Image default
Πρώτο Θέμα

Η Ιταλία αφήνει πίσω τις ιδιωτικοποιήσεις και μιμείται τον γαλλικό κρατικό παρεμβατισμό

Του Ferdinando Giugliano

Η πανδημία έχει ωθήσει τις κυβερνήσεις να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στη διαχείριση των οικονομιών τους. Οι πολιτικοί προσφέρουν γενναιόδωρες εγγυήσεις δανείων και επιδοτούν μισθούς προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο ενός κύματος πτωχεύσεων και μαζικής ανεργίας.

Το επόμενο βήμα είναι η άμεση ανάληψη της διοίκησης εταιρειών. Μετά από μια σειρά πρόσφατων εξαγορών – από συστήματα πληρωμών μέχρι αεροπορικές εταιρείες – η Ιταλία φαίνεται ήδη να οδεύει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Πρόκειται για μια ανησυχητική προοπτική.

Αντιστροφή του μοντέλου Ντράγκι

Για μεγάλο μέρος των τελευταίων τριών δεκαετιών, η Ιταλία είχε απομακρυνθεί αποφασιστικά από το οικονομικό μοντέλο του ισχυρού κρατικού “βραχίονα” το οποίο κυριάρχησε στη χώρα από τα τέλη της δεκαετίας του 1930.

Υπό την επίβλεψη του Mario Draghi, το Υπουργείο Οικονομικών της Ιταλίας ξεκίνησε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων στη Δυτική Ευρώπη, το οποίο περιελάμβανε τα πάντα, από τράπεζες έως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.

Οι δημόσιες δαπάνες, βέβαια, αντιπροσώπευαν το 48,7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ακόμη και πέρυσι. Ωστόσο από τα αριστερά έως και τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, διαδοχικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να εισαγάγουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να ανοίξουν την ιταλική οικονομία στις ιδιωτικές επενδύσεις.

Η στροφή της συγκυβέρνησης Κεντροαριστεράς – λαϊκιστών στον κρατισμό

Η σημερινή κυβέρνηση συνασπισμού του (ελαφρώς αριστερότερα του κέντρου) Δημοκρατικού Κόμματος και του λαϊκιστικού Κινήματος Πέντε Αστέρων έχει θέσει τέρμα σε όλ’ αυτά.

Την περασμένη εβδομάδα προχώρησε στα “αποκαλυπτήρια” του νέου διοικητικού συμβουλίου της Alitalia, εδώ και χρόνια μη κερδοφόρας αεροπορικής εταιρείας, ενώ θα δαπανήσει 3 δισεκατομμύρια ευρώ (3,5 δισεκατομμύρια δολάρια) για την εθνικοποίησή της.

Εν τω μεταξύ, η Cassa Depositi e Prestiti (CDP), η κρατική τράπεζα της Ιταλίας, απέκτησε μερίδιο 7,3% στην Euronext, ως μέρος της εξαγοράς της τελευταίας από την Borsa Italiana. Ομοίως, η CDP κατέχει συγκριτικά το μεγαλύτερο μερίδιο μεταξύ των μετόχων στην Nexi, μετά την εξαγορά από πλευράς της εταιρείας ψηφιακών πληρωμών της SIA.

Η Ιταλία ανταγωνίζεται την παραδοσιακά “κρατικιστική” Γαλλία στο ύψος των κρατικών δαπανών




 


Η CDP συμμετέχει επίσης στις διαπραγματεύσεις για την αποστέρηση της δισεκατομμυριούχου οικογένειας Benetton από το μερίδιο ελέγχου της στην εταιρεία διαχείρισης αυτοκινητοδρόμων Autostrade per l’Italia, μετά την κατάρρευση της γέφυρας Morandi στη Γένοβα το 2018. Η ιταλική κρατική επενδυτική τράπεζα επενδύει επίσης σε μια σειρά μικρότερων εταιρειών, ενώ συμμετέχει και στις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός ενιαίου ιταλικού ευρυζωνικού δικτύου.

Από επιλογή και όχι μόνον από ανάγκη

Αυτή η απότομη αλλαγή κατεύθυνσης οφείλεται μόνον εν μέρει στην πανδημία. Οικονομική σύμβουλος του πρωθυπουργού Giuseppe Conte είναι η καθηγήτρια πανεπιστημίου Mariana Mazzucato, υποστηρίκτρια της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.

Τα Πέντε Αστέρια υποστήριζαν την εθνικοποίηση τραπεζών, των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και άλλων δημόσιων υποδομών διαχρονικά από τη δημιουργία τους το 2009. Οι Δημοκρατικοί ακολουθούν πλέον την ίδια κατεύθυνση, εγκαταλείποντας τα μεταρρυθμιστικά ένστικτα του πρώην ηγέτη του κόμματος Matteo Renzi.

Η παράδοση της Ιταλίας σχετικά με την κρατική παρέμβαση είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφίσημη. Μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, το φασιστικό καθεστώς δημιούργησε το Ινστιτούτο Βιομηχανικής Ανασυγκρότησης, το οποίο κυριάρχησε στην μεταπολεμική οικονομία.

Ορισμένοι οικονομολόγοι πιστώνουν στο IRI την ώθηση στην αξιοσημείωτη πρόοδο της Ιταλίας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960 – ενώ άλλοι θεωρούν ότι αυτό αποτελούσε φυσική συνέπεια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και της μετάβασης από μια αγροτική σε μια σύγχρονη οικονομία.

Τη δεκαετία του 1980, πολλές κρατικές επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε προμαχώνες αναποτελεσματικότητας και προνομίων, οδηγώντας τελικά στην ιδιωτικοποίησή τους.

Η Ρώμη ελπίζει ότι ο νέος γύρος εθνικοποιήσεων, σε συνδυασμό με τα νέα κονδύλια της ΕΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, θα αποτελέσουν προωθητική δύναμη για τις δημόσιες επενδύσεις μετά από μια δεκαετία συρρίκνωσης. Πιστεύει ακόμη ότι το να έχουν έναν επενδυτή μακράς πνοής όπως το κράτος ή η CDP θα αναγκάσει τις εταιρείες να επιδιώξουν ευρύτερους στόχους, όπως η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, αντί να ανταμείβουν απλώς τους μετόχους τους.

Η “δύσκολη” ανταγωνιστικότητα και οι κρατικοί “κομισάριοι”

Δυστυχώς, η επιδίωξη της αποτελεσματικότητας και η διατήρηση χαρούμενης της κυβέρνησης είναι συχνά έννοιες ασύμβατες. Για παράδειγμα, το κράτος είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντισταθεί σε εκκλήσεις για μείωση θέσεων εργασίας στην Alitalia, ακόμα κι αν αυτό απαιτείται για μια αποτελεσματική ανάκαμψη της εταιρείας.

Εάν το δίκτυο αυτοκινητοδρόμων της Ιταλίας εθνικοποιηθεί, η κυβέρνηση και η CDP θα δυσκολευτούν να αυξήσουν τα διόδια, μια σημαντική πηγή χρηματοδότησης για απαραίτητες εργασίες συντήρησης.

Γενικότερα, οι ξένοι επενδυτές μπορεί να αποκτήσουν την εντύπωση ότι θα πρέπει υποχρεωτικά να συνεργαστούν με μια κρατική οντότητα εάν θέλουν να ρίξουν χρήμα στην Ιταλία. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ιδιαίτερα ελκυστική γι’ αυτούς προοπτική.

Το ίδιο μη ελκυστική είναι και η έλλειψη ανεξαρτησίας στη λειτουργία των συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Η CDP αγωνίζεται να διατηρήσει “αποστάσεις” από τους πολιτικούς της Ιταλίας, καθώς οι τελευταίοι απαιτούν τη συμμετοχή της σε όλο και περισσότερες εταιρείες. Ο συνασπισμός έχει γεμίσει με κομματικούς “κομισάριους” τα διοικητικά συμβούλια κρατικών οντοτήτων όπως ο όμιλος του κλάδου της αμυντικής βιομηχανίας Leonardo και ο πετρελαϊκός κολοσσός ENI.

Η Ιταλία δεν είναι μόνη της στην τάση προς το “μεγάλο κράτος”. Η Γαλλία ουδέποτε απομακρύνθηκε από τον dirigisme (σ.μ. “διοικητισμός”, μια γκωλική μορφή ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία).

Ακόμη όμως και οι Συντηρητικοί της Βρετανίας, “πρωταθλητές” των ελεύθερων αγορών, εγκαταλείπουν τον θατσερισμό για να διατηρήσουν την υποστήριξη των φιλικών προς το Brexit εργατικών στρωμάτων της βόρειας Αγγλίας.

Η διαχείριση ενός συνεχώς αναπτυσσόμενου κράτους και ενός ολοένα αυξανόμενου δημόσιου χρέους θα αποτελέσει τεράστια πρόκληση μετά την πανδημία. Ελπίζει κανείς η πολιτική τάξη να συνειδητοποιεί τις επιπτώσεις και τα διακυβεύματα των επιλογών της.

Σχετικα αρθρα

Δημογραφικό: Παγκόσμια συνταξιοδοτική κρίση από την γήρανση του πληθυσμού

admin

ΕΚΤ: Φειδωλή, αλλά θετική για τα μερίσματα των ελληνικών τραπεζών

admin

ΤτΕ: Μειώθηκαν οι καταθέσεις, αυξήθηκαν τα δάνεια τον Φεβρουάριο

admin

Ευρωπαϊκή Ένωση: Μετά την Ρωσία και την Κίνα, αντιμετωπίζει επίσης απειλή από τις Ηνωμένες Πολιτείες

admin

Κατασκευές: Στα ύψη το ανεκτέλεστο, νέα έργα άνω των 18 δισ. το 2025

admin

Bank of America: Οι 3 λόγοι που υπεραποδίδει η οικονομία της Ελλάδας

admin

S&P: Τρεις μειώσεις επιτοκίων φέτος από την ΕΚΤ, με εκκίνηση τον Ιούνιο, και άλλες τρεις το 2025

admin

Κινδυνεύει η Ευρώπη από τους ισλαμιστές τρομοκράτες;

admin

Στεγαστική κρίση: Ελάχιστα ακίνητα πλέον είναι διαθέσιμα για ενοικίαση

admin

Το αίνιγμα της οικονομίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές

admin

Περί της τρομοκρατικής επίθεσης στην Μόσχα. Cui bono?

admin

Η Ιαπωνία αναδύεται, η Κίνα τελειώνει – Το πρόβλημα των αφηγημάτων

admin