Του Andreas Kluth
Όταν πρόκειται για το ζήτημα “συντάξεις – όρια ηλικίας”, η Γαλλία δεν διαφέρει καθόλου από τις υπόλοιπες χώρες, απλώς διαθέτει τα ίδια στοιχεία σε υπερθετικό βαθμό: σχεδόν το σύνολο της δομής του ασφαλιστικού της συστήματος είναι δύσκολα υπερασπίσιμο. Είναι έξω από κάθε λογική να διαθέτει 42 ξεχωριστά συνταξιοδοτικά σχήματα κρατικών ταμείων – ένα για τους οδηγούς τρένων, ένα για τους τραγουδιστές της όπερας κ.ο.κ. Είναι αδιανόητο οι Γάλλοι να θεωρούν ότι έχουν κάποιου είδους “ιερό” δικαίωμα να συνταξιοδοτούνται στα 62 τους ή και ακόμη νωρίτερα. Και είναι μη αποδεκτό να αντιμετωπίζουν μόνιμα με ταραχές στους δρόμους κάθε απόπειρα οποιασδήποτε γαλλικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει αυτές τις πραγματικότητες.
Εάν επέλεγαν μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση του μέλλοντος, οι Γάλλοι θα μπορούσαν πράγματι να έχουν λόγο να γιορτάζουν. Σε τελική ανάλυση, όπως άλλωστε και οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, μπορούν βάσιμα να υπολογίζουν ότι θα ζήσουν περισσότερο σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι, εάν δεν εργάζονται επίσης περισσότερο, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να λαμβάνουν συντάξεις για περισσότερα χρόνια, αφού το διάστημα μεταξύ του τέλους της εργασίας και του τέλους της ζωής θα μεγαλώνει. Επιπλέον, λόγω της μικρότερων ποσοστών γεννήσεων στις τελευταίες γενιές, λιγότεροι νέοι εργαζόμενοι θα χρηματοδοτούν αυτές τις συντάξεις.
Αυτή η παγκόσμια κρίση των συνταξιοδοτικών συστημάτων είναι μια βραδυφλεγής βόμβα, η οποία δεν είναι βέβαια τόσο επικίνδυνη όσο η κλιματική αλλαγή, ωστόσο είναι σχεδόν εξίσου σημαντική για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, καθώς και για πολλούς ακόμη τομείς. Το 2019, σχεδόν ένας στους 10 ανθρώπους ανά τον κόσμο θα συνταξιοδοτηθεί. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, μέχρι το 2070, αυτή η αναλογία θα έχει μετατραπεί σε έναν στους πέντε.
Πού εντοπίζεται κυρίως το πρόβλημα
Η κρίση δεν είναι βεβαίως ομοιόμορφα κατανεμημένη. Η Αφρική, για παράδειγμα, έχει μικρότερο πρόβλημα, λόγω της σχετικής νεότητας του πληθυσμού της. Στη Βόρεια Αμερική, το πρόβλημα είναι μεγάλο. Στην Ασία και την Ευρώπη, είναι εκρηκτικό. Η “γηραιότερη” χώρα του κόσμου, απο δημογραφική άποψη, είναι η Ιαπωνία και η γρηγορότερη σε γήρανση πληθυσμού είναι η Νότια Κορέα. Η “γηραιότερη” ήπειρος είναι η Ευρώπη και χώρες όπως η Ελλάδα, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Ισπανία είναι μεταξύ εκείνων που γερνούν με τους ταχύτερους ρυθμούς.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν μόνο τρία βασικά πεδία παρέμβασης για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Το πρώτο είναι το ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών: πιο απλά, το πόσο οι εργαζόμενοι σε παραγωγική ηλικία πρέπει να συμβάλλουν στο ασφαλιστικό σύστημα. Το ποσοστό αυτό τείνει να κινείται αυξητικά στις πλέον εύρωστες χώρες. Αυτό αντιπροσωπεύει ένα αυξανόμενο βάρος για τους νέους που προσπαθούν να ξεκινήσουν τη σταδιοδρομία τους (και αμφισβητούν το κατά πόσο το σύστημα θα είναι ακόμη βιώσιμο όταν θα έρθει η ώρα να συνταξιοδοτηθούν οι ίδιοι). Η εναλλακτική λύση στο να πληρώνουν οι εργαζόμενοι περισσότερα είναι να χρηματοδοτούνται τα ελλείμματα του συστήματος από το δημόσιο ταμείο. Η λύση αυτή είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να προετοιμάσουμε την επόμενη παγκόσμια κρίση κρατικού χρέους.
Το δεύτερο πεδίο είναι τα ποσοστά αναπλήρωσης, δηλαδή το επίπεδο εισοδήματος των συνταξιούχων σε σχέση με το εισόδημα που λάμβαναν όταν εργάζονταν. Τα ποσοστά αυτά κυμαίνονται από περίπου 30% στη Λιθουανία, το Μεξικό ή το Ηνωμένο Βασίλειο έως και 90% στην Αυστρία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Τουρκία. Επειδή τα περισσότερα συνταξιοδοτικά συστήματα είναι μη βιώσιμα, τα επίπεδα αυτά θα τείνουν να πέφτουν σταθερά σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι θα καταλήξουν φτωχοί.
Έτσι μένουμε με το τρίτο πεδίο παρέμβασης: την ηλικία συνταξιοδότησης. Η αύξησή της είναι ο απλούστερος τρόπος για να καταστούν τα συνταξιοδοτικά συστήματα πιο βιώσιμα, αφαιρώντας έτσι την πίεση από τις νεότερες γενιές και με την υπόσχεση υψηλότερων εισοδημάτων στους απόμαχους της εργασίας. Το σημαντικό εδώ είναι ότι, με αυτή τη λύση, ο συνολικός χρόνος που θα περνούν οι άνθρωποι στη συνταξιοδότηση δεν θα συνεχίσει να επιμηκύνεται. Αυτό σημαίνει ότι η ηλικία συνταξιοδότησης δεν θα πρέπει να αυξάνεται μόνο άμεσα και εφάπαξ, αλλά να αναπροσαρμόζεται διαρκώς με βάση τα μελλοντικά στοιχεία για το προσδόκιμο ζωής.
Οι μεταρρυθμίσεις και οι αντιδράσεις
Δυστυχώς, μόνο μια χώρα, η Εσθονία, αύξησε πρόσφατα τα όρια συνταξιοδότησης. Άλλες, κυρίως η Δανία, είχαν υιοθετήσει από χρόνια ορθολογικές συνταξιοδοτικές πολιτικές, έτσι ώστε τα συστήματά τους να είναι ουσιαστικά απρόσβλητα από τις δημογραφικές διακυμάνσεις.
Αντίθετα, οι περισσότερες άλλες εύρωστες χώρες (που ορίζονται εδώ ως τα 36 μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης – ΟΟΣΑ) βαδίζουν με σταθερά βήματα προς σοβαρά προβλήματα. Μόνο λίγο περισσότερες από τις μισές έχουν θεσπίσει νομοθεσία για μελλοντικές αναπροσαρμογές προς τα πάνω στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης. Ακόμη και αυτές, όμως, καλύπτουν μόνο το μισό έδαφος σε σχέση με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής για την ίδια περίοδο. Με άλλα λόγια, τα μέτρα που έχουν λάβει δεν επαρκούν.
Πιο ανησυχητικό είναι το φαινόμενο αρκετές κυβερνήσεις να οπισθοχωρούν, μειώνοντας ουσιαστικά τα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, χαλαρώνοντας τους κανόνες για την πρόωρη εγκατάλειψη της εργασίας ή αναιρώντας τη σύνδεση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής που είχαν θεσμοθετήσει παλαιότερα. Σε τέτοιες κινήσεις έχουν προχωρήσει στον έναν ή στον άλλο βαθμό ο Καναδάς, η Τσεχία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Ισπανία.
Οι λόγοι γι’ αυτή την τάση δεν είναι ακριβώς μυστηριώδεις. Οι επιπτώσεις των δημογραφικών αλλαγών, όπως κι εκείνες της κλιματικής αλλαγής, θα αποκαλυφθούν σταδιακά μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Αντίθετα, μια εβδομάδα είναι πολύς χρόνος στην πολιτική. Οι ηγέτες που κοιτούν μακριά πρέπει να “πουλήσουν” στο εκλογικό τους σώμα αλλαγές που διαταράσσουν εδραιωμένες συνήθειες δεκαετιών και που φαίνονται να μην φέρνουν τίποτε άλλο παρά ταλαιπωρία και αναστάτωση.
Οι ψηφοφόροι τείνουν να “επιβραβεύουν” την ειλικρίνεια και την προνοητικότητα των ηγετών τους με το να τους στέλνουν σπίτι τους ή να διαδηλώνουν εναντίον τους. Ένας λόγος παραπάνω προκειμένου να ακουστούν πιο δυνατά οι ψύχραιμες φωνές, οι οποίες πρέπει να έχουν το θάρρος να επαινέσουν εκείνους τους πολιτικούς οι οποίοι έχουν το θάρρος να προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις.