Δρ. Βλάδος Χάρης -Οικονομολόγος
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε ολόκληρο το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία- ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΕΚΘΕΣΗ» της «Επιτροπής Πισσαρίδη». Μελετώντας αυτή την έκθεση διαπιστώνω πως αναμφίβολα πρόκειται για μια ιδιαιτέρως συνεκτική και ολοκληρωμένη ανάλυση του παρελθόντος και του παρόντος της Ελληνικής οικονομίας, η οποία περιλαμβάνει και αρκετά «διαμαντάκια» ευθυκρισίας αλλά και πολιτικού θάρρους όσον αφορά την συνολική προοπτική της.
Η αλήθεια είναι πως δεν βρίσκει κάποιος, σε αυτήν, «πρωτόφαντους συλλογισμούς». Αλλά, για πρώτη φορά, έχω την εντύπωση πως σημειώνονται σε μια επίσημη έκθεση, με τόσο μεγάλη ευθύτητα και διαύγεια, ορισμένα θέματα που «πονάνε» παραδοσιακά – και δημιουργούν διάφορες «ξινίλες» σε αρκετά κέντρα δύναμης στην Ελλάδα, να λέμε την αλήθεια- και τα οποία αποτελούσαν, έως σήμερα, σημεία εστίασης μονάχα πολύ λίγων -ετερόδοξων και «γενναίων»…- σχολιαστών της οικονομίας μας.
Αλλά ας προσπαθήσω να γίνω πιο σαφής, επιλέγοντας κάποια αποσπάσματα της, απλώς, -με την μεγαλύτερη δυνατή συντομία…- ,τα οποία νομίζω ως λειτουργούν ως «σταυροδρόμια» στην συνολική συλλογιστική της έκθεσης και τα οποία νομίζω πως ιδιαιτέρως εύγλωττα παρουσιάζουν την δραστική στροφή στην αναπτυξιακή οπτική για την Ελλάδα που αυτή προτείνει και επιχειρεί.
Η έκθεση δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλο της: Μην ποντάρετε σε κανένα «λεφτόδεντρο»…
Με ευθύτητα διατυπώνεται, πρώτον, πως: «Η ελληνική οικονομία διολισθαίνει τα τελευταία χρόνια σταδιακά σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων και ευημερίας, υποχωρώντας σε πολλές ουσιώδεις κατηγορίες σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Η Έκθεση υπογραμμίζει πως η χαμηλή παραγωγικότητα και η εσωστρέφεια, κεντρικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αποτελούν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι η συστηματική αύξηση των εισοδημάτων και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με δράσεις οικονομικής πολιτικής που συστηματικά θα ενισχύουν την παραγωγικότητα, την εργασία και τις επενδύσεις.» Και συμπληρώνει, σε άλλο σημείο της: «Η Έκθεση υιοθετεί μια μεσοπρόθεσμη οπτική, καθώς η ουσιαστική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας προϋποθέτει δομικές αλλαγές που είναι εύλογο να συνεχίσουν να εξελίσσονται σε βάθος ετών, οπότε και θα φανούν τα πλήρη αποτελέσματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι αλλαγές δεν πρέπει να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατό. Τα θετικά αποτελέσματα αναμένεται να είναι ισχυρά ήδη από την αρχή. Αν και υπάρχουν πολιτικές με ενδεχομένως μεγαλύτερη επίδραση στα εισοδήματα βραχυπρόθεσμα, αυτές μπορεί να έχουν μόνο πρόσκαιρα θετικά αποτελέσματα και πολύ αρνητικά στη συνέχεια.»
Απομυθοποίηση, λοιπόν, κατά πρώτον της «λογικής του λεφτόδεντρου», των αβαθών πυροσβεστικών λύσεων, των πολιτικάντικων επιδομάτων και της άστοχης τόνωσης των βραχύπνοων καταναλωτικών δυνατοτήτων. Στροφή προτείνει, αντίθετα, στην λογική της συστηματικής τόνωσης των δομών της προσφοράς: Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, της εξωστρέφειας, της ενδυνάμωσης της εργασίας και της τόνωσης των επενδύσεων, ας μην περιμένουμε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Κι μας ωθεί στο να ας μην χάσουμε κι άλλο κρίσιμο χρόνο, καθυστερώντας να κινηθούμε προς αυτήν την κατεύθυνση…
Μονάχα η διαρκής αύξηση της παραγωγικότητας, της εξωστρέφειας και της καινοτομίας μπορούν να μας προσφέρουν ένα καλύτερο αύριο για την οικονομία μας..
Η έκθεση σημειώνει, επίσης, με σαφήνεια: «Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι η συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας (δηλαδή της σχετικής συμμετοχής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο εθνικό προϊόν), καθώς και η στενότερη διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία.» Αυτό όμως δεν είναι καθόλου εύκολο σημειώνει, καθώς: «Η κατανομή των παραγωγικών συντελεστών στην ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται διαχρονικά από αναποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην ΕΕ με βάση τον βαθμό διανεμητικής αποτελεσματικότητας σε επίπεδο χώρας. Η δέσμευση πόρων σε αναποτελεσματικές παραγωγικές διαδικασίες έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα στο σύνολο της οικονομίας τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας και χαμηλές επιδόσεις σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Σε σύγκριση με τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, η απόκλιση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα έχει διευρυνθεί από το 2007».
Με δυο λόγια, τολμά να υπογραμμίσει την βασική πηγή της κακοδαιμονίας της οικονομίας μας που δεν βρίσκεται αλλού παρά στην βαθύτερη αδυναμία του παραγωγικού μας ιστού να αξιοποιήσει με αποτελεσματικότητα και επαρκή καινοτομικότητα του πόρους του, αξιοποιώντας εύστοχες επιχειρηματικές στρατηγικές, αφομοιώνοντας αποτελεσματικά την νέα τεχνολογία και το σύγχρονο μάνατζμεντ και αποκτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο βιώσιμη και διαρκή διέξοδο προς την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του.
Έχουμε ανάγκη από μια νέας λογικής, μεγέθους και εμβέλειας επιχειρηματικότητα…
Η έκθεση τολμά, επίσης, να εστιάσει στην πραγματικότητα της κατακερματισμένης και χαμηλής παραγωγικότητας επιχειρηματικότητας που έχουμε παραδοσιακά στην Ελλάδα: «Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα έχει μεγάλο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων. Το 48,5% των εργαζομένων στον επιχειρηματικό τομέα της χώρας το 2017 απασχολούνταν σε επιχειρήσεις με έως 9 άτομα προσωπικό, ενώ το 28,7% των εργαζομένων στη χώρα, με βάση στοιχεία για το 2019, ήταν αυτοαπασχολούμενοι. Και στους δυο δείκτες, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία. Το υψηλό μερίδιο απασχόλησης σε ατομικές και μικρές επιχειρήσεις σχετίζεται με την χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς η παραγωγικότητα σχετίζεται θετικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας και τεχνολογίες αιχμής. Ως αποτέλεσμα, η μικρή επιχειρηματικότητα εστιάζεται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών για εγχώρια κατανάλωση. Το πρόβλημα οξύνεται στην Ελλάδα από το γεγονός ότι η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων στη χώρα είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα, παράγονται €21,1 χιλ. ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο, στις μικρές επιχειρήσεις η παραγωγικότητα περιορίζεται σε €7,9 χιλ. ανά εργαζόμενο. Έτσι, ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα η χώρα κατέχει την πέμπτη χαμηλότερη θέση σε όρους παραγωγικότητας εργασίας, στις μικρές επιχειρήσεις η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία. Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι συνέπεια αγκυλώσεων στην οικονομία που δημιουργούν κίνητρα στις επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές και δυσκολεύουν την ανάπτυξή τους.» Και υπογραμμίζει ως αναγκαίο στόχο πολιτικής το εξής: «Η σταδιακή αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, που αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας, όπως και για την ενίσχυση των εξαγωγών. Παράλληλα, η καλύτερη διασύνδεση επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους με τις μεγαλύτερες, ώστε να ενισχυθεί έμμεσα και περαιτέρω η εξωστρέφεια της οικονομίας».
Με σαφήνεια, λοιπόν, μας καλεί να ξεπεράσουμε τις γλυκερές ψευδαισθήσεις και για την δήθεν επάρκεια του εθνικού επιχειρηματικού μας οικοσυστήματος, στην χθεσινή και στην σημερινή του μορφή. Ο δρόμος για ένα καλύτερο μέλλον, δεν μπορεί να περάσει από την διαιώνιση των διαχρονικών επιχειρηματικών μας παθογενειών και υστερήσεων. Η ώρα δραστικών ανατροπών, έφτασε…