σεπτέμβριο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μείωσε περαιτέρω το επιτόκιο καταθέσεων σε -0,5%, ενώ εισήγαγε κάποιες εξαιρέσεις για τις τράπεζες μέσω ενός συστήματος που ονομάζεται «tiering» (κλιμακωτό επιτόκιο).
Οι τραπεζίτες είναι ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στη γενική πολιτική τους. Τον περασμένο μήνα, ο James Gorman και ο Jamie Dimon, διευθύνοντες σύμβουλοι της τράπεζας Morgan Stanley και της τράπεζας JPMorgan Chase & Co., έδωσαν διπλό χτύπημα. Συγκεκριμένα, ο Gorman είπε: «Αυτό που βιώνει η Ευρώπη με τα αρνητικά επιτόκια είναι προφανώς πολύ άσχημο όχι μόνο για τις τράπεζες, αλλά και για την οικονομία». «Θεέ μου, ελπίζω να μην συμβεί ποτέ εδώ [στις ΗΠΑ]», δήλωσε ο Dimon. Ο David Solomon, επικεφαλής της Goldman Sachs Group Inc., ανέφερε ότι τα αρνητικά επιτόκια είναι ένα «αποτυχημένο πείραμα».
Τέτοιες δηλώσεις προφανώς εξυπηρετούν ιδία συμφέροντα, αν και είναι κατανοητές. Το αρνητικό επιτόκιο των καταθέσεων υποχρεώνει τις τράπεζες να χτυπήσουν τα κέρδη, ειδικά όταν αποφασίζουν να μην μεταβιβάσουν αυτές τις χρεώσεις στους καταναλωτές. Αυτό πιέζει τους δανειστές που είναι ήδη πιεσμένοι από τα στενά περιθώρια ανάμεσα στις καταθέσεις τους και τα επιτόκια δανεισμού τους. Ωστόσο, ο Dimon και η Co. βρίσκονται σε πιο ασταθές έδαφος όταν ισχυρίζονται ότι μιλάνε για το κοινό καλό.
Υπάρχουν τρία επιχειρήματα κατά των αρνητικών επιτοκίων. Το πρώτο είναι ότι ενθαρρύνουν την ανεύθυνη δανειοδότηση, τροφοδοτούν τις χρηματιστηριακές φούσκες και δημιουργούν συνθήκες οικονομικής σύγκρουσης. Το δεύτερο είναι ότι αποτρέπουν τους αποταμιευτές να πάρουν μεγάλο ποσοστό χρημάτων από το τραπεζικό σύστημα, για να αποφύγουν να πληρώσουν για το προνόμιο της κατάθεσης μετρητών. Και το τρίτο που σχετίζεται με την εργασία των Markus Brunnermeier και Yann Koby στο Πανεπιστήμιο του Princeton, είναι ότι υπάρχει ένα «ποσοστό αντιστροφής» σύμφωνα με το οποίο μια κεντρική τράπεζα παροτρύνει τους δανειστές να μειώσουν τον δανεισμό τους αντί να τον αυξήσουν. Αυτό το όριο ανεβαίνει με την πάροδο του χρόνου, περιορίζοντας το διάστημα κατά το οποίο οι νομισματικές αρχές μπορούν να διατηρήσουν χαμηλά τα επιτόκια.
Οι φόβοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι το πιο αδιάσειστο επιχείρημα ενάντια στα αρνητικά επιτόκια. Επίσης, είναι το λιγότερο ξεκάθαρο. Άλλες πολιτικές – συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών επιτοκίων, των αγορών περιουσιακών στοιχείων και των μεγάλων δανείων προς τις τράπεζες – είναι ευάλωτες απέναντι στις ίδιες κατηγορίες. Οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτά τα ανορθόδοξα μέτρα προκειμένου να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στον απαιτούμενο στόχο και να ενισχύσουν την ανάπτυξη, όπως έχουν λάβει εντολή.
Πάντα θα υπάρχει μια αλληλοαναίρεση ανάμεσα στην ενίσχυση μιας οικονομίας και της ενθάρρυνσης υπερβολικού ρίσκου, την οποία οι εποπτικές αρχές αντιμετωπίζουν μέσω άλλων πολιτικών μέσων, όπως οι υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Η αύξηση των επιτοκίων σε αυτό το στάδιο απλώς θα οδηγούσε σε μια απότομη επιβράδυνση της οικονομίας, προκαλώντας ένα κύμα αδυναμίας πληρωμών. Μάλλον δύσκολο να αποτελέσει τη συνταγή για οικονομική σταθερότητα.
Πάντως, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το ρίσκο των ανθρώπων που κρύβουν τα χρήματά τους κάτω από το στρώμα με μετρίως αρνητικά επιτόκια. Λίγες τράπεζες έχουν μεταβιβάσει αρνητικά επιτόκια σε πελάτες τους, και σε γενικές γραμμές αυτό το κάνουν μόνο σε μεγάλους εταιρικούς πελάτες και αποταμιευτές με υψηλές καταθέσεις. Θεωρητικά, μια επέκταση σε μικρότερους καταθέτες θα μπορούσε να οδηγήσει σε τραπεζικό πανικό. Ωστόσο, υπάρχουν δαπάνες για τη φύλαξη και την ασφάλιση των μετρητών.
Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές είναι προετοιμασμένοι να πληρώσουν για τη διακράτηση μετρητών με πιο πρακτικό τρόπο. Για παράδειγμα, οι έμποροι και οι καταναλωτές καταβάλλουν τέλη για τη χρήση πιστωτικών καρτών.
Τέλος, υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι τα αρνητικά επιτόκια έχουν αναχαιτίσει τη δανειοδότηση. Σε ένα πρόσφατο έγγραφο της ΕΚΤ αναφέρεται ότι οι καταθέσεις από εμπορικούς δανειστές αυξήθηκαν από τότε που η κεντρική τράπεζα εισήγαγε αρνητικά επιτόκια καταθέσεων. Ταυτόχρονα, εταιρείες με μεγάλες χρηματικές αποταμιεύσεις έχουν μειώσει τις καταθέσεις τους και επενδύουν περισσότερο. Αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος της συγκεκριμένης πολιτικής.
Στην πραγματικότητα, οι τράπεζες που μεταβιβάζουν αρνητικά επιτόκια στους πελάτες τους φαίνεται ότι παρέχουν μεγαλύτερη πίστωση από τους άλλους δανειστές. Αυτό δείχνει ότι, αντίθετα με όσα λένε οι τιτάνες της Wall Street, το πρόβλημα με τα αρνητικά επιτόκια είναι ότι είναι λίγες οι τράπεζες που τα επιβάλλουν στους πελάτες τους.
Σίγουρα υπάρχει πιθανότητα η νομισματική πολιτική να γίνει λιγότερο αποτελεσματική, καθώς οι κεντρικές τράπεζες περικόπτουν τα επιτόκια σε μεγαλύτερο ποσοστό σε αρνητικό έδαφος. Ο Gauti Eggertsson από το Πανεπιστήμιο Brown και ο Larry Summers από το Harvard μελέτησαν τη Σουηδία, πρωτοπόρα στα αρνητικά επιτόκια. Συμπέραναν ότι ενώ οι δύο πρώτες αρνητικές κινήσεις της μείωσαν τα επιτόκια δανεισμού, αυτό δεν επαναλήφθηκε ύστερα από τις δύο επόμενες περικοπές.
Ωστόσο, παρόμοιες μειούμενες αποδόσεις παρατηρούνται και με άλλα ανορθόδοξα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, οι συντάκτες της μελέτης αναγνωρίζουν ότι οι περικοπές των επιτοκίων θα μπορούσαν να ενισχύσουν την οικονομία της Σουηδίας μέσω άλλων μεθόδων, όπως για παράδειγμα με την υποτίμηση της κορόνας, επιτρέποντας έτσι στην κυβέρνηση να δανειστεί περισσότερα και να ενισχύσει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Μέχρι στιγμής, τα αρνητικά επιτόκια περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στην Ιαπωνία και την Ευρώπη. Παρά τον ενθουσιασμό του Προέδρου Donald Trump, ο Jerome Powell, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, δεν πιστεύει ότι οι ΗΠΑ θα μιμηθούν την πολιτική αυτή. Η Wall Street μπορεί λοιπόν να νιώθει ασφαλής. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει και δίκιο.