Τη “σκυτάλη” στο Σχέδιο Ανάκαμψης με τις επενδύσεις και με τις μεταρρυθμίσεις των 32 δισ. ευρώ την περίοδο 2021-2026, δίνει σήμερα το πόρισμα της Επιτροπής “Πισσαρίδη” που κοινοποιήθηκε χθες.
Περιλαμβάνει αναλυτικές αναφορές για τη μεγάλη ευκαιρία που δίδεται ούτως ώστε να γίνουν όχι μόνο σημαντικές επενδύσεις αλλά και μεταρρυθμίσεις με όχημα τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και μέσα από τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων.
Τα 32 δισ. αναφέρεται πως “δημιουργούν σημαντικές ευκαιρίες για την υποστήριξη υποδομών και για την ολοκλήρωση δομικών αλλαγών που δεν ήταν δυνατό να ολοκληρωθούν αποτελεσματικά ή να αποδώσουν, λόγω των στενών δημοσιονομικών περιορισμών που είχε η χώρα από την έναρξη της κρίσης χρέους”.
Το σχέδιο της Επιτροπής περιλαμβάνει σε ειδικό κεφάλαιο όμως και πρόταση για βιώσιμα πλεονάσματα το πολύ στο 1,5% του ΑΕΠ μεσομακροπρόθεσμα (έναντι 2,2% του ΑΕΠ στόχου που προβλέπει προς το παρόν η συμφωνία του 2018 με τους θεσμούς).
Καθιστά σαφές ότι αυτά τα πλεονάσματα θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα σε πολύ μεγάλη αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες αποτέλεσαν μία εύκολη πηγή περικοπών τα χρόνια των μνημονίων (κατά 52,5%) προκειμένου να περιοριστούν τα υπόλοιπα πακέτα μέτρων.
Η αύξησή τους προϋποθέτει δημοσιογραφικό χώρο ο οποίος – σύμφωνα με την Επιτροπή, θα πρέπει να δημιουργηθεί και από μία αλλαγή του μείγματος φορολογική και ασφαλιστικής πολιτικής αλλά και από ισχυρή ανάπτυξη 3,5% του ΑΕΠ η οποία, ειδικά το δεύτερο μισό της δεκαετίας, θα πρέπει να τροφοδοτείται πλέον κυρίως από ιδιωτικές επενδύσεις (γι αυτό και είναι αναγκαία η πλήρης αξιοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης).
Σημειώνεται πως η Επιτροπή Πισσαρίδη παρέδωσε την τελική της Έκθεση στην κυβέρνηση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, καθηγητής Χριστόφορος Πισσαρίδης. Αναπληρωτής πρόεδρος είναι ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.
Η γενική αξιολόγηση
Στο πόρισμα αναφέρεται πως παρά την εξισορρόπηση των υψηλών δίδυμων ελλειμμάτων, σε δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι αντιμέτωπη με σειρά από προκλήσεις.
Καταγράφονται δομικές αδυναμίες και απόσταση από διεθνείς καλές πρακτικές σε κομβικούς τομείς, με αποτέλεσμα να παραμένουν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα τόσο οι πάγιες επενδύσεις (μόλις στο 11% του ΑΕΠ το 2018, σε σχέση με 21% μ.ό. στην Ευρωζώνη) όσο και οι εκτιμώμενοι μακροχρόνιοι ρυθμοί δυνητικής ανάπτυξης (μόλις 0,9% η εκτίμηση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο).
Εκτιμάται πως πρέπει να συνυπολογιστούν οι περιορισμοί που προκύπτουν από το υφιστάμενο και αναμενόμενο δημοσιονομικό πλαίσιο, που εξαρτάται και από το υψηλό δημόσιο χρέος και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των εταίρων και πιστωτών.
Αυτό συνεπάγεται συγκεκριμένους και αυστηρούς περιορισμούς στην ασκούμενη πολιτική και κυρίως πως η ελληνική οικονομία δεν θα μπορεί να αναπτυχθεί με βάση ένα διευρυνόμενο δημόσιο δανεισμό.
Η Ελλάδα αναφέρεται, πρέπει να αξιοποιήσει και τρεις σημαντικές ομάδες συγκριτικών πλεονεκτημάτων που σχετίζονται με τη γεωγραφική θέση, το ανθρώπινο κεφάλαιο και το φυσικό περιβάλλον συνοδευόμενο από την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά.
Για την πανδημία του COVID-19 και τα υγειονομικά μέτρα για τον περιορισμό της αναφέρει πως “δημιουργούν πρωτόγνωρες προκλήσεις, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής παγκοσμίως.
Από τη μια πλευρά, η διακοπή της δραστηριότητας σε μια σειρά από κλάδους της οικονομίας και η μεγάλη μείωση στη διασυνοριακή μεταφορά επιβατών οδηγούν σε σημαντική απώλεια εισοδημάτων, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο διεθνής τουρισμός αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων.
Από την άλλη πλευρά, η αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης έχει κινητοποιήσει πολύ σημαντικούς δημόσιους πόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η διαθεσιμότητα αυτών των πόρων δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο, για περιορισμένη διάρκεια χρόνου, ο οποίος δεν ήταν διαθέσιμος την προηγούμενη δεκαετία”.
Γίνεται σαφές όμως πως “είναι ιδιαίτερα σημαντικό ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος να μην σπαταληθεί σε μια απόπειρα επιστροφής στο υπόδειγμα ανάπτυξης που ακολουθούσε η χώρα πριν το 2009. Αντίθετα, οι πόροι που προγραμματίζεται να είναι διαθέσιμοι δημιουργούν σημαντικές ευκαιρίες για την υποστήριξη υποδομών και για την ολοκλήρωση δομικών αλλαγών που δεν ήταν δυνατό να ολοκληρωθούν αποτελεσματικά ή να αποδώσουν, λόγω των στενών δημοσιονομικών περιορισμών που είχε η χώρα από την έναρξη της κρίσης χρέους. Ανοίγει έτσι ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας για να τεθεί η χώρα σε τροχιά διατηρήσιμης σύγκλισης προς τους πρωτοπόρους της ΕΕ”.
Η δημοσιονομική ισορροπία
Στο δημοσιονομικό πεδίο αναφέρεται πως κατά την τελευταία δεκαετία, οι πολιτικές προσαρμογής μετέτρεψαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε πλεονάσματα. Η κρίση που προκάλεσε η πανδημία COVID-19, όμως, κατέστησε τον προϋπολογισμό πάλι έντονα ελλειμματικό.
“Η πολιτική πρωτογενών πλεονασμάτων θα πρέπει να διατηρηθεί μελλοντικά, με τα πλεονάσματα όμως να είναι ήπια. Παράλληλα, τα έσοδα και οι δαπάνες θα πρέπει να μειώνονται σταδιακά ως ποσοστό του ΑΕΠ καθώς αυτό θα αυξάνεται, και η σύνθεσή τους θα πρέπει να αλλάξει ώστε να ενισχυθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας” εκτιμάται.
Ειδική έμφαση δίδεται στο γεγονός πως στο σκέλος των δαπανών, το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής, 43,1% ή 3,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, προήλθε από τον περιορισμό των επενδυτικών δαπανών, δηλαδή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ).
Συνολικά, η περιστολή των λειτουργικών εξόδων του δημοσίου (δημόσια ανάλωση–αμοιβές προσωπικού-λοιπά τρέχοντα έσοδα) έφτασε τις 3,5 π.μ. του ΑΕΠ και ήταν ελαφρώς ισχυρότερη από την περικοπή των επενδυτικών πόρων (3,1 π.μ. του ΑΕΠ). Αναλογικά, ωστόσο, η δεύτερη κατηγορία μειώθηκε από το 2009 πολύ περισσότερο σε σύγκριση με την πρώτη (52,5% έναντι 16,1%).
“Επιπλέον, οι κεφαλαιακές δαπάνες μπορούν να συμβάλλουν σαφώς περισσότερο στην πολυετή, ταχύρρυθμη ανάπτυξη, την οποία χρειάζεται η ελληνική οικονομία” αναφέρεται.
Ως προς τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, η κεντρική υπόθεση στην οποία στηρίχθηκε η κατάρτιση του βασικού σεναρίου του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) που ανατράπηκε βεβαίως από τα μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης που τέθηκαν σε εφαρμογή το 2020, στόχευε σε ήπια άνοδο των δαπανών και “δεν δινόταν σημαντική έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις, παρά την υποχώρηση των προηγούμενων ετών”.
Στις προτάσεις πολιτικής περιλαμβάνεται ως προτεραιότητα η επίτευξη συστηματικών πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά “πρέπει να είναι ήπια, ρεαλιστικά και η στοχοθεσία τους να ενέχει βαθμό ευελιξίας προκειμένου να μην αποτελούν τροχοπέδη στην αναπτυξιακή τροχιά”.
Επίσης, το ύψος των δημοσίων δαπανών και των φορολογικών εσόδων κρίνεται σκόπιμο να αυξάνεται μεσοπρόθεσμα με χαμηλότερο ρυθμό από το ΑΕΠ, ενώ το μείγμα των δημοσίων δαπανών και φόρων είναι απαραίτητο να ανακατανεμηθεί με τρόπο ο οποίος θα στηρίζει το αναπτυξιακό υπόδειγμα της οικονομίας.
Στην πλευρά των δαπανών, κρίνεται απαραίτητη η ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων ειδικά σε τομείς με ισχυρή αναπτυξιακή επίδραση, σε αντιδιαστολή με τις γενικές λειτουργικές ή συνταξιοδοτικές δαπάνες, ενώ υπάρχει ανάγκη αλλαγής προτεραιοτήτων για την απασχόληση στον δημόσιο τομέα.
Στην πλευρά των εσόδων, κρίνεται απαραίτητη η διεύρυνση της φορολογικής βάσης έτσι ώστε να κατανεμηθούν δικαιότερα τα φορολογικά βάρη, μεταξύ άλλων μέσα από στοχευμένα κίνητρα για ηλεκτρονικές πληρωμές, καθώς και η ενίσχυση πόρων από περιβαλλοντικούς φόρους, σε αντιδιαστολή με την υπέρμετρα επιβαρυμένη φορολογικά μισθωτή εργασία και κοινωνική ασφάλιση.
Επισημαίνεται πως “στο πλαίσιο των πρόσφατων Ευρωπαϊκών μέτρων στήριξης της ανάκαμψης δημιουργείται βραχυπρόθεσμα πολύτιμος δημοσιονομικός χώρος για τα κράτη μέλη όπως και η Ελλάδα, ο οποίος είναι κρίσιμο να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να έχει υψηλό αναπτυξιακό πολλαπλασιαστή”.
Κατά συνέπεια “προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής και η βιωσιμότητα του υψηλού δημόσιου χρέους απαιτείται η στοχοθεσία συστηματικών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Τα πλεονάσματα θα πρέπει να είναι σχετικά ήπια και ρεαλιστικά, ώστε να μη καταπνίγεται η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Με βάση τη διεθνή εμπειρία και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αυτά θα ήταν της τάξης του 1 έως 1,5% του ΑΕΠ”.
Προτείνεται οι δημόσιες δαπάνες να αυξάνονται μεσοπρόθεσμα με χαμηλότερο ρυθμό από εκείνον του ΑΕΠ αλλά και να γίνει ανακατανομή στη βαρύτητα των διαφόρων κατηγοριών δημοσίων δαπανών.
Με σταδιακή αποκλιμάκωση των συνταξιοδοτικών παροχών ως ποσοστό του ΑΕΠ, με τον εξορθολογισμό της μισθολογικής δαπάνης περιορίζοντας τις γενικές λειτουργικές δαπάνες καθώς και την ανάγκη προσλήψεων σε θέσεις με επαναλαμβανόμενες γραφειοκρατικές αρμοδιότητες.
Στον αντίποδα, “είναι σημαντική η ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), καθώς και ο διαρκής σχεδιασμός του με τρόπο που να συμπληρώνει και αξιοποιεί περαιτέρω τις ευκαιρίες και τα έργα χρηματοδότησης που προκύπτουν από το ΕΣΠΑ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.
Επιπλέον, απαραίτητη είναι η ενίσχυση των δαπανών του συστήματος υγείας από τον προϋπολογισμό (καλύπτοντας έτσι και την απώλεια εσόδων από την προτεινόμενη ελάφρυνση των εισφορών υγείας για τους μισθωτούς κατ’ αναλογία των ελεύθερων επαγγελματιών), αλλά και των δομών προ-σχολικής εκπαίδευσης και μετα-σχολικής κατάρτισης”.
Ειδικά για το ΠΔΕ κρίνεται σκόπιμο να δοθεί αυξημένη βαρύτητα στις δαπάνες του, δεδομένης και της σημαντικής μείωσής τους την προηγούμενη δεκαετία, οι οποίες έχουν σημαντική πολλαπλασιαστική επίδραση στην ανάπτυξη, σε αντιδιαστολή με τις δαπάνες για δημόσια κατανάλωση και λειτουργικά έξοδα.
“Είναι στη θετική κατεύθυνση πως εφαρμόζεται ένα πενταετές Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης το οποίο θα στοχεύει στην ανάδειξη προτεραιοτήτων του ΠΔΕ, θα διασφαλίζει τη συνέχεια των δράσεων, την έγκαιρη υλοποίησή τους, καθώς και την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων τους.
Στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων του ΠΔΕ, ξεχωρίζουν οι τομείς της “έξυπνης” και “πράσινης” ανάπτυξης, οι επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της εξωστρέφειας.
Παράλληλα, είναι κρίσιμο να διασφαλιστεί η ετοιμότητα του μηχανισμού απορρόφησης των νέων κονδυλίων της ΕΕ στα πλαίσια των μέτρων ανάκαμψης, ούτως ώστε να προωθηθεί άμεσα η υλοποίηση έργων υποδομών καθώς και η κινητοποίηση πόρων σε τομείς με πολλαπλασιαστική επίδραση στην αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας.
Ως προς τις μεταβιβαστικές πληρωμές, είναι σημαντικό να αυξηθεί η βαρύτητα της κοινωνικής προστασίας κυρίως μέσα από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των σχετικών πόρων. Από αυτή τη διαδικασία μπορεί να αυξηθεί η διαθεσιμότητα για άλλες κοινωνικές ανάγκες, όπως π.χ. για την προστασία της δημόσιας υγείας”.
Γίνεται σαφής όμως και ο παράγοντας ΕΕ. Όπως αναφέρεται, οι κατευθύνσεις μπορούν να αποτελέσουν το γενικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η δημοσιονομική πολιτική στην επόμενη δεκαετία “αλλά φυσικά η ακριβής εφαρμογή θα εξαρτηθεί από σειρά παραγόντων, όπως η ευρύτερη δημοσιονομική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε γενικές γραμμές, στο πρώτο μισό της δεκαετίας αναμένεται να συμβάλλουν στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου τα προγράμματα της ΕΕ για την αντιμετώπιση της κρίσης λόγω της πανδημίας και οι σχετικά ευνοϊκές απαιτήσεις αναφορικά με την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους ενώ κατά το δεύτερο μισό η ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική που θα οδηγεί σε υψηλότερα εισοδήματα εφόσον έχει ενδυναμωθεί η οικονομία από τα αμέσως επόμενα έτη”.
Επίσης επισημαίνεται πως “εντός των στενών πλαισίων του δημοσιονομικού “χώρου” που θα έχει η Ελλάδα σε μακροχρόνιο ορίζοντα, κρίσιμο παράγοντα αποτελεί η καλλιέργεια και διασφάλιση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας.
Κι αυτό γιατί αυτή η αξιοπιστία, τόσο στη χώρα όσο και διεθνώς, επιτρέπει την ευελιξία της δημοσιονομικής πολιτικής σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών εργαλείων σε σχέση με τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία.
Προκειμένου να επιτευχθεί η ενίσχυσή της, είναι σημαντικό να ικανοποιούνται τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις. Αφενός, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία καλείται να ασκεί τη δημοσιονομική πολιτική με γνώμονα το αποτέλεσμα όχι μόνο στο βραχυχρόνιο αλλά και στο μέσο-μακροχρόνιο ορίζοντα.
Σε αυτόν τον στόχο, καθοριστικός είναι ο υποστηρικτικός ρόλος ανεξάρτητων θεσμών όπως το Δημοσιονομικό Συμβούλιο και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Αφετέρου, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η φορολογική συνείδηση των πολιτών.
Για αυτήν την επιδίωξη καθοριστικός είναι ο ρόλος του ίδιου του κράτους, το οποίο καλείται να προσφέρει υψηλό επίπεδο υπηρεσιών και με κοινωνικά δίκαιο τρόπο προς τους πολίτες του, ούτως ώστε να τους πείσει ότι οι πόροι τους αξιοποιούνται αποτελεσματικά”.
Διαβάστε ακόμη:
– Σχέδιο Πισσαρίδη: Οι 3 άμεσες προτεραιότητες και οι 20 στόχοι έως το 2030
– Αυτές είναι οι προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη – Παρουσιάστηκε η τελική έκθεση του σχεδίου ανάπτυξης για την οικονομία