
Εκτός από το ευρύτατα διαδεδομένο πρόβλημα της φτώχειας, ένα ενοχλητικό ερώτημα που βασάνιζε την Αγγλία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα, ήταν το πόσοι Άγγλοι υπήρχαν. Η ανησυχητική πλευρά του προβλήματος εντοπιζόταν στο γεγονός ότι οι φυσικοί εχθροί της Αγγλίας στην ηπειρωτική Ευρώπη αυξάνονταν και πλήθαιναν και, στα μάτια των Εγγλέζων, γίνονταν μια απειλητική κοσμοπλημμύρα, την ώρα που η Αγγλία, με τους αναιμικούς πόρους της, ήταν πεπεισμένη ότι ο πληθυσμός της βρισκόταν σε πορεία κάμψης. Όχι ότι η Αγγλία ήταν και πολύ σίγουρη για το πόσοι Βρετανοί υπήρχαν. Σύμφωνα με τη γνωστή τακτική των υποχόνδριων, προτιμούσε να ανησυχεί και να ζει στην άγνοιά της.
Η πρώτη γνήσια απογραφή του πληθυσμού έγινε μόλις το 1801 και, όταν έγινε, καταγγέλθηκε ότι «υπονόμευε πλήρως τα τελευταία υπολείμματα της αγγλικής ελευθερίας». Μέχρι τότε, η πληροφόρηση της Βρετανίας σχετικά με τους ανθρώπινους πόρους της προερχόταν από τις προσπάθειες ερασιτεχνών στατιστικολόγων: του δρα Price, πάστορα των Αντικομφορμιστών, του Houghton, φαρμακοτρίφτη και εμπόρου καφέ και τσαγιού, και του Gregory King, κατασκευαστή χαρτών το επάγγελμα. Στηριζόμενος σε αρχεία φόρων και μητρώα βαπτίσεων, ο King υπολόγισε το 1696 ότι υπήρχαν στην Αγγλία και την Ουαλία περίπου πεντέμισι εκατομμύρια ψυχές ‐ που φαίνεται ότι ήταν μια εξαιρετικά ακριβής εκτίμηση.
Τον King, όμως, δεν τον απασχολούσε μόνο η σύγχρονη κατάσταση των πραγμάτων. Κοιτώντας προς το μέλλον έγραφε: «Το πιθανότερο είναι ότι ο επόμενος διπλασιασμός του πληθυσμού στην Αγγλία θα γίνει μετά από εξακόσια χρόνια ή μέχρι το έτος 2300… Ο επόμενος διπλασιασμός μετά απ’ αυτόν, πιθανότατα θα γίνει σε λιγότερο από χίλια διακόσια ή χίλια τριακόσια χρόνια, ή μέχρι το έτος 3500 ή 3600. Εκείνη την εποχή το βασίλειο θα αριθμεί 22 εκατομμύρια ψυχές…. εάν και εφόσον», πρόσθετε επιφυλακτικά, «ο κόσμος διαρκέσει τόσο πολύ».
Ωστόσο, την εποχή του Adam Smith η πρόβλεψη του King για έναν βραδέως αυξανόμενο πληθυσμό, είχε παραχωρήσει τη θέση της σε μια νέα άποψη. Συγκρίνοντας τα αρχεία του 18ου αιώνα για τους φόρους των ενοριών με εκείνα προηγούμενων εποχών, ο δρ Richard Price αποδείκνυε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο πληθυσμός της Αγγλίας είχε μειωθεί πάνω από 30 τοις εκατό από την εποχή της Παλινόρθωσης. Ο υπολογισμός αυτός ήταν προφανώς αμφιβόλου εγκυρότητας, και άλλοι ερευνητές αμφισβήτησαν έντονα τα συμπεράσματά του. Ωστόσο, αυτό που υποστήριζε ο δρ Price, από πολλούς εκλαμβανόταν ως γεγονός, όσο δυσάρεστο κι αν ήταν υπό το φως των τότε πολιτικών σκοπιμοτήτων. «Η μείωση του πληθυσμού», παραπονιόταν ο θεολόγος και μεταρρυθμιστής William Paley, «είναι το μεγαλύτερο δεινό που θα μπορούσε να υποστεί το κράτος, και η επανόρθωσή του πρέπει να είναι ο στόχος… που πρέπει να επιδιώκεται με προτεραιότητα έναντι οποιουδήποτε άλλου πολιτικού στόχου».
Ο Paley δεν ήταν ο μόνος που το πίστευε αυτό. Μάλιστα, ο τότε πρωθυπουργός Pitt ο νεότερος πέρασε έναν νέο νόμο για την ανακούφιση των φτωχών με αποκλειστικό στόχο την αύξηση του πληθυσμού. Με το νόμο αυτό, δίνονταν απλόχερα επιδόματα τέκνων στους φτωχούς, επειδή ήταν προφανέστατο στον Pitt ότι με τα περισσότερα παιδιά «εμπλουτιζόταν» η χώρα, ακόμα κι αν αυτά τα παιδιά κατέληγαν να γίνουν ζητιάνοι. Αυτό που μας κάνει εντύπωση σχετικά με το πληθυσμιακό ζήτημα δεν είναι το κατά πόσο η Αγγλία αντιμετώπιζε ή δεν αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο μαρασμού ως έθνος. Από τη σημερινή μας σκοπιά, αυτό που φαίνεται ενδιαφέρον είναι το πόσο εναρμονίζονταν και οι
δύο αντίθετες απόψεις για το πληθυσμιακό με ένα όραμα που εναπόθετε κάθε ελπίδα στον φυσικό νόμο, τη λογική και την πρόοδο. Λιγόστευε ο πληθυσμός; Τότε θα έπρεπε να ενθαρρυνθεί η αύξηση του, όπως θα ήταν «φυσικό» να γίνει σύμφωνα με τους αίσιους οιωνούς των νόμων που ο Adam Smith είχε αποδείξει ότι αποτελούσαν τις κατευθυντήριες αρχές μιας οικονομίας ελεύθερης αγοράς. Αυξανόταν ο πληθυσμός;
Τόσο το καλύτερο, εφόσον όλοι συμφωνούσαν ότι ο αυξανόμενος πληθυσμός ήταν πηγή εθνικού πλούτου. Απ’ όπου κι αν το κοίταζες, το αποτέλεσμα ευνοούσε μια αισιόδοξη πρόγνωση για την κοινωνία. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, δεν υπήρχε τίποτα σχετικά με το πληθυσμιακό πρόβλημα, όπως το αντιλαμβάνονταν τότε, που να μπορούσε να κλονίσει την πίστη των ανθρώπων για το μέλλον τους. Ίσως κανένας δεν συνόψισε αυτή την αισιόδοξη άποψη με την αφέλεια και πληρότητα που τη συνόψισε ο William Godwin. Ο Godwin, πάστορας και επιφυλλιδογράφος, κοίταζε τον άκαρδο κόσμο γύρω του και απογοητευόταν.
Αλλά κοίταζε και το μέλλον και αυτό που έβλεπε ήταν καλό. Το 1793 εξέδωσε την Πολιτική Δικαιοσύνη (Political Justice), ένα βιβλίο που στηλίτευε το παρόν αλλά έδινε υποσχέσεις για ένα μακρινό μέλλον στο οποίο «δεν θα υπάρχει πόλεμος, έγκλημα, απόδοση δικαιοσύνης, όπως ονομάζεται, ή κυβέρνηση. Επιπλέον δεν θα υπάρχουν αρρώστιες, άγχη, μελαγχολία ή αγανάκτηση». Τι υπέροχο όραμα! Φυσικά, ήταν εξαιρετικά ανατρεπτικό, γιατί η ουτοπία του Godwin απαιτούσε απόλυτη ισότητα και τον πιο ολοκληρωμένο αναρχικό κομουνισμό: ακόμα και το προικοσύμφωνο θα καταργούνταν. Το ανακτοβούλιο, πάντως, λαβαίνοντας υπόψη την τσουχτερή τιμή του βιβλίου (τρεις ολόκληρες γκινέες!), αποφάσισε να μη διώξει ποινικώς το συγγραφέα, κι έτσι η συζήτηση για τις τολμηρές ιδέες του κυρίου Godwin περιορίστηκε στα σαλόνια των αριστοκρατών.
Ένα από τα σπίτια όπου γινόταν αυτή η συζήτηση ήταν το Albury House κοντά στο Guilford. Σ’ εκείνο το σπίτι κατοικούσε ένας παράξενος γηραιός κύριος, τον οποίο το περιοδικό Gentleman’s Magazine περιέγραψε όταν πέθανε ως έναν «εκκεντρικό χαρακτήρα με την πιο αυστηρή έννοια του όρου». Αυτός ο εκκεντρικός κύριος ήταν ο Daniel Malthus, φίλος του David Χιουμ και ένθερμος θαυμαστής του Ρουσσώ, με τον οποίο έκαναν μαζί βόλτες και μάζευαν βότανα και ο οποίος του είχε δωρίσει μια συλλογή βοτάνων και μια σειρά βιβλίων σε μια από τις φάσεις που περνούσε κατά καιρούς ο Γάλλος φιλόσοφος να χαρίζει προσωπικά του αντικείμενα.

Όπως πολλοί μη εργαζόμενοι αλλά ανήσυχοι στο πνεύμα άνθρωποι της εποχής του, ο Daniel Malthus δεν απολάμβανε τίποτε περισσότερο από έναν έντονο διάλογο με άλλους διανοούμενους, και συνήθως έβρισκε τον αντίπαλο του στο πρόσωπο του προικισμένου γιου του, του αιδεσιμότατου Thomas Robert Malthus. Όπως ήταν φυσικό, ο παράδεισος του Godwin ετέθη σε συζήτηση και, όπως θα περίμενε κανείς από έναν καλοπροαίρετο εκκεντρικό, ο πατέρας Malthus έδειξε να διάκειται ευνοϊκά προς αυτή την εξαιρετικά λογική ουτοπία. Όμως, ο Malthus ο νεότερος δεν συμμεριζόταν την αισιοδοξία του πατέρα του. Μάλιστα, καθώς συνεχιζόταν η συζήτηση, άρχισε να διακρίνει ένα αξεπέραστο εμπόδιο ανάμεσα στην υπαρκτή ανθρώπινη κοινωνία και αυτή τη θαυμάσια φανταστική γη της παντοτινής ειρήνης και αφθονίας. Για να πείσει τον πατέρα του, κάθισε κι έγραψε τις αντιρρήσεις του διεξοδικά, ο δε Daniel Malthus εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τις ιδέες του γιου του που πρότεινε η πραγματεία του αυτή να εκδοθεί και να γνωστοποιηθεί στο κοινό.
Έτσι, το 1798 κυκλοφόρησε μια ανώνυμη πραγματεία πενήντα χιλιάδων λέξεων με τίτλο Δοκίμιο πάνω στην αρχή του πληθυσμού όπως επιδρά στη μελλοντική βελτίωση της κοινωνίας (An Essay on the Principle of Population as It Affects the Future Improvement of Society), και μ’ αυτό χάθηκε μ’ ένα και μόνο χτύπημα κάθε αφελής ελπίδα για ένα αρμονικό σύμπαν. Μέσα σε λίγες σελίδες, ο Malthus ο νεότερος τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια όλων των αυτάρεσκων διανοητών της εποχής καθώς αυτό που τους πρόσφερε στη θέση της προόδου ήταν μια προοπτική πενιχρή, ζοφερή και ανατριχιαστική. Αυτό που έλεγε το δοκίμιο για τον πληθυσμό ήταν ότι υπάρχει μια τάση στη φύση να ξεπερνά ο πληθυσμός κάθε δυνατό μέσο συντήρησης.
Η κοινωνία, αντί να κατευθύνεται συνεχώς προς ένα ανώτερο επίπεδο, βρίσκεται σε μια παγίδα χωρίς διαφυγή μέσα στην οποία το ανθρώπινο γενετήσιο ένστικτο σπρώχνει αναπόφευκτα την ανθρωπότητα στο χείλος του γκρεμού. Αντί να κατευθύνεται προς την Ουτοπία, το ανθρώπινο είδος ήταν αιώνια καταδικασμένο να δίνει μια χαμένη μάχη μεταξύ των πολλαπλασιαζόμενων αδηφάγων στομάτων και του εσαεί ανεπαρκούς αποθέματος στην αποθήκη της Φύσης, όσο εξαντλητικά κι αν ερευνούσε κάποιος αυτή την αποθήκη. Λογικό ήταν, λοιπόν, ότι ο Carlyle, αφού διάβασε τον Malthus, ονόμασε τα οικονομικά «ζοφερή επιστήμη» (the dismal science), ενώ ο καημένος ο Godwin παραπονέθηκε ότι ο Malthus μετέτρεψε τους φίλους της προόδου σε εκατοντάδες αντιδραστικούς.
Μ’ ένα σφοδρό διανοητικό πλήγμα, ο Malthus κατέστρεψε όλες τις ελπίδες μιας εποχής προσανατολισμένης στην αυταρέσκεια και σε μια άνετη προοπτική προόδου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, την ίδια εποχή ένας εντελώς διαφορετικός διανοητής προετοιμαζόταν κι αυτός να δώσει μια άλλη χαριστική βολή ενάντια στις καθησυχαστικές εικασίες του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου αιώνα. Ο David Ricardo, ένας εξαιρετικά επιτυχημένος χρηματιστής, επρόκειτο σύντομα να παρουσιάσει μια οικονομική θεωρία, η οποία, παρότι αναφερόταν σε πράγματα λιγότερο θεαματικά από την κοσμοπλημμύρα του Malthus, με το δικό της ήρεμο τρόπο ήταν εξίσου καταστροφική για τις προσδοκίες βελτίωσης που υποστήριζε ο Adam Smith. Διότι αυτό που προέβλεπε ο Ricardo ήταν το τέλος μιας θεωρίας της κοινωνίας στα πλαίσια της οποίας όλοι μαζί ανέβαιναν την κυλιόμενη κλίμακα της προόδου. Αντίθετα από τον Smith, ο Ricardo είδε ότι η κκυλιόμενη κλίμακα λειτουργούσε με διαφορετικό αντίκτυπο στις διαφορετικές τάξεις, ότι κάποιοι κάλπαζαν προς την κορυφή, ενώ άλλοι ανέβαιναν ένα δυο σκαλιά και μετά πάλι, με μια σπρωξιά, κατρακυλούσαν στον πάτο.

Ακόμα χειρότερο ήταν ότι αυτοί που κινούσαν την κυλιόμενη σκάλα δεν ήταν αυτοί που ανέβαιναν προς την κορυφή, και εκείνοι που ωφελούνταν εξ ολοκλήρου δεν έκαναν τίποτα για να κερδίσουν επάξια την αμοιβή τους. Και, για να προχωρήσουμε ένα βήμα ακόμη στο μεταφορικό μας σχήμα, αν κοιτούσες προσεκτικά εκείνους που ανέβαιναν στην κορυφή, μπορούσες να δεις ότι και εκεί πάνω δεν ήταν όλα ρόδινα, καθώς εκεί έδιναν μια φρενιασμένη μάχη για να διασφαλίσουν τη θέση τους. Για τον Adam Smith η κοινωνία ήταν μια μεγάλη οικογένεια. Για τον Ricardo ήταν ένα εσωτερικά διχασμένο στρατόπεδο, και δεν είναι να απορούμε που αντιλαμβανόταν έτσι την κοινωνία. Στα σαράντα χρόνια από την έκδοση του Πλούτου των εθνών η Αγγλία είχε χωριστεί σε δυο αντίπαλες φατρίες: από τη μια τους ανερχόμενους βιομηχάνους, οι οποίοι ασχολιόνταν με τα εργοστάσιά τους και τον αγώνα τους για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και κοινωνικό κύρος, και από την άλλη τους γγααιιοοκκττήήμμοοννεεςς, μια πλούσια, ισχυρή και περιχαρακωμένη αριστοκρατία, η οποία έβλεπε με άσχημο μάτι την επέκταση των αναιδών νεόπλουτων. Αυτό που εξαγρίωνε τους μεγαλοκτηματίες δεν ήταν το ότι πλούτιζαν οι καπιταλιστές. Ήταν το αξιοκατάκριτο γεγονός ότι επέμεναν ότι οι τιμές των τροφίμων ήταν πολύ υψηλές.
Αυτό που είχε συμβεί στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την εποχή του AdamSmith ήταν ότι η Αγγλία, για αιώνες έθνος εξαγωγής σιτηρών, αναγκαζόταν πλέον να αγοράζει τρόφιμα από το εξωτερικό. Παρά την γκρίνια του δρα Price, ο οποίος έβλεπε τον πληθυσμό της Αγγλίας να μειώνεται ραγδαία, ο πληθυσμός στην πραγματικότητα είχε αυξηθεί και η προσφορά σιτηρών είχε υπερκεραστεί από τη ζήτηση με αποτέλεσμα να έχει τετραπλασιαστεί η τιμή ενός μπούσελ σιτηρών. Και καθώς οι τιμές ανέβαιναν, ανέβαιναν και τα κέρδη στην αγροτική παραγωγή. Σ’ ένα αγρόκτημα στην East Lothian, στη Σκοτία, τα κέρδη μαζί με τη γαιοπρόσοδο έφταναν το 56% του επενδυμένου κεφαλαίου. Σε ένα άλλο αγρόκτημα 75 στρεμμάτων ‐ένα αντιπροσωπευτικό κτήμα μεσαίου μεγέθους‐ τα κέρδη έφταναν τις 88 λίρες το 1790, τις 121 λίρες το 1803 και τις 160 λίρες δέκα χρόνια αργότερα. Στην ύπαιθρο γενικά όλοι παραδέχονταν ότι οι γαιοπρόσοδοι είχαν τουλάχιστον διπλασιαστεί στο διάστημα των προηγούμενων 20‐25 ετών. Καθώς τα σιτηρά ανατιμούνταν ραγδαία, οι έμποροι που δεν άφηναν τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες άρχισαν να αγοράζουν σιτάρι και καλαμπόκι από το εξωτερικό και να τα φέρνουν στη χώρα. Όπως ήταν φυσικό, οι μεγαλοκτηματίες ανησύχησαν με αυτή την εξέλιξη. Η γεωργική εκμετάλλευση δεν ήταν απλά ένας τρόπος ζωής για την αριστοκρατία, ήταν επιχείρηση ‐ επικερδέστατη επιχείρηση.
Για παράδειγμα, στο κτήμα Ρίβσμπι στο Λίνκολνσαϊρ το 1799, ο Sir Joseph Μπανκς χρειαζόταν δύο δωμάτια για γραφεία, τα οποία είχε χωρίσει με πυρίμαχο τοίχο και σιδερένια πόρτα, και περηφανευόταν για το γεγονός ότι χρειαζόταν 156 συρτάρια για να ταξινομήσει όλα τα έγγραφα που αφορούσαν το αγρόκτημα. Παρ’ όλο που ένας τέτοιος κτηματίας ζούσε στο κτήμα του και αγαπούσε τη γη του, παρ’ όλο που έβλεπε τους ενοικιαστές του καθημερινά και συμμετείχε σε ενώσεις όπου συζητούσε για την αμειψισπορά και τα πλεονεκτήματα των ανταγωνιστικών λιπασμάτων, δεν παρέβλεπε ούτε στιγμή το γεγονός ότι το εισόδημα του εξαρτιόταν από την τιμή που πουλούσε τη σοδειά του. Γι’ αυτό η εισροή φτηνών σιτηρών από το εξωτερικό δεν γινόταν εύκολα ανεκτή. Αλλά, ευτυχώς για τους μεγαλοκτηματίες, υπήρχε άμεσος τρόπος για να καταπολεμηθεί αυτή η ανησυχητική εξέλιξη. Έχοντας τον έλεγχο του Κοινοβουλίου, οι μεγαλοκτηματίες απλώς θεσμοθέτησαν ένα σιδηρούν σύστημα προστασίας. Ψήφισαν τους Νόμους για τα Σιτηρά (Corn Laws), οι οποίοι επέβαλλαν αναλογικούς δασμούς στα εισαγόμενα δημητριακά. Όσο κατέβαινε η τιμή στο εξωτερικό, τόσο ανέβαινε ο δασμός. Στην πραγματικότητα, καθιερώθηκε ένα κατώτατο όριο τιμών που κρατούσε τα φτηνά σιτηρά εκτός αγγλικής αγοράς. Αλλά το 1813 η κατάσταση είχε πια ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Μια σειρά από κακές σοδειές και ο πόλεμος με τον Ναπολέοντα έγιναν αιτία να ανέβουν οι τιμές σε επίπεδα σιτοδείας. Το στάρι πουλιόταν 117 σελίνια το τέταρτο ‐ κάπου 14 σελίνια το μπούσελ.
Έτσι ένα μπούσελ σταριού πουλιόταν σε τιμή σχεδόν διπλάσια από ολόκληρο το βδομαδιάτικο ενός εργάτη (για να το δούμε πιο παραστατικά, συγκρίνετέ το με τις υψηλότερες τιμές που έφτασε ποτέ το αμερικάνικο στάρι πριν από το 1970: $3.50 ανά μπούσελ το 1920 όταν το βδομαδιάτικο έφτανε τα $26). Προφανέστατα, η τιμή του σιταριού ήταν εξωπραγματική και το ερώτημα περί του πρακτέου απέκτησε τρομακτική σημασία για τη χώρα. Το κοινοβούλιο μελέτησε την κατάσταση προσεχτικά ‐ και η λύση στην οποία κατέληξε ήταν ότι οι δασμοί στα εισαγόμενα δημητριακά έπρεπε να αυξηθούν κι άλλο! Το σκεπτικό ήταν ότι οι βραχυπρόθεσμα υψηλότερες τιμές θα τόνωναν την παραγωγή αγγλικού σιταριού μακροπρόθεσμα. Αυτό πια παραήταν βαρύ για τους βιομηχάνους.
Αντίθετα από τους μεγαλοκτηματίες, οι καπιταλιστές ήθελαν φτηνά σιτηρά, διότι οι τιμές των τροφίμων καθόριζαν, κατά μεγάλο μέρος, το ποσόν που έπρεπε να πληρώνουν στους εργάτες τους. Δεν ήταν ανθρωπιστικά τα κίνητρα που έκαναν τους βιομηχάνους να αγωνίζονται για χαμηλότερες τιμές στα τρόφιμα. Ένας μεγάλος τραπεζίτης του Λονδίνου, ο Αλεξάντερ Μπέαρινγκ, δήλωσε στο κοινοβούλιο ότι «ο εργάτης δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό το ζήτημα. Είτε η τιμή είναι 84 σελίνια είτε 105 σελίνια το τέταρτο, εκείνος και στις δύο περιπτώσεις θα φάει ξερό ψωμί»85. Με αυτό ο Μπέαρινγκ εννοούσε ότι, ανεξάρτητα από την τιμή του ψωμιού, ο εργάτης θα πληρωνόταν τόσο όσο χρειαζόταν για να αγοράζει ένα ξεροκόμματο και τίποτα παραπάνω. Αλλά από τη σκοπιά εκείνων που κατέβαλλαν μισθούς και κυνηγούσαν κέρδη, είχε μεγάλη σημασία αν τα σιτηρά ‐και οι μισθοί‐ ήταν φτηνά ή ακριβά. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα οργανώθηκαν;
Το Κοινοβούλιο κατακλύσθηκε από περισσότερες εκκλήσεις απ’ όσες είχε λάβει ποτέ. Καθώς τα πνεύματα είχαν οξυνθεί, ήταν πλέον ασύμφορο να προωθηθούν νέοι υψηλότεροι δασμοί μέσω των Νόμων για τα Σιτηρά χωρίς κάποια ωριμότερη σκέψη. Διορίστηκαν νέες επιτροπές στη Βουλή των Κοινοτήτων και των Λόρδων και το θέμα πάγωσε προσωρινά. Ευτυχώς, την επόμενη χρονιά ήρθε η ήττα του Ναπολέοντα, και οι τιμές των σιτηρών υποχώρησαν πάλι σε πιο φυσιολογικά επίπεδα. Αλλά είναι μια ένδειξη της πολιτικής ισχύος που διέθετε η τάξη των γαιοκτημόνων ότι χρειάστηκε να μεσολαβήσουν τριάντα χρόνια μέχρι να καταργηθούν εντελώς οι Νόμοι για τα Σιτηρά και να επιτραπεί η ελεύθερη εισαγωγή φτηνών σιτηρών στη Βρετανία. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο David Ricardo, γράφοντας στο μέσο μιας τόσο μεγάλης κρίσης, είδε τα οικονομικά, αντίθετα από τον Adam Smith, με ένα μάτι τόσο απαισιόδοξο. Ο Smith κοίταζε τον κόσμο κι έβλεπε μέσα σ’ αυτόν μια μεγάλη ομοφωνία. Ο Ricardo έβλεπε μια σφοδρή σύγκρουση.
Για το συγγραφέα του βιβλίου Ο πλούτος των εθνών υπήρχαν αποχρώντες λόγοι να πιστεύει ότι όλοι μπορούσαν να μοιραστούν τα καλά του Θεού. Για τον ανήσυχο χρηματιστή, που έγραφε μισό αιώνα αργότερα, όχι μόνο είχε διαιρεθεί η κοινωνία σε αντιμαχόμενες ομάδες, αλλά επίσης φαινόταν αναπόφευκτο ότι αυτός στον οποίο ανήκε δικαιωματικά η νίκη ‐ο σκληρά εργαζόμενος βιομήχανος‐ θα έχανε τη μάχη. Διότι ο Ricardo πίστευε ότι η μόνη τάξη που ίσως μπορούσε να ωφεληθεί από την πρόοδο της κοινωνίας ήταν οι μεγαλοκτηματίες ‐ εκτός κι αν έχαναν τον έλεγχό τους πάνω στην τιμή των σιτηρών. «Το συμφέρον των γαιοκτημόνων είναι πάντοτε αντίθετο με τα συμφέροντα κάθε άλλης τάξης στην κοινότητα»,86 έγραφε το 1815, και με αυτή την κατηγορηματική διατύπωση ένας ακήρυχτος πόλεμος αναγνωρίστηκε ως η κρίσιμη πολιτική πάλη ενός αναπτυσσόμενου συστήματος αγοράς. Με την ανοιχτή κήρυξη εχθροπραξιών εξέλιπε και η τελευταία αμυδρή ελπίδα ότι αυτός εδώ μπορεί τελικά να αποδεικνυόταν ο καλύτερος δυνατός κόσμος. Τώρα φαινόταν ότι, αν η κοινωνία δεν βυθιζόταν στον μαλθουσιανό βάλτο, θα γινόταν κομμάτια πάνω στην επικίνδυνη κυλιόμενη κλίμακα του Ricardo.
Πρέπει να εξετάσουμε πιο προσεχτικά τις εξαιρετικά ανησυχητικές ιδέες του απαισιόδοξου εφημέριου και του σκεπτικιστή χρηματιστή. Αλλά, ας γνωρίσουμε πρώτα τους ίδιους τους ανθρώπους. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε δύο άτομα πιο διαφορετικά ως προς την καταγωγή και τη σταδιοδρομία από τον Thomas Robert Malthus και τον David Ricardo. Ο Malthus, όπως γνωρίζουμε, ήταν γιος ενός εκκεντρικού μέλους των ανώτερων στρωμάτων της αγγλικής μεσαίας τάξης. Ο Ricardo ήταν γιος ενός Εβραίου εμπόρου‐τραπεζίτη που είχεμεταναστεύσει από την Ολλανδία. Ο Malthus καθοδηγήθηκε προσεχτικά στα διαβάσματά του με στόχο το πανεπιστήμιο υπό την καθοδήγηση ενός φιλοσοφικά σκεπτόμενου πατέρα (ένας από τους δασκάλους του πήγε φυλακή επειδή είχε εκφράσει δημόσια την ευχή να εισέβαλαν και να κατακτούσαν την Αγγλία οι Γάλλοι επαναστάτες). Ο Ricardo πήγε στη δουλειά του πατέρα του στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Ο Malthus πέρασε όλη του τη ζωή κάνοντας ακαδημαϊκή έρευνα. Ήταν ο πρώτος επαγγελματίας οικονομολόγος.
Δίδαξε στο πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε στο Haileybury από την Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών (East India Company) για την εκπαίδευση των νέων διοικητικών στελεχών. Ο Ricardo έστησε δική του επιχείρηση στην ηλικία των είκοσι δύο ετών. Ο Malthus δεν ήταν ποτέ εύπορος. Στα είκοσι έξι του, ο Ricardo ‐έχοντας ξεκινήσει με κεφάλαιο οκτακοσίων λιρών‐ ήταν ήδη οικονομικά ανεξάρτητος, και το 1814, σε ηλικία σαράντα δύο ετών, αποσύρθηκε με περιουσία που υπολογιζόταν μεταξύ 500.000 και 1.600.000 λιρών.87 Όλως περιέργως, ο Malthus, ο ακαδημαϊκός, ήταν αυτός που ενδιαφερόταν για τα γεγονότα του πραγματικού κόσμου, και ο Ricardo, ο άνθρωπος των επιχειρήσεων, ήταν ο θεωρητικός στοχαστής. Ο επιχειρηματίας ενδιαφερόταν μόνο για τους αόρατους «νόμους» και ο καθηγητής ανησυχούσε αν αυτοί οι νόμοι ταίριαζαν στον κόσμο που βρισκόταν μπρος στα μάτια του. Και ‐τελευταία αντίφαση‐ ο Malthus, με το περιορισμένο εισόδημα, ήταν αυτός που υπερασπιζόταν τους πλούσιους μεγαλοκτηματίες, ενώ ο Ricardo, ο εύπορος επιχειρηματίας και, αργότερα, μεγαλοκτηματίας κι ο ίδιος, πάλευε ενάντια στα συμφέροντά τους. Όσο διαφορετικές ήταν η καταγωγή τους, η παιδεία τους και οι σταδιοδρομίες τους, άλλο τόσο διαφορετική ήταν και η υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε.