Με μία μόνο δήλωση που αφορούσε την απόδοση των ομολόγων, η μαγεία εξαφανίστηκε. Την περασμένη εβδομάδα, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christine Lagarde είναι σαν να ακύρωσε τη διαβεβαίωση που έδωσε ο προκάτοχός της Mario Draghi το 2012, ότι δηλαδή θα κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για τη διατήρηση του ευρώ.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, οι αρχηγοί των κρατών της Ευρώπης αρνήθηκαν να συντονίσουν τη δημοσιονομική τους πολιτική. Κάποιοι συμμετέχοντες στην αγορά συνδύασαν τα παραπάνω και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα άλλης μιας κρίσης στην ευρωζώνη είναι αυξημένη. Τo «ξεπούλημα» των ιταλικών ομολόγων ήταν τόσο γρήγορο που η απόδοσή τους έφτασε σε ημερήσιο ποσοστό ρεκόρ.
Η πραγματικότητα της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής της Ευρώπης είναι πιο ήπια από αυτή που μόλις περιέγραψα, αλλά το συμπέρασμα ισχύει. Το μέλλον της ευρωζώνης είναι πράγματι πιο αβέβαιο. Οι κίνδυνοι είναι διαφορετικοί από αυτούς της προηγούμενης κρίσης. Η ευρωζώνη δεν θα αποτύχει εξαιτίας μιας τράπεζας που καταρρέει. Από τότε, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης δημιούργησαν τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και ξεκίνησαν την τραπεζική ένωση.
Την περασμένη Πέμπτη, η ΕΚΤ υποστήριξε το τραπεζικό σύστημα με εξαιρετικά χαμηλή πίστωση. Παρ’ όλα αυτά, τώρα η ευρωζώνη διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο να αποτύχει πολιτικά σε σχέση με τότε. Το περίφημο «δίχτυ ασφαλείας» του Draghi εμπόδισε σε σημαντικό βαθμό τις χώρες που υπήρχε το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν την ευρωζώνη. Χωρίς αυτό το δίχτυ ασφαλείας, το επιχείρημα της Ιταλίας να παραμείνει στο ενιαίο νόμισμα θα είναι πιο σωστό.
Η δήλωση της Lagarde δεν ήταν το σημαντικότερο λάθος. Ως πρώην διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΝΤ, έχει εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων. Κι όμως, τα σχόλιά της την περασμένη εβδομάδα επιβεβαίωσαν την υποψία που πολλοί παρατηρητές – όπως κι εγώ άλλωστε – είχαν από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη θέση. Εξετάζει τη νομισματική πολιτική υπό το πρίσμα του δικηγόρου, δηλαδή με τον τρόπο που λειτουργούν οι περισσότεροι Γερμανοί. Φυσικά, από νομικής πλευράς είναι σωστό όταν λέει ότι δεν ανήκει στις αρμοδιότητες της κεντρικής τράπεζας να σταθεροποιήσει την απόδοση των ομολόγων.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στήριξε το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων του Draghi ως εργαλείο νομισματικής πολιτικής, όμως έβαλε όρια. Η παρέμβαση του πρώην Προέδρου της ΕΚΤ έσωσε την ευρωζώνη, αλλά ταυτόχρονα έθεσε σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη διακυβέρνηση. Ίσως έδωσε χωρίς να το θέλει στους ηγέτες της ΕΕ μια δικαιολογία για να μην κάνουν τίποτα για τη δημοσιονομική ένωση.
Ίσως πρέπει να θυμηθούμε ότι η υπόσχεση του Draghi το 2012 ξεκίνησε ως προσωπική δέσμευση. Είχε αποτέλεσμα επειδή ήταν αξιόπιστη. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η δήλωση της Lagarde, – σύμφωνα με την οποία άλλοι παράγοντες είναι υπεύθυνοι για τα spread των ομολόγων χρησιμοποιώντας διαφορετικά μέσα – προκαλεί τόση ανησυχία. Εφ’ όσον προέρχεται από εκείνη, πραγματικά το πιστεύουμε. Αργότερα προσπάθησε να πάρει πίσω τις δηλώσεις της λέγοντας ότι είναι «πλήρως δεσμευμένη στην αποφυγή τυχόν διάσπασης» της ευρωζώνης, όμως δεν ήταν πλέον αξιόπιστη.
Όποια κι αν είναι τα πλεονεκτήματα της άποψης της Lagarde σχετικά με τον ρόλο της ΕΚΤ, το timing είναι πολύ κακό. Βρισκόμαστε στο κέντρο μιας πανδημίας. Οι άλλοι παράγοντες στους οποίους αναφέρθηκε, δηλαδή οι ηγέτες της ΕΕ, δεν κάνουν κάτι καλύτερο. Σε μια τηλεφωνική συνδιάσκεψη στα μέσα της εβδομάδας δεν κατάφεραν να επιτύχουν μια συντονισμένη δημοσιονομική αντιμετώπιση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα κάνουν τίποτα, σημαίνει απλώς ότι κάθε χώρα θα ενεργήσει από μόνη της.
Την Παρασκευή η γερμανική κυβέρνηση δήλωσε ότι θα προσφέρει οικονομική ενίσχυση σε επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από την κρίση. Η συνδυαστική αντιμετώπιση όμως θα έχει άνισο αποτέλεσμα. Αν εφαρμοστούν μαζί, οι εθνικές πολιτικές θα αποτελέσουν ένα είδος κινήτρου, αλλά θα οδηγήσουν στην αύξηση των εσωτερικών ανισορροπιών της ευρωζώνης. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας θα αυξηθεί πολύ. Το αντίστοιχο της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας μπορεί να αυξηθεί πολύ, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Το δημοσιονομικό χάσμα ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο θα διευρυνθεί. Μια αντιμετώπιση από την ευρύτερη ευρωζώνη θα ήταν πολύ προτιμότερη. Η ΕΚΤ θα έπρεπε να έχει δεσμευθεί να το υποστηρίξει αυτό χωρίς περιορισμούς. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία για τη δημιουργία ενός χρηματοδοτικού μέσου στην ευρύτερη ευρωζώνη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την παροχή χρηματοδότησης έκτακτης ανάγκης. Αντί γι’ αυτό, συζητάμε ξανά για την φερεγγυότητα της Ιταλίας, η οποία εξαρτάται από τη χαμηλή απόδοση των ομολόγων. Κάτι τέτοιο, όπως είδαμε την περασμένη εβδομάδα, απαιτεί τη σταθερή υποστήριξη της ΕΚΤ.
Η Ιταλία δεν είναι σε θέση να προχωρήσει σε αρκετή ανάπτυξη προκειμένου να ανταπεξέλθει με άλλο τρόπο στο αυξανόμενο χρέος. Χωρίς την υποστήριξη της ΕΚΤ, όλο και περισσότεροι Ιταλοί – κι όχι μόνο όσοι ανήκουν στην άκρα δεξιά – θα αναρωτιούνται αν πρέπει να εγκαταλείψουν την ευρωζώνη και να αποκτήσουν ξανά τον έλεγχο στον ρυθμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας και του πληθωρισμού τους. Οι Ιταλοί έχουν λόγους να νιώθουν απογοητευμένοι από την Lagarde και την ΕΕ.
Μετά από την ομιλία της την Πέμπτη, ο Ιταλός Πρόεδρος Sergio Mattarella έκανε μια περίεργη δήλωση ζητώντας από την ΕΕ να μην βάλει εμπόδια στην Ιταλία. Η Ιταλία δεν έχει ξεχάσει την απροθυμία άλλων κρατών μελών της ΕΕ να δεχτούν πρόσφυγες από τη Συρία, οι οποίοι κατέφυγαν στις ιταλικές ακτές. Η Ιταλία θα βγει από τον εφιάλτη του Covid-19 σε έναν διαφορετικό κόσμο. Δεν είναι σώφρον για την ΕΕ να ανταγωνίζεται ένα ιδρυτικό κράτος μέλος της.