Οι σχέσεις στο εμπόριο αποτελούν μια καθημερινή ενημέρωση η οποία ξεδιπλώνει έναν κόσμο που απειλείται από εμπορικούς πολέμους.
Οι υπεύθυνοι της σουηδικής τράπεζας Riksbank συνειδητοποιούν ότι η διακοπή των αρνητικών επιτοκίων είναι μια υπόθεση πολύ ευκολότερη από το να πειστούν οι άνθρωποι ότι η τραπεζική πολιτική θα παραμείνει σταθερή.
Για λίγο περισσότερο από ένα μήνα από τότε που η νέα τιμή αναφοράς της Σουηδίας ξεκίνησε επίσημα – αφού η κεντρική τράπεζα την αύξησε στο μηδέν τον Δεκέμβριο – η κριτική επιτροπή εξακολουθεί να κινείται. Η ιστορία ενός βιώσιμα ισχυρού πληθωρισμού, στον οποίο η Riksbank προσκολλήθηκε δικαιολογώντας την αύξηση, φαίνεται να αποκαλύπτεται αφήνοντας τους επενδυτές να αναρωτιούνται αν τελικά θα πρέπει να επιστρέψουν σε περισσότερα κίνητρα.
Η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας είναι η μόνη από τις 5 παγκοσμίως που τόλμησε να διακόψει τα αρνητικά επιτόκια, κάνοντας ένα πείραμα που οι ομόλογοί της παρακολουθούν προσεκτικά. Ο κίνδυνος για τον διευθυντή Stefan Ingves είναι ότι, έχοντας πετύχει τη φυγή από ένα καθεστώς που θεωρείται επιβλαβές για τη χρηματοπιστωτική βιομηχανία, η επιδείνωση του πληθωρισμού θα προκαλέσει μια ενοχλητική μεταστροφή.
Ο Thomas Elofsson, επικεφαλής διαχείρισης χαρτοφυλακίου στην Catella, μια επενδυτική εταιρεία στη Στοκχόλμη, δήλωσε τα εξής: «Αν η Riksbank θέλει να χειριστεί το θέμα με έξυπνο τρόπο, θα πρέπει ήδη να προσαρμόσει τις δικές της προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Το ρίσκο έγκειται στο ότι η αγορά θα μειώσει τις τιμές των επιτοκίων και κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ δυσάρεστο, διότι νομίζω ότι η Riksbank πραγματικά δεν θέλει να επιστρέψει σε αρνητικά επιτόκια».
Κάτω από το μηδέν
Μετά την αύξηση της Riksbank, μόνο 4 κεντρικές τράπεζες έχουν αρνητικά επιτόκια.
Παράλληλα με την αύξηση των επιτοκίων τον Δεκέμβριο, η κεντρική τράπεζα είχε ήδη αναγκαστεί να περιορίσει τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό κάθε χρόνο μέχρι το 2022. Την ώρα που οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής πρόκειται να ανακοινώσουν την πρώτη τους απόφαση για το έτος την Τετάρτη, οι προοπτικές απλώς επιδεινώνονται, ύστερα από έναν ζεστό και υγρό χειμώνα που γέμισε με νερό τις δεξαμενές και κινδύνεψε να μειώσει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ μειώθηκε και το κόστος του πετρελαίου.
Ευσεβής πόθοι;
Η Riksbank περιμένει τον πληθωρισμό να φτάσει στο 1,5% πριν αυξηθεί ξανά.
Ο Olle Holmgren, οικονομολόγος στην τράπεζα SEB στη Στοκχόλμη, περιμένει ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί στο 0,8% μέχρι το καλοκαίρι. Το ποσοστό αυτό είναι μακριά από το 2% στο οποίο στοχεύουν οι υπεύθυνοι και πέρα από το χαμηλότερο σημείο της πρόβλεψής τους για το τρέχον έτος. Στο μεταξύ, μια έρευνα της SEB για τους συμμετέχοντες στο τμήμα διαπραγμάτευσης της τράπεζας έδειξε ότι το 85% περιμένει η Riksbank να παραμείνει σταθερή στην πρόβλεψη ότι τα επιτόκια θα μείνουν αμετάβλητα τα επόμενα χρόνια.
Ο Magnus Billing, διευθύνων σύμβουλος της Alecta, του μεγαλύτερου συνταξιοδοτικού ταμείου της Σουηδίας, αναφέρει: «Δεν βλέπω κανένα σημάδι πληθωρισμού, εκτός από το ότι η Riksbank θα δυσκολευτεί να επιτύχει τον στόχο της. Υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις που διατηρούν χαμηλές τις πληθωριστικές πιέσεις, όπως η δημογραφία, η παραγωγικότητα, ο υψηλός ρυθμός εξοικονόμησης, η ταχεία τεχνική ανάπτυξη».
Η εξάπλωση των πιέσεων στις τιμές θα μπορούσε να φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τους φορείς χάραξης πολιτικής της Σουηδίας. Το να μην υπάρξει δράση, ενέχει τον κίνδυνο να ενισχυθεί αυτομάτως ο αδύναμος πληθωρισμός, ενώ η υιοθέτηση περισσότερων κινήτρων, είτε μειώνοντας τα επιτόκια ξανά είτε αυξάνοντας την ποσοτική χαλάρωση, θα οδηγούσε σε ταχεία αντιστροφή.
Η άποψη των οικονομολόγων της -
Περιμένουμε η κεντρική τράπεζα να παραμείνει σταθερή στην πολιτική της για τουλάχιστον ένα χρόνο, αλλά οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό και τις προοπτικές της νομισματικής πολιτικής είναι μειωμένοι. (Johanna Jeansson)
Για την Riksbank – η οποία υπέστη διαρκή κριτική εξαιτίας αυτού που ο βραβευμένος με Νόμπελ Paul Krugman ονομάζει «σαδομονεταριστική» κυκλική πολιτική αυστηρότητας που ξεκίνησε το 2010 – η δυσαρέσκεια από κάποιο άλλο σφάλμα και της επακόλουθης υπαναχώρησης πιθανώς θα ήταν οδυνηρή.
Εξίσου όμως, η κεντρική τράπεζα ήταν αποφασισμένη να αποχωρήσει από τα αρνητικά επιτόκια, αφού η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη με αρνητικές συνέπειες που κυμαίνονταν από τα περιορισμένη κέρδη των χρηματοπιστωτικών εταιρειών μέχρι την ενίσχυση της ανάληψης υπερβολικού κινδύνου.
Επιπλέον, με τις άλλες κεντρικές τράπεζες να φοβούνται ότι ίσως δεν διαθέτουν αρκετή δύναμη για να αντιμετωπίσουν μια νέα κρίση, η Riksbank έκανε ένα βασικό βήμα γεμίζοντας το «οπλοστάσιό» της.
Ο Frans Lindelow, διευθύνων σύμβουλος της σουηδικής ασφαλιστικής εταιρείας και τράπεζας Skandia, αναφέρει: «Είναι λάθος να έχουμε αρνητικά επιτόκια και θεωρώ ότι η ιστορία θα δείξει ότι δημιουργήθηκαν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύθηκαν. Είναι θεμελιώδες το γεγονός ότι η Riksbank τα αύξησε στο μηδέν».
Το παράδειγμα της Σουηδίας έχει στρέψει την προσοχή στους ομολόγους της για το κατά πόσο θα πρέπει και οι ίδιοι να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και να εγκαταλείψουν την πολιτική των υπό του μηδενός επιτοκίων. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christine Lagarde επιμένει ότι δεν θέλει να εξάγει συμπεράσματα από αυτή την κίνηση, ενώ ο επικεφαλής της Ελβετικής Εθνικής Τράπεζας Thomas Jordan είναι ανένδοτος ως προς το ότι δεν ισχύουν στη χώρα του οι ίδιες προϋποθέσεις.
Εν αναμονή
Αφού διέκοψε τα αρνητικά επιτόκια, η Riksbank προβλέπει επιτόκια στο μηδέν για τα επόμενα 2 χρόνια.
Προς το παρόν, η καινούρια πολιτική της Riksbank λειτουργεί μόνο για λίγες εβδομάδες, επομένως οποιαδήποτε συμπεράσματα σχετικά με τον αντίκτυπο θα είναι πρόωρα. Αν η τράπεζα πρέπει να αλλάξει πορεία, οι υπεύθυνοι τόνισαν ότι η επιστροφή στα αρνητικά επιτόκια εξακολουθεί να είναι πιθανή. Ωστόσο, ο Ingves υπαινίχθηκε ότι θα προτιμούσε αγορές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης κλίμακας.
«Μπορεί να μην αποτελεί τον κύριο σκοπό μας, αλλά αν η κεντρική τράπεζα αποφασίσει να δράσει ξανά, είναι πιθανότερη η παράταση ή η επέκταση των αγορών ομολόγων παρά η μείωση των επιτοκίων», αναφέρει η Johanna Jeansson, οικονομολόγος της - Economics.