Οι Βρετανοί αξιωματούχοι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο – ο οποίος δεν επισημάνθηκε ποτέ – στη λειτουργία της ΕΕ.
Οι ηγέτες της ΕΕ κοιτούσαν αγχωμένοι τα ρολόγια τους και ρωτούσαν πού ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός. Είχαν συγκεντρωθεί σε ένα μοναστήρι 500 ετών στη Λισαβόνα για μια ειδική τελετή προκειμένου να υπογράψουν μια συμφωνία ορόσημο, και πραγματικά δεν ήταν αποδεκτό για κάποιο από τα μέλη να μην εμφανιστεί. Ήταν Δεκέμβριος του 2007 και πρωθυπουργός ήταν ο Gordon Brown. «Είναι απαραίτητος ο Gordon», ακούστηκε να λέει στα αγγλικά ο τότε ο Γάλλος πρόεδρος Nicolas Sarkozy, όταν όμως οι ηγέτες ετοιμάζονταν να υπογράψουν, ο Gordon βρισκόταν ακόμα στο Λονδίνο.
Αν ψάχνατε ένα παράδειγμα για την αμφίβολη στάση της Βρετανίας απέναντι στην ΕΕ, μόλις το βρήκατε. Η μη εμφάνιση του Brown δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι αντιτάχθηκε στη συμφωνία. Στην πραγματικότητα, σχεδίαζε να την επικυρώσει με το Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατόν. Απλώς δεν ήθελε να τον δείχνουν οι τηλεοπτικές κάμερες να γιορτάζει με τους Ευρωπαίους ομολόγους του, καθώς η ΕΕ γινόταν πιο ισχυρή. Έτσι, έφτασε περίπου 3,5 ώρες αργότερα και υπέγραψε κάπως αμήχανα το έγγραφο σε ένα μικρό δωμάτιο, ενώ σε έναν άλλο χώρο οι υπόλοιποι 26 ηγέτες της ΕΕ είχαν ήδη τελειώσει το μεσημεριανό τους γεύμα.
Το περιστατικό αυτό ρίχνει φως στην περίεργη σχέση της Βρετανίας με τις άλλες χώρες της ΕΕ, στην οποία προσχώρησε το 1973. Με το ένα πόδι μέσα και το άλλο πόδι εκτός, δεν ήταν ποτέ σίγουρη σε ποιά πλευρά να κλίνει – και η ΕΕ δεν φαινόταν να γνώριζε ποτέ πώς να τη διευκολύνει. Τέλος, δεδομένης της ευκαιρίας να έχει λόγο στο δημοψήφισμα το 2016, το 52% των ψηφοφόρων του Βρετανίας επέλεξε να φύγει. Αυτό προκάλεσε 3 χρόνια περίπλοκων, δυσάρεστων και ενίοτε χαοτικών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ όσον αφορά τους όρους της εξόδου, καθώς και διαμάχες στο Κοινοβούλιο που προκάλεσαν ρήξεις στα κόμματα, οδήγησαν πολιτικές σταδιοδρομίες στο τέλος τους και κατέληξαν σε δύο βουλευτικές εκλογές. Εν τέλει, όλα φτάνουν στο τέλος: η Βρετανία φεύγει στις 31 Ιανουαρίου.
Στα υψηλά κλιμάκια εξουσίας της ΕΕ αναρωτιούνται τι μπορεί να πήγε λάθος: πώς χάθηκε η Βρετανία; Στις Βρυξέλλες, όπου στεγάζονται τα περισσότερα όργανα της ΕΕ, ορισμένοι αξιωματούχοι πιστεύουν ότι η Βρετανία δεν θα έπρεπε να ενταχθεί εξ αρχής. (Αυτό έγινε 15 χρόνια μετά την ένωση των 6 ιδρυτικών εθνών, αφού απορρίφθηκε 2 φορές από τον Γάλλο πρόεδρο Charles de Gaulle.) Η Βρετανία θεωρούσε ότι πολιτιστικά ήταν διαφορετική και είχε ισχυρότερους δεσμούς με τις ΗΠΑ, ενώ και τα πολιτικά και νομικά της συστήματα ήταν επίσης πολύ διαφορετικά. Πολλοί τότε σκέφτονταν το ίδιο, κάποιοι το σκέφτονται ακόμα και τώρα. Όταν η τότε πρωθυπουργός Theresa May είχε αναφέρει σε μια ομιλία της στη Φλωρεντία το 2017 ότι «ίσως λόγω της ιστορίας και της γεωγραφίας μας η ΕΕ ποτέ δεν μας φάνηκε σαν αναπόσπαστο μέρος της εθνικής μας ιστορίας με τον τρόπο που αυτό ισχύει σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης», υπήρχε κάτι περισσότερο από μια υποψία συνειδητοποίησης σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ωστόσο, το κυρίαρχο συναίσθημα στην πολιτική ελίτ της ΕΕ είναι η απογοήτευση. Στους Βρετανούς δεν ειπώθηκε σχεδόν ποτέ, όμως η χώρα διαδραμάτισε σημαντικό και ισχυρό ρόλο ως μέλος. Ενώ οι πολιτικοί της κακολογούσαν τις Βρυξέλλες και οι πολίτες ανέπτυσσαν ολοένα και μεγαλύτερο ευρωσκεπτικισμό (η λέξη επινοήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό), οι διπλωμάτες της διαδραμάτισαν εποικοδομητικό ρόλο. Πράγματι, ο Welshman Roy Jenkins, ο οποίος έγινε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1977, και ο Arthur Cockfield, Επίτροπος της Βρετανίας από το 1985, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη νομισματική ένωση και την ενιαία αγορά αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της, η Βρετανία λειτουργούσε ως αντίβαρο στις ανταγωνιστικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η επαναστατική πλευρά της υπήρξε εξίσου για τις χώρες κρίσιμης σημασίας ένας «υποκινητής ταραχών» που τις προστάτευε. Η ικανότητα ελεύθερου εμπορίου διασφάλισε το γεγονός ότι η ΕΕ δεν έχασε τον έλεγχο από τον εμπορικό προστατευτισμό των μελών του νότου. Η Βρετανία διαμόρφωσε την ευρωπαϊκή πολιτική και υποστήριξε την καινούρια νομοθεσία σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από όσο αντιτάχθηκε.
Αρκετοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που ρωτήθηκαν λόγω του συγκεκριμένου άρθρου εικάζουν ότι η Βρετανία άρχισε να ξεφεύγει – σταδιακά και ήπια αλλά αποφασιστικά – πριν από περίπου 16 χρόνια. Παραδόξως, αυτή ήταν και η εποχή που η επιρροή της Βρετανίας στην Ευρώπη ήταν πιο δυνατή από οποιοδήποτε άλλο σημείο της ιστορίας. Ο πρωθυπουργός Tony Blair ήθελε απεγνωσμένα η χώρα του να βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης. Την 1η Μαΐου 2004, η ΕΕ είδε τη μεγαλύτερη αλλαγή από τότε που δημιουργήθηκε όταν 10 νέες χώρες – κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ανατολή – έγιναν μέλη, κάτι για το οποίο η Βρετανία ασκούσε ισχυρές πιέσεις για χρόνια. Ο αντίκτυπος στις Βρυξέλλες κυριολεκτικά έγινε αισθητός από τη μια μέρα στην άλλη. Η άνετη ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει οι Γάλλοι και οι Γερμανοί εξαφανίστηκε, καθώς η ΕΕ καλωσόρισε έθνη που είχαν αναστατωθεί από τον καπιταλισμό και εκτιμούσαν την καινούρια τους απεριόριστη πρόσβαση σε ένα τεράστιο εμπορικό μπλοκ ασχέτως από οποιεσδήποτε πολιτικές ή κοινωνικές ιδέες. Η Βρετανία όχι μόνο συμμετείχε σε αυτή την προτεραιότητα, αλλά οι διπλωμάτες και οι πολιτικοί των νέων χωρών ασκούσαν σε μεγάλο βαθμό τις δραστηριότητές τους στα Αγγλικά και όχι στα Γαλλικά.
Όμως, εν μέσω των ξέφρενων εορτασμών, υπήρχε μια ωρολογιακή βόμβα. Η ΕΕ γινόταν περισσότερο βρετανική, όμως οι Βρετανοί ένιωθαν λιγότερο Ευρωπαίοι. Το άνοιγμα της ΕΕ σε νέες χώρες σήμαινε ότι ολόκληροι νέοι πληθυσμοί είχαν το δικαίωμα να ζουν και να εργάζονται σε οποιοδήποτε μέρος της ΕΕ. Από το 2003 έως το 2016 που πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα για το Brexit, ο αριθμός των μη Βρετανών πολιτών της ΕΕ που ζούσαν εκεί αυξήθηκε από 1,5 εκατομμύριο σε 3,5 εκατομμύρια, σύμφωνα με το Γραφείο Εθνικών Στατιστικών. Άρχισαν να καλλιεργούν τη γη, να κάνουν χειρωνακτικές δουλειές και να εργάζονται στα μπαρ. Το Λονδίνο χρησιμοποιήθηκε για τη μετανάστευση, όμως η ξαφνική μεταμόρφωση των παραδοσιακών κοινοτήτων αποδείχθηκε πιο ανησυχητική για τον τοπικό πληθυσμό απ’ όσο περίμεναν οι πολιτικοί. Οι εκστρατείες ενάντια στην ΕΕ ξεκίνησαν σύντομα, προειδοποιώντας για πιέσεις από αλλοδαπούς σε νοσοκομεία και σχολεία. Όταν τελικά η ευκαιρία δόθηκε, οι πολίτες σε αυτούς τους κλάδους αποφάσισαν να ψηφίσουν να φύγουν από την ΕΕ.
Αν κοιτάξουμε 7 χρόνια μπροστά μετά την επέκταση της ΕΕ προς της ανατολικές χώρες, θα ανακαλύψουμε ένα περιστατικό το οποίο πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θεωρούν καθοριστικό για τις σχέσεις της με τη Βρετανία. Στις 9 Δεκεμβρίου 2011, το μέλλον του ευρώ ήταν αμφίβολο, αφού η Ευρώπη αντιμετώπισε τη χειρότερη οικονομική κρίση της ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Σε μια σύνοδο κορυφής που έγινε στις Βρυξέλλες αργά τη νύχτα, η ΕΕ ήλπισε να συντάξει μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης προκειμένου να διαφυλάξει το νόμισμα. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός David Cameron, χρησιμοποιώντας τη λάθος στιγμή, ζήτησε να περιλαμβάνει παραχωρήσεις για την προστασία της βιομηχανίας χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της Βρετανίας. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, κι έτσι στις 2:30 μμ άσκησε βέτο στο όλο θέμα.
Αν και ο Cameron ίσως κατάφερε να φανεί ισχυρός στη χώρα του, η ΕΕ κατάλαβε την μπλόφα του: οι άλλες χώρες συνέταξαν μια διακυβερνητική συνθήκη σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο. Η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel και άλλοι ηγέτες εξοργίστηκαν, και οι σχέσεις τους παραμένουν άσχημες μέχρι σήμερα. Ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος είπε ότι αυτή η δυσαρέσκεια μείωσε την ισχύ του Cameron όταν θέλησε να επαναδιαπραγματευτεί τη συμμετοχή της Βρετανίας.
Την εποχή που ο Cameron άσκησε βέτο, η Βρετανία ήταν μια δύναμη υπολογίσιμη στους κύκλους της ΕΕ. Η Catherine Ashton, μέλος του Εργατικού Κόμματος του Blair, ήταν το δεύτερο πιο υψηλόβαθμο μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η πρώτη υπεύθυνη εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Ο Jonathan Faull, ο κορυφαίος Βρετανός δημόσιος υπάλληλος της ΕΕ, ήταν επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Επιτροπής, καθώς κατάρτισε νομοθεσία για τη διάσωση του τραπεζικού κλάδου της Ευρώπης. H Sharon Bowles, μια άλλη Βρετανίδα πολιτικός, ηγήθηκε της οικονομικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στο Λονδίνο, ο Nick Clegg, ένας πολύγλωσσος φανατικός της ΕΕ που είχε σπουδάσει στο Κολέγιο της Ευρώπης στο Βέλγιο (χώρος εκπαίδευσης για πολλούς από τους ανώτερους αξιωματικούς της ΕΕ), είχε γίνει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
Αυτό ήταν το αποκορύφωμα. Όταν ο Cameron προτίμησε να αποσπάσει προνόμια από την ΕΕ πριν από το δημοψήφισμα, οι σχέσεις τους γρήγορα εξασθένισαν. Όταν ο Boris Johnson έγινε πρωθυπουργός το 2019, όρισε στους Βρετανούς διπλωμάτες να παρευρίσκονται μόνο στις σημαντικότερες συναντήσεις της ΕΕ, λέγοντας ότι έπρεπε να «αποδεσμευτούν» για να αφιερώσουν χρόνο σε άλλα πράγματα. Οι αξιωματούχοι από τις άλλες χώρες πάντως είναι δύσπιστοι: αντί να παρακολουθούν τις συναντήσεις στις οποίες έχουν το δικαίωμα, οι δημόσιοι υπάλληλοι της Βρετανίας περιμένουν έξω στους διαδρόμους ή τηλεφωνούν μετά στους συναδέλφους τους ζητώντας να μάθουν τα νέα.
Ένας κοινός παράγοντας σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ο ρόλος των βρετανικών μέσων ενημέρωσης. Οι πρωθυπουργοί επιθυμούσαν διακαώς να δίνουν καλή εντύπωση. Τους άρεσε να φαίνονται ότι είναι μόνοι αλλά ισχυροί, όπως ο καθεδρικός ναός του Αγίου Παύλου κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της Βρετανίας, ακόμη και εις βάρος της καλής ευρωπαϊκής διπλωματίας. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι πιστεύουν ότι ο κίτρινος Τύπος έκανε τη μεγαλύτερη προσπάθεια για να σπρώξει τη Βρετανία εκτός ΕΕ. Από τη δεκαετία του 1980, οι εφημερίδες τροφοδοτούσαν το κοινό με γαλλικές συνομωσίες για ένα κράτος των ΗΠΑ στην Ευρώπη ή με τις προσπάθειες των Γερμανών να πάρουν τον έλεγχο της Ευρώπης. Όταν ο πρωθυπουργός Johnson ήταν ανταποκριτής της Daily Telegraph στις Βρυξέλλες κατά τη δεκαετία του 1990, δημιούργησε ένα μοντέλο ρεπορτάζ που έδινε περισσότερη σημασία στο να κάνει τους αναγνώστες να γελούν ή να χλευάζουν ή να φοβούνται τον «μπαμπούλα» της Ευρώπης, παρά στα γεγονότα. Ένας από τους διαδόχους του περιέγραψε τη δουλειά του ως «ουσιαστικά ψυχαγωγική». Την επόμενη ημέρα μετά το δημοψήφισμα του 2016, ένας άλλος ευρωσκεπτικιστής δημοσιογράφος, ο οποίος έκανε καριέρα γράφοντας ο ίδιος τις εκθέσεις των Βρυξελλών, δήλωσε ότι κατάλαβε ξαφνικά ότι χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο προκειμένου ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας του να δημιουργήσει Brexit. Οι «μάγοι της επικοινωνίας» συμμετείχαν συχνά στο παιχνίδι. Η ΕΕ δεν ήταν ικανή να αντιμετωπίσει τη χειμαρρώδη κριτική του Τύπου ή τις κουβέντες των πολιτικών κατά των Βρυξελλών.
Οι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες εξακολουθούν να μιλούν με καλά λόγια για τις διπλωματικές υπηρεσίες της Βρετανίας, η οποία εδώ και δεκαετίες έκλεινε συμφωνίες, έπειθε τους αντιπάλους να συνεργαστούν και έδωσε αξιοπιστία στην εξουσία. Ακόμη και τότε που η ΕΕ σημείωσε μια καταπληκτική νίκη πρώιμων δηµοσίων σχέσεων όταν, την πρώτη ημέρα των διαπραγματεύσεων για το Brexit οι εκπρόσωποί της φωτογραφήθηκαν με πάκους εγγράφων απέναντι στους Βρετανούς ομολόγους οι οποίοι ήταν με άδεια χέρια, οι Ευρωπαίοι εκμυστηρεύονταν ότι περίμεναν τους Βρετανούς διπλωμάτες να έχουν άσσους στο μανίκι τους. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Οι δημόσιοι υπάλληλοι της Βρετανίας φαινόταν ότι εμποδίζονταν από τους πολιτικούς που έδιναν τις εντολές, ανέφεραν αξιωματούχοι της ΕΕ που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις. Η κυβέρνηση της May βρισκόταν σε τέτοια σύγχυση, που η ΕΕ συχνά αναλάμβανε ηγετικό ρόλο και κατέστρωνε σχέδια για την έξοδο της Βρετανίας. Σύμφωνα με ανθρώπους που γνώριζαν τις συνομιλίες, η Sabine Weyand, η περίφημη κορυφαία διαπραγματεύτρια της ΕΕ, είχε δηλώσει εμπιστευτικά: «Είναι σαν να έχουν αναθέσει το Brexit σε εμάς».
Θα μπορούσε η ΕΕ να έχει κάνει περισσότερα προκειμένου να κρατήσει τη Βρετανία; Σε μια ομιλία που έγινε το 2013 στα γραφεία της - στο Λονδίνο, ο Cameron ζήτησε την ευρεία μεταρρύθμιση της ΕΕ ώστε να επιτραπεί σε ορισμένες χώρες να έχουν πιο χαλαρή σχέση σε σύγκριση με άλλες. Παρά το γεγονός ότι είχε στήριξη από την ΕΕ – με τον Γάλλο πρόεδρο Emmanuel Macron να εκφράζει πρόσφατα παρόμοιες απόψεις – δεν υπάρχει κανένα σημάδι αλλαγής προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Ivan Rogers, ο οποίος παραιτήθηκε από πρέσβης της Βρετανίας στην ΕΕ το 2017 μετά την αποχώρησή του με τους κορυφαίους συμβούλους της May, είχε παραδεχτεί σε ιδιωτικό επίπεδο ήδη από το 2013 ότι η έξοδος της Βρετανίας ήταν πιθανή. Είναι κυρίως επικριτικός απέναντι στους Βρετανούς πολιτικούς, αλλά στο βιβλίο του «9 Lessons in Brexit» αναφέρει ότι και η ΕΕ φέρει ευθύνη, υποστηρίζοντας ότι εξακολουθεί να πάσχει από «εφησυχασμό, κούραση και κοντόφθαλμη στρατηγική» όταν πρόκειται για τη Βρετανία.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος εξαιτίας του οποίου η ΕΕ έχασε τη Βρετανία. Πέρα από τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν εδώ, η εριστικότατα της Margaret Thatcher τη δεκαετία του ‘80, ο Brown που έπεισε τον Blair να απορρίψει την ένταξή της στο ευρώ τη δεκαετία του 1990, η απόφαση του Cameron να εξαιρέσει το Συντηρητικό του Κόμμα από τη μεγαλύτερη ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που συμβάδιζε με τη γραμμή της Merkel μια δεκαετία αργότερα, καθώς και η τραβηγμένη ιδέα του ιδίου και της May να συμβιβαστεί η Merkel πριν και μετά το δημοψήφισμα του Brexit, όλα έπαιξαν τον ρόλο τους στο να νιώθουν οι άνθρωποι λιγότερο Ευρωπαίοι και οι πολιτικοί να έχουν λιγότερη επιρροή. Τίποτα δεν ήταν προκαθορισμένο και ακόμα και πρόσφατα, όπως κατά το διάστημα πριν από τις γενικές εκλογές του προηγούμενου μήνα, ορισμένοι υπάλληλοι της ΕΕ – και κρυφά κάποιοι Βρετανοί – εξακολουθούσαν να ελπίζουν ότι μια λιγότερο πειστική νίκη για τον Johnson θα οδηγούσε σε δεύτερο δημοψήφισμα και ανατροπή της αρχικής ψηφοφορίας.
Ουσιαστικά, 12 χρόνια από την υπογραφή της ατομικής συμφωνίας του Brown, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας απουσιάζει ξανά από μια σύνοδο κορυφής της ΕΕ. Αυτή τη φορά, στις 12 Δεκεμβρίου του 2019, ο Johnson είχε καλύτερη δικαιολογία: ήταν η βραδιά των εκλογών. Καθώς οι υπόλοιποι ηγέτες της ΕΕ συζητούσαν μέσα στη νύχτα, μια μικρή ομάδα ανώτερων Βρετανών διπλωματών μαζί με μερικούς αξιωματούχους από άλλες χώρες, συγκεντρώθηκαν σε ένα σπίτι κοντά στο Place Brugmann, μια πολυτελή γειτονιά των Βρυξελλών 2 μίλια από εκεί που βρίσκονταν οι ηγέτες. Εφοδιασμένοι με ζεστό κρασί και τάρτες, μαζεύτηκαν γύρω από ένα laptop συνδεδεμένο με την τηλεόραση και παρακολούθησαν την κάλυψη των εκλογών από το BBC.
Στις 11 μμ, όταν η δημοσκόπηση προέβλεψε μεγάλη πλειοψηφία για τον Johnson, έπεσε σιωπή. Αυτό ήταν. Ήξεραν ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει. Εκείνη τη στιγμή, η Βρετανία τελικά θα έφευγε.