Όσον αφορά τον καημένο τον Malthus, σύμφωνα με τα λόγια ενός βιογράφου του, του Τζέιμς Μπόναρ, «ήταν ο πλέον λοιδορούμενος άνθρωπος της εποχής του. Ούτε ο ίδιος ο Βοναπάρτης δεν υπήρξε τόσο μεγάλος εχθρός για το είδος του. Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που υπερασπίστηκε την ευλογιά, τη δουλεία, την παιδοκτονία∙ έναν άνθρωπο που αποκήρυξε τη δωρεάν διανομή φαγητού σε απόρους, τους γάμους σε νεαρή ηλικία και τα ενοριακά βοηθήματα‐ έναν άνθρωπο που “είχε το θράσος να παντρευτεί αφού έκανε κήρυγμα για τα κακά της οικογένειας”». «Από την αρχή», λέει ο Μπονάρ, «τον Malthus δεν τον άφησαν σε ησυχία. Επί τριάντα χρόνια έπεφταν βροχή οι απορρίψεις». Ήταν επόμενο να δεχτεί επιθέσεις ο άνθρωπος που κήρυσσε την «ηθική εγκράτεια» στον κόσμο. Κι όμως ο Malthus δεν ήταν ούτε σεμνότυφος (με τα πρότυπα της εποχής του) ούτε κανένας δράκος. Είναι αλήθεια ότι ευαγγελιζόταν την κατάργηση των βοηθημάτων προς τους φτωχούς και τάχθηκε εναντίον των στεγαστικών προγραμμάτων για τις εργατικές τάξεις.
Όλα αυτά όμως γίνονταν, κατά βάθος, με απόλυτα ειλικρινές ενδιαφέρον για τις φτωχότερες τάξεις ‐ που μάλιστα θα μπορούσε να αντιδιασταλεί προς τις απόψεις κάποιων σύγχρονων θεωρητικών της κοινωνίας, οι οποίοι πρότειναν κυνικότατα ότι θα έπρεπε να αφεθούν οι φτωχοί να πεθάνουν ήσυχοι στους δρόμους. Ως εκ τούτου, η θέση του Malthus δεν ήταν άσπλαχνη, αλλά εξαιρετικά ορθολογική. Εφόσον, σύμφωνα με τη θεωρία του, το βασικό πρόβλημα στον κόσμο ήταν ότι υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι, οτιδήποτε ενδεχομένως ευνοούσε τις «πρόωρες σχέσεις» το μόνο που κατάφερνε ήταν να επιδεινώσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ο άνθρωπος για τον οποίο «στο μεγάλο φαγοπότι της Φύσης δεν υπάρχει ελεύθερη θέση»90 θα μπορούσε να κρατηθεί ζωντανός με τη φιλανθρωπία αλλά, εφόσον αυτός ο άνθρωπος με αυτό τον τρόπο θα αποκτούσε απογόνους, αυτή η φιλανθρωπία δεν ήταν παρά συγκαλυμμένη σκληρότητα. Αλλά η λογική δεν είναι πάντοτε δημοφιλής και, όποιος επισημαίνει το δυσοίωνο τέλος της κοινωνίας, δεν μπορεί να περιμένει να κερδίσει τη γενική εκτίμηση. Κανένα δόγμα δεν στηλιτεύτηκε ποτέ τόσο πολύ. Ο Godwin δήλωσε ότι «ο δηλωμένος στόχος των γραπτών του κυρίου Malthus ήταν να αποδείξουν πόσο ολέθριο λάθος κάνουν όσοι έχουν ως σκοπό τη σημαντική και ουσιαστική βελτίωση της ανθρώπινης κοινωνίας».
Δεν είναι απορίας άξιο που ο Malthus θεωρούνταν ότι είχε υπερβεί τα όρια των ορθοφρονούντων ανθρώπων. Ο Ricardo απ’ την άλλη, ήταν ένας άνθρωπος στον οποίο η τύχη χαμογέλασε απ’ την αρχή. Από Εβραίους γονείς, είχε κόψει κάθε σχέση με την οικογένειά του και έγινε Ουνιταριστής για να παντρευτεί μια όμορφη κοπέλα που είχε ερωτευτεί και η οποία ανήκε στο δόγμα των Κουακέρων. Αλλά, σε μια εποχή κατά την οποία η ανοχή στο διαφορετικό δεν αποτελούσε τον κανόνα ‐ο πατέρας του ασκούσε το επάγγελμά του σ’ ένα απομονωμένο τμήμα του Χρηματιστηρίου γνωστό ως Διάδρομος των Εβραίων (Jews’ Walk)‐ ο Ricardo πέτυχε και κοινωνική αναγνώριση και ευρύτατο σεβασμό ως άτομο. Αργότερα στη ζωή του, όταν ήταν μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων, τον κάλεσαν και οι δύο πλευρές της Βουλής να μιλήσει. «Δεν έχω καμιά ελπίδα», είπε, «να κατανικήσω το φόβο που με κατακλύζει τη στιγμή που ακούω τον ήχο της ίδιας μου της φωνής».
Αυτή τη φωνή, κάποιος μάρτυρας την περιέγραψε ως «σκληρή και τσιριχτή», ένας άλλος ως «γλυκιά κι ευχάριστη» αν και «μάλλον εξαιρετικά ψιλή». Αλλά όταν μιλούσε, η Βουλή τον άκουγε. Με τις καίριες και ευφυείς παρουσιάσεις του, οι οποίες αγνοούσαν τους κλυδωνισμούς των καθημερινών γεγονότων και επικεντρώνονταν στη βασική δομή της κοινωνίας «λες κι ο άνθρωπος ήταν από άλλο πλανήτη»93, ο Ricardo έγινε γνωστός ως ο άνθρωπος που μόρφωσε τη Βουλή των Κοινοτήτων. Ακόμα κι ο ριζοσπαστισμός του ‐ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ελευθερίας του λόγου και του συνέρχεσθαι, και πολέμιος της κοινοβουλευτικής διαφθοράς και των διωγμών των Καθολικών‐ δεν μείωνε το σεβασμό που απολάμβανε. Είναι αμφίβολο αν οι θαυμαστές του καταλάβαιναν και πολλά απ’ αυτά που διάβαζαν, γιατί δεν υπάρχει οικονομολόγος που να διαβάζεται πιο δύσκολα από τον Ricardo.
Αλλά, ενώ το κείμενο μπορεί να ήταν περίπλοκο και στρυφνό, το νόημά του ήταν απλό: τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων συγκρούονταν ανεκκλήτως και τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων ήταν επιζήμια για την κοινότητα. Γι’ αυτό, είτε τον καταλάβαιναν είτε όχι, οι βιομήχανοι τον είχαν ανακηρύξει υπερασπιστή των συμφερόντων τους: τόσο αγαπητή είχε γίνει η πολιτική οικονομία στους κύκλους τους που οι κυρίες όταν προσλάμβαναν γκουβερνάντες τις ρωτούσαν αν μπορούσαν να διδάξουν τις βασικές αρχές της στα παιδιά τους. Αλλά, ενώ είχαν κάνει θεό τους τον οικονομολόγο Ricardo (παρ’ όλο που ο ίδιος ήταν άτομο πολύ μετρημένο και συνεσταλμένο) για τον Malthus επιφύλασσαν μια υποδεέστερη θέση. Το δοκίμιό του για το πληθυσμιακό διαβάστηκε, θαυμάστηκε και μετά αποδοκιμάστηκε ξανά και ξανά ‐ αυτή καθαυτή η σφοδρότητα των αποδοκιμασιών ήταν μια ανησυχητική ένδειξη της δύναμης της θεωρίας του. Και ενώ οι ιδέες του Ricardo συζητιόνταν μανιωδώς, η συνεισφορά του Malthus στα οικονομικά ‐εκτός από τη διατριβή του για τον πληθυσμό‐ αντιμετωπιζόταν με ένα είδος καλοπροαίρετης ανοχής ή αγνοούνταν παντελώς. Κι αυτό επειδή ο Malthus είχε την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά ήταν εντελώς ανίκανος να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του με ένα ξεκάθαρο λογικό τρόπο: ήταν μάλιστα τόσο ανορθόδοξος ώστε να διατείνεται ότι οι οικονομικές κρίσεις ‐«γενικούς κορεσμούς», τις ονόμαζε‐ μπορούσαν να αναστατώσουν την κοινωνία, μια ιδέα που ο Ricardo καθόλου δεν δυσκολεύτηκε να αποδείξει ότι ήταν παράλογη. Πόσο εξοργιστικό για έναν σύγχρονο αναγνώστη! Διορατικός και προσηλωμένος στα γεγονότα, ο Malthus διαισθανόταν εύκολα το πρόβλημα, αλλά οι ασαφείς παρουσιάσεις του δεν είχαν καμία ελπίδα απέναντι στη διεισδυτική ευφυΐα του χρηματιστή, ο οποίος έβλεπε τον κόσμο μόνο σαν έναν μεγάλο αφηρημένο μηχανισμό.
Συνεπώς διαπληκτίζονταν για τα πάντα. Όταν ο Malthus εξέδωσε τις Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας (Principles of Political Economy) το 1820, ο Ricardo έκανε τον κόπο να κρατήσει περίπου 220 σελίδες σημειώσεων για να καταδείξει τα σφάλματα στα επιχειρήματα του Αιδεσιμότατου, και ο Malthus κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να αποκαλύψει στο βιβλίο του τις πλάνες που ήταν σίγουρος ότι υπήρχαν στις απόψεις του Ricardo. Το πιο περίεργο όλων είναι ότι οι δυο τους ήταν πολύ στενοί φίλοι. Συναντήθηκαν το 1809, όταν μόλις είχε δημοσιεύσει ο Ricardo μια σειρά αριστουργηματικών επιστολών στη Morning Chronicle σχετικά με το ζήτημα της τιμής του χρυσού, και μετά είχε κονιορτοποιήσει έναν κύριο Μποζανκέ, ο οποίος είχε την επιπολαιότητα να διατυπώσει αντίθετη άποψη. Πρώτα ο Τζέιμς Mill και μετά ο Malthus αναζήτησαν το συγγραφέα των επιστολών, και ανάμεσα στους τρεις δημιουργήθηκε μια φιλία που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ένας χείμαρρος αλληλογραφίας διακινήθηκε ανάμεσά τους και αντάλλασσαν συνεχώς επισκέψεις. «Αναζητούσαν μαζί την Αλήθεια»94, έγραφε η Maria Edgeworth95, μια συγγραφέας εκείνου του καιρού, σ’ ένα χαριτωμένο ημερολόγιο, «και επευφημούσαν όταν την έβρισκαν, χωρίς να νοιάζονται ποιος τη βρήκε πρώτος». Μια και αναφερθήκαμε στη, Maria Edgeworth, αξίζει να κάνουμε μια επιπλέον παρέκβαση. Κόρη οικονομολόγου, ήταν ίσως η πρώτη γυναίκα που διατύπωσε απόψεις για τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας.
Στην αρχή, οι απόψεις της εμφανίστηκαν με τη μορφή ηθικοπλαστικών παραμυθιών για μικρά παιδιά αλλά το 1800 εξέδωσε ένα μυθιστόρημα, το Castle Rackrent, με θέμα μια οικογένεια κτηματιών που κατασπατάλησαν την περιουσία τους, κυρίως επειδή αδιαφόρησαν για τις ανάγκες των ενοικιαστών τους. Από τότε το Rackrent (=ληστρικό ενοίκιο) επικράτησε ευρύτερα ως όρος για παρόμοιες πρακτικές. Ίσως όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την αφήγηςή μας έχει το γεγονός ότι η Maria αλληλογραφούσε τακτικά με τον Ricardo και τον προέτρεπε να επισκεφτεί την Ιρλανδία για να δει με τα ίδια του τα μάτια τα πραγματικά προβλήματα με τα ενοίκια, για τα οποία αυτός έγραφε από τα ολύμπια ύψη του. Αυτός δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Με την ευκαιρία, ας σημειώσουμε εδώ ότι θα περνούσε ένας ολόκληρος αιώνας πριν εμφανιστούν πολλές σημαντικές γυναίκες οικονομολόγοι. Οι συζητήσεις του Malthus, του Ricardo και του Mill δεν περιορίζονταν σε σοβαρά θέματα. Ήταν πολύ ανθρώπινοι.
Ο Malthus, είτε από σεβασμό στις δικές του θεωρίες είτε για άλλους λόγους, παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία, αλλά του άρεσαν οι κοινωνικές συνάξεις. Μετά το θάνατό του, κάποια που τον είχε γνωρίσει αναπολούσε τη ζωή της στο Κολέγιο των Ανατολικών Ινδιών με αυτά τα λόγια: «Τα λεπτά αστεία, ο επιφανειακός σεβασμός και οι περιστασιακές εξεγέρσεις των νεαρών. Η τσαχπινιά των νεαρών γυναικών. Η περίεργη ευγένεια του Πέρση καθηγητή… και οι κάπως παλιομοδίτικες αβρότητες των συναθροίσεων τα καλοκαιρινά βράδια, όλα αυτά πάνε τώρα, τελείωσαν»96. Οι επιφυλλιδογράφοι τον παρομοίαζαν με το σατανά, αλλά ο Malthus ήταν ένας ψηλός και όμορφος άνδρας και μια ευγενική ψυχή. Από πίσω του, οι φοιτητές του τον φώναζαν «Μπαμπά». Είχε όμως ένα περίεργο κουσούρι: είχε κληρονομήσει από τον προπροπάππο του λυκόστομα, που έκανε την ομιλία του δυσκατάληπτη. Αυτό το ελάττωμα και η αδιάρρηκτη σύνδεση του ονόματός του με τον υπερπληθυσμό έκαναν κάποιον γνωστό του να γράψει: Ο φιλόσοφος Malthus ήταν εδώ την περασμένη εβδομάδα. Κάλεσα μια παρέα ανύπαντρων ατόμων… είναι καλοσυνάτος άνθρωπος και, αν δεν υπάρχουν ενδείξεις επικείμενης γονιμότητας, είναι ευγενικός με όλες τις κυρίες… Ο Malthus είναι ένας γνήσιος φιλόσοφος της ηθικής, και σχεδόν θα ήμουν διατεθειμένος να μιλώ εξίσου άναρθρα, αν μπορούσα να σκέφτομαι και να δρω το ίδιο σοφά.
Αλλά και στον Ricardo άρεσε να καλεί κόσμο στο σπίτι του. Πασίγνωστα ήταν τα προγεύματα που έδινε, και φαίνεται ότι είχε αδυναμία στα αινίγματα παντομίμας. Πάνω απ’ όλα, ήταν ένας εξαιρετικά προικισμένος επιχειρηματίας. «Το ταλέντο τού να αποκτάς πλούτο»97, έγραφε ο αδελφός του, «δεν χαίρει και μεγάλης εκτιμήσεως, αλλά ίσως σε τίποτα ο κ. R. δεν διέπρεψε τόσο πολύ δείχνοντας τις ξεχωριστές του ικανότητες όσο στις επιχειρήσεις. Οι πλήρεις γνώσεις του για όλα τα μυστήριά τους ‐η εκπληκτική του ταχύτητα με τα νούμερα και τους υπολογισμούς, η ικανότητα του να διεκπεραιώνει χωρίς καμία εμφανή προσπάθεια τις τεράστιες συναλλαγές με τις οποίες ασχολιόταν, η ψυχραιμία του και η κρίση του‐ τού επέτρεψαν να αφήσει όλους τους άλλους πίσω του στο Χρηματιστήριο». Αργότερα, ο Sir John Μπάουριγκ δήλωσε ότι η επιτυχία του Ricardo βασιζόταν στην παρατήρησή του ότι οι άνθρωποι συνήθως υπερέβαλλαν τη σπουδαιότητα των γεγονότων. «Εάν, συνεπώς, κάποιος ασχολιόταν με την αγοραπωλησία μετοχών όπως αυτός, και προβλεπόταν κάποια μικρή άνοδος, τότε αγόραζε, διότι ήταν σίγουρος ότι η παράλογη άνοδος θα του έδινε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει κέρδος. Έτσι, όταν έπεφταν οι μετοχές, πουλούσε με τη πεποίθηση ότι η ανησυχία και ο πανικός θα δημιουργούσαν μια πτώση η οποία δεν δικαιολογούνταν από τις περιστάσεις»98. Ήταν μια περιέργως ανάποδη ρύθμιση. Ο θεωρητικός παίκτης του χρηματιστηρίου εναντίον του πρακτικού κληρικού ‐ιδιαίτερα περίεργη αφού ο θεωρητικός αισθανόταν πολύ άνετα μέσα στον κόσμο του χρήματος ενώ ο άνθρωπος των δεδομένων και των αριθμών πελάγωνε μέσα σ’ αυτόν.
Κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων, ο Ricardo ήταν ανάδοχος σε μια κοινοπραξία που αγόραζε κρατικά αξιόγραφα από το Δημόσιο Ταμείο και μετά τα προσέφερε στο προεγγραφόμενο κοινό. Ο Ricardo έκανε πολλές φορές στον Malthus τη χάρη να του κρατάει ένα μικρό πακέτο μετοχών, από τις οποίες ο εφημέριος εξασφάλιζε ένα μικρό κέρδος. Έτσι, την παραμονή του Βατερλό, ο Malthus βρέθηκε με μετοχές που σημείωναν άνοδο στο Χρηματιστήριο, και η υπερένταση αποδείχτηκε μεγαλύτερη απ’ όσο μπορούσε να αντέξει το νευρικό του σύστημα. Έγραψε στον Ricardo παρακαλώντας τον «εκτός κι αν είναι λάθος ή απρόσφορο… να αξιοποιήσω έγκαιρα την ευκαιρία να βγάλω κάποιο μικρό κέρδος από το πακέτο μετοχών που είχες την καλοσύνη να μου υποσχεθείς»99. Ο Ricardo τού έκανε τη χάρη και του ρευστοποίησε τις μετοχές, αλλά ο ίδιος με την ανθεκτικότητα του επαγγελματία επενδυτή αγόρασε όσο μπορούσε περισσότερες ανερχόμενες μετοχές. Ο Ουέλινγκτον νίκησε.
Ο Ricardo αποκόμισε σημαντικά κέρδη και ο κακομοίρης ο Malthus καταταράχτηκε. Ο Ricardo, από την άλλη, έγραψε στον Αιδεσιμότατο με το γνωστό του φλέγμα: «Αυτό το κέρδος είναι το μεγαλύτερο που θα μπορούσα να ελπίζω ή να περιμένω να βγάλω από μια άνοδο. Ήμουν από τους εξαιρετικά ωφελημένους απ’ το δάνειο… Τώρα, λίγα πράγματα για το παλιό μας θέμα»100, και με αυτό τον τρόπο επανήλθε σε μια θεωρητική συζήτηση για την έννοια της αύξησης των τιμών των αγαθών. Η μόνιμη αντιπαράθεσή τους συνεχίστηκε με την ανταλλαγή επιστολών ή επισκέψεων μέχρι το 1823. Στο τελευταίο του γράμμα στον Malthus, ο Ricardo έγραφε: «Και τώρα, αγαπητέ Malthus, τελείωσα. Όπως και άλλοι διαφωνούντες, μετά από πολλή συζήτηση, διατηρεί ο καθένας μας τις απόψεις του. Αυτές οι συζητήσεις, όμως, δεν επηρεάζουν ποτέ τη φιλία μας. Δεν θα σε συμπαθούσα περισσότερο από όσο σε συμπαθώ αν συμφωνούσαν οι απόψεις σου με τις δικές μου»101. Πέθανε εκείνο το χρόνο ξαφνικά, σε ηλικία πενήντα ενός ετών. Ο Malthus έζησε μέχρι το 1834. Όσο για τη γνώμη του για τον David Ricardo: «Εκτός από την οικογένειά μου, δεν αγάπησα κανέναν άλλο τόσο πολύ».102
Παρ’ όλο που ο Malthus και ο Ricardo διαφωνούσαν σε όλα σχεδόν, δεν διαφωνούσαν ως προς αυτά που έλεγε ο Malthus για τον πληθυσμό. Διότι στο ονομαστό του Δοκίμιο του 1798, ο Malthus όχι μόνο φάνηκε ότι αποσαφήνιζε το πρόβλημα άπαξ δια παντός αλλά επίσης έριχνε άπλετο φως στην τρομερή και επίμονη φτώχεια που στοίχειωνε την αγγλική κοινωνική σκηνή. Κι άλλοι είχαν κατά κάποιο τρόπο αντιληφθεί ότι ο πληθυσμός και η φτώχεια είχαν κάποια σχέση, και μια δημοφιλής αν και φανταστική ιστορία της εποχής μιλούσε για ένα νησί στα ανοιχτά των ακτών της Χιλής, όπου κάποιος Χουάν Φερνάντεζ άφησε δύο κατσίκες σε περίπτωση που αργότερα χρειαζόταν να βρει κρέας εκεί. Όταν ξαναεπισκέφτηκε το νησί, βρήκε ότι οι κατσίκες είχαν πολλαπλασιαστεί σε υπερβολικό βαθμό, κι έτσι μετά πήγε κι άφησε δύο σκύλους, οι οποίοι επίσης πολλαπλασιάστηκαν και μείωσαν τον αριθμό των κατσικιών. «Έτσι», έγραφε ο συγγραφέας, ο Αιδεσιμότατος Joseph Townshend, «ένα νέο είδος ισορροπίας δημιουργήθηκε.
Τα πιο αδύναμα μέλη και απ’ τα δυο είδη ήταν τα πρώτα που πλήρωσαν το χρέος στη φύση. Τα πιο δραστήρια και ρωμαλέα κρατήθηκαν στη ζωή»103. Km πρόσθετε: «Αυτό που καθορίζει τον αριθμό των ανθρώπων είναι η ποσότητα της τροφής». Αλλά ενώ αυτό το παράδειγμα αναγνώριζε ότι πρέπει να υπάρχει ισορροπία στη φύση, δεν κατάφερνε να βγάλει τα τελικά σαρωτικά συμπεράσματα τα οποία εμπεριέχονταν στη διατύπωση του προβλήματος. Αυτό έμελλε να το κάνει ο Malthus. Ξεκίνησε γοητευμένος από τις αριθμητικές δυνατότητες που περιέχονταν στο διπλασιασμό. Η εκτίμησή του των συγκλονιστικών πολλαπλασιαστικών δυνάμεων της αναπαραγωγής έχει τύχει ευρύτατης υποστήριξης και από μεταγενέστερους μελετητές. Κάποιος βιολόγος υπολόγισε ότι ένα ζευγάρι ζώων, αναπαράγοντας δέκα ζεύγη ζώων ετησίως ανά ζευγάρι, σε διάστημα είκοσι ετών θα είχε στο ενεργητικό του 700.000.000.000.000.000.000 απογόνους.
Και ο Havelock Ellis αναφέρει έναν μικροσκοπικό οργανισμό που, αν δεν εμποδιστεί στη διχοτόμησή του, θα παρήγαγε από ένα και μόνο πολύ μικρό ον, μια μάζα ένα εκατομμύριο φορές μεγαλύτερη από τον ήλιο ‐ σε τριάντα ημέρες. Αλλά τέτοια παραδείγματα της αναπαραγωγικής δύναμης της φύσης δεν έχουν σημασία για το θέμα μας. Το ζωτικό ερώτημα είναι το εξής: πόσο μεγάλη είναι η φυσιολογική αναπαραγωγική δύναμη ενός ανθρώπινου όντος; Ο Malthus έκανε την υπόθεση ότι το ανθρώπινο ζώο τείνει να διπλασιάζει τους αριθμούς του μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια. Για τις συνθήκες της εποχής του, ήταν μια μάλλον μετριοπαθής υπόθεση. Απαιτούσε μια μέση οικογένεια έξι ατόμων, δύο από τα οποία αναμενόταν ότι θα πέθαιναν πριν φτάσουν σε ηλικία γάμου.
Παίρνοντας ως παράδειγμα την Αμερική, ο Malthus επισήμανε ότι ο πληθυσμός εκεί, πράγματι, διπλασιαζόταν κάθε είκοσι πέντε χρόνια κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ενάμισι αιώνα, και σε κάποιες καθυστερημένες περιοχές, όπου η ζωή ήταν πιο ελεύθερη και πιο υγιεινή, διπλασιαζόταν κάθε δεκαπέντε χρόνια! … Αλλά, απέναντι στις πολλαπλασιαστικές τάσεις του ανθρώπινου είδους ‐και είναι αδιάφορο για το επιχείρημα το αν έτεινε να διπλασιάζεται κάθε είκοσι πέντε ή πενήντα χρόνια‐ ο Malthus αντέτασσε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η γη, αντίθετα από τους ανθρώπους, δεν μπορούσε να πολλαπλασιαστεί. Η καλλιεργήσιμη γη μπορεί να αυξηθεί με πολύ κόπο, αλλά ο ρυθμός προόδου είναι πάρα πολύ αργός και διστακτικός. Αντίθετα με τον πληθυσμό, η γη δεν αναπαράγεται. Έτσι, ενώ ο αριθμός των στομάτων αυξάνεται γεωμετρικά, η ποσότητα της καλλιεργήσιμης γης αυξάνεται μόνο αριθμητικά. Και το αποτέλεσμα, φυσικά, είναι τόσο αναπόφευκτο όσο ένας συλλογισμός της λογικής: ο αριθμός των ανθρώπων, αργά ή γρήγορα, θα υπερκεράσει την ποσότητα των τροφίμων. «Παίρνοντας τον πληθυσμό του κόσμου ξεκινώντας από οποιοδήποτε αριθμό, χίλια εκατομμύρια, για παράδειγμα»104, έγραφε ο Malthus στο Δοκίμιό του, «…το ανθρώπινο είδος θα αυξανόταν με ρυθμό 1, 2, 4, 8, 16, 32, 64, 128, 256, 512 κ.ο.κ. και τα μέσα συντηρήσεως με ρυθμό 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 κ.ο.κ. Σε δύο αιώνες και ένα τέταρτο του αιώνα η αναλογία του πληθυσμού προς τα μέσα συντηρήσεως θα ήταν 512 προς 10. Σε τρεις αιώνες 4.096 προς 13 και σε δύο χιλιάδες χρόνια η διαφορά θα ήταν ανυπολόγιστη». Τόσο τρομακτική πρόβλεψη για το μέλλον θα έφτανε να αποθαρρύνει τον καθένα: «Η προοπτική», έγραφε ο Malthus, «έχει μια μελαγχολική χροιά»105.!
Ο ανήσυχος Αιδεσιμότατος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η αδιόρθωτη και ασυμβίβαστη απόκλιση μεταξύ στομάτων και τροφίμων μπορούσε να έχει μόνο ένα αποτέλεσμα: το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας θα υπέφερε πάντα από κάποιο δεινό. Διότι με κάποιο τρόπο το τεράστιο και ενδεχομένως συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα έπρεπε να κλείσει: ο πληθυσμός, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τροφή. Γι’ αυτό υπάρχουν ανάμεσα στους πρωτόγονους έθιμα όπως η βρεφοκτονία, γι’ αυτό και ο πόλεμος, οι αρρώστιες και, πάνω από όλα, η φτώχεια. Και αν αυτά δεν είναι αρκετά: «Ο λιμός φαίνεται να είναι η τελευταία, η πιο τρομερή διέξοδος της φύσης. Η δύναμη του πληθυσμού είναι τόσο υπέρτερη από τη δυνατότητα της γης να παράγει τα μέσα συντηρήσεως… ώστε ο πρόωρος θάνατος είναι αναπόφευκτο να πλήξει, με κάποια μορφή, την ανθρώπινη φυλή. Τα ελαττώματα του ανθρώπινου γένους είναι ενεργοί και αποτελεσματικοί παράγοντες αποδεκατισμού του πληθυσμού… Αλλά, αν αποτύχουν σ’ αυτό τον πόλεμο εξόντωσης, τότε μια σειρά από ασθένειες, επιδημίες, λοιμούς και πανούκλες ενσκήπτουν και ξεκληρίζουν χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδων.
Αν και πάλι η επιτυχία δεν είναι πλήρης, καραδοκεί κάποιος γιγάντιος λιμός και, μ’ ένα ισχυρό πλήγμα, εξισώνει τον πληθυσμό με την τροφή που υπάρχει στον κόσμο».106 Δεν είναι περίεργο που ο καημένος ο Godwin παραπονιόταν ότι ο Malthus είχε μετατρέψει τους προοδευτικούς σε αντιδραστικούς. Διότι αυτό είναι, πραγματικά, το δόγμα της απελπισίας. Τίποτα, μα τίποτα, δεν μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα από τη μόνιμη απειλή του να βουλιάξει κάτω από το βάρος της εκτός από την εύθραυστη σχεδία της «ηθικής εγκράτειας». Και πόσο αξιόπιστη είναι η ηθική εγκράτεια απέναντι στο δυνατό πάθος της γενετήσιας ορμής; Είχε δίκιο ο Malthus; Πάρα πολύ πρόσφατα, στη αρχή της δεκαετίας του 1970, οι γενικές προοπτικές για την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού φαίνονταν να επιβεβαιώνουν τις προγνώσεις του, τουλάχιστον στα λιγότερο αναπτυγμένα μέρη του κόσμου. Εκείνα τα χρόνια, οι δημογράφοι μιλούσαν για έναν πιθανό πληθυσμό 20 δισεκατομμυρίων ‐πέντε φορές τον πληθυσμό του 1970‐ εάν ο πληθυσμός της γης εξακολουθούσε να αυξάνεται ανεξέλεγκτα για άλλα πενήντα χρόνια. Σήμερα το εκκρεμές έχει μετακινηθεί κάπως προς το άλλο άκρο. Στην πραγματικότητα, οι απόψεις για το πληθυσμιακό πάντοτε κινούνταν ανάμεσα σε δύο πόλους: είναι εκπληκτικό ότι ο ίδιος ο Malthus εμφανιζόταν πιο αισιόδοξος σε μια δεύτερη έκδοση του διάσημου δοκιμίου του, η οποία τυπώθηκε μόνο πέντε χρόνια μετά την πρώτη, εναποθέτοντας τις ελπίδες του στην πεποίθηση ότι οι εργατικές τάξεις θα μάθαιναν να ασκούν εθελοντική
«αποχή» μεταθέτοντας την ηλικία του γάμου. Η σημερινή συγκρατημένη αισιοδοξία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε τεχνολογικές καινοτομίες, ειδικά την επονομαζόμενη «Πράσινη Επανάσταση», η οποία έχει αυξήσει θεαματικά τις σοδειές σε χώρες όπως η Ινδία. Η Ινδία σήμερα παράγει τόσα τρόφιμα ώστε να φτάνει να κάνει και μικρές εξαγωγές. Ως εκ τούτου, παρ’ όλο που οι γεωπόνοι ακόμα περιμένουν κάθε χρόνο με κομμένη την ανάσα μέχρι να εμφανιστούν οι σοδειές, το φοβερό ενδεχόμενο του παγκόσμιου λιμού, έτσι όπως προκύπτει από τους υπολογισμούς του Malthus για την προσφορά και τη ζήτηση, έχει πάψει να θεωρείται μια ρεαλιστική πρόγνωση. Οι τρομοκρατημένοι τηλεθεατές στη δεκαετία του 1980, οι οποίοι έβλεπαν εικόνες σκελετωμένων ανθρώπων στην Αιθιοπία και στη ζώνη των χωρών κάτω από τη Σαχάρα έγιναν μάρτυρες, όχι της πραγματοποίησης των προβλέψεων του Malthus, αλλά των συνεπειών τοπικών συνθηκών, όπως της ξηρασίας και του ανεπαρκούς δικτύου μεταφορών. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζονται περισσότερα πράγματα από μια αύξηση στην παραγωγή τροφίμων για να απομακρυνθεί η μαλθουσιανή απειλή.
Ακόμα κι αν δεν φαίνεται να επίκειται λιμός σε παγκόσμια κλίμακα, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι οι δημογραφικές πιέσεις παραμένουν τεράστιες. Το 1981, σε ένα συνέδριο του Ιδρύματος Νόμπελ με θέμα τον πληθυσμό, οι δημογράφοι μίλησαν για την επαπειλούμενη εμφάνιση στις υπανάπτυκτες χώρες περίπου δεκαπέντε μεγαλουπόλεων με πάνω από 20 εκατομμύρια κατοίκους η καθεμιά. «Με το να εξαπλώνονται σαν κακοήθεις όγκοι, αυτά τα ανθρώπινα κονικλοτροφεία σίγουρα αποτελούν μέγιστη πολιτική πρόκληση γι’ αυτό τον [υπανάπτυκτο] κόσμο»,107 σχολίασε κάποιος παρατηρητής. «Πώς θα προστατευτούν αυτές οι μάζες από τη σαπίλα της απάθειας, ή πώς θα προφυλαχτούν από τους πειρασμούς της αναρχίας και της αταξίας;» Ακόμα πιο σημαντικό, ίσως, είναι να μην ξεχνάμε ότι ο Malthus είχε δίκιο όταν ισχυριζόταν ότι η εκθετική αύξηση του πληθυσμού εμπεριέχει την ικανότητα να υπερκεράσει τις αυξήσεις στην αγροτική παραγωγικότητα. Έτσι παραμένει η ανάγκη να ελέγχεται στην εξίσωση όχι μόνο το σκέλος της προσφοράς αλλά και το σκέλος της ζήτησης. Αυτό που απαιτείται είναι έλεγχος στις γεννήσεις παιδιών, όπως και στην παραγωγή τροφίμων.
Είναι εφικτός ο έλεγχος του πληθυσμού σε παγκόσμια κλίμακα; Η απάντηση φαίνεται να είναι ένα αναπάντεχο ναι. Είναι αναπάντεχο, διότι οι δημογράφοι αμφέβαλλαν ότι τα έθνη που πάσχουν περισσότερο από την «ασθένεια» του υπερπληθυσμού θα μπορούσαν να υπερβούν τους φραγμούς της αγροτικής αμάθειας, της οργανωμένης αντίδρασης της θρησκείας και της πολιτικής απάθειας. Τώρα επικρατεί μια πιο αισιόδοξη προσέγγιση. Τα τελευταία χρόνια, χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο το Μεξικό και η Κίνα έχουν περάσει από την αδιαφορία και την απροκάλυπτη εχθρότητα σε ενθουσιώδη υποστήριξη του ελέγχου των γεννήσεων. Ακόμα και η Ινδία, η μόνιμη απελπισία των δημογράφων, έκανε μια αποφασιστική ‐στην πραγματικότητα, κάποιες φορές, αδυσώπητη‐ προσπάθεια να εφαρμόσει τον προγραμματισμό των γεννήσεων. Και η προσπάθεια έχει αρχίσει να αποδίδει.108 Στην περίοδο 1970‐1975, παρά την επικρατούσα απογοήτευση, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού επιβραδύνθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία. Η αύξηση του πληθυσμού δεν σταμάτησε κατά κανένα τρόπο ‐ οι ειδικοί των Ηνωμένων Εθνών προβλέπουν ότι ο σημερινός πληθυσμός (6 δισεκατομμύρια τον Οκτώβριο του 1999) θα αυξηθεί σε περίπου 10 δισεκατομμύρια πριν εμφανιστούν μηδενικοί ρυθμοί αύξησης.
Αλλά, τουλάχιστον και επιτέλους, ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνεται και ο μηδενικός ρυθμός αύξησης μπορεί να επιτευχθεί σε συντομότερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να διανοηθούμε πριν από δέκα χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι τη νίκη δεν θα την απολαύσουν όλοι το ίδιο. Στη Δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα, έχουμε ήδη σχεδόν Μηδενική Αύξηση Πληθυσμού, αν εξαιρέσουμε τη μετανάστευση. Μετά από 50 χρόνια, ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών που σήμερα ξεπερνά τα 275 εκατομμύρια, είναι πιθανό να έχει φτάσει τα 390 εκατομμύρια. Ένας τέτοιος αριθμός θα επιτείνει την ασφυκτική συγκέντρωση πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις, αν και θεωρείται απίθανο να δημιουργήσει πρόβλημα στην εξεύρεση επαρκών πόρων. Αλλά, για τα φτωχότερα μέρη του κόσμου, εκεί όπου τα τρόφιμα είναι ανεπαρκή, η πρόβλεψη δεν είναι και τόσο ενθαρρυντική. Οι ρυθμοί των γεννήσεων μειώνονται κι εκεί, αλλά πιο αργά απ’ όσο στη Δύση κι από ένα υψηλότερο σημείο εκκίνησης.
Η μαλθουσιανή απειλή δεν θα εξαφανιστεί για αρκετό καιρό ακόμη. Περιέργως, ο ίδιος ο Malthus δεν έστρεψε τα βέλη του προς εκείνα τα μέρη του κόσμου όπου το πρόβλημα είναι τόσο σοβαρό σήμερα. Ανησυχούσε για την Αγγλία και το Δυτικό κόσμο, και όχι για τις ηπείρους της Ανατολής και του Νότου. Κι εδώ, ευτυχώς, ο Malthus είχε κάνει μεγάλο λάθος. Το 1860 στη Μεγάλη Βρετανία, περίπου το 60% όλων των παντρεμένων ζευγαριών είχαν τετραμελείς ή και μεγαλύτερες οικογένειες. Το 1925 μόνο ένα στα πέντε ζευγάρια είχε οικογένεια αυτού του μεγέθους. Αντίστροφα, ο αριθμός των οικογενειών με μόνο ένα ή δύο παιδιά αυξήθηκε στο ίδιο διάστημα, από 10% επί του συνόλου, σε περισσότερο από το μισό. Τι έσωσε τη Δύση από τους προβλεπόμενους διπλασιασμούς και αναδιπλασιασμούς του Malthus; Ο έλεγχος των γεννήσεων σίγουρα έπαιξε σημαντικότατο ρόλο.
Αρχικά ονομαζόταν νεομαλθουσιανισμός, όρος που θα έκανε τον Malthus να μορφάσει, διότι αποδοκίμαζε αυτή την πρακτική. Στην πραγματικότητα, ο έλεγχος των γεννήσεων φαίνεται ότι εφαρμοζόταν από τις ανώτερες τάξεις καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας. Αυτός είναι κι ένας λόγος που οι πλούσιοι γίνονταν πιο πλούσιοι και οι φτωχοί πιο πολυάριθμοι. Καθώς η Αγγλία και η Δύση απολάμβαναν σταδιακά όλο και μεγαλύτερη ευμάρεια, οι φτωχοί όχι μόνο έτρωγαν και ντύνονταν καλύτερα, αλλά έμαθαν και πώς να περιορίζουν τους απογόνους τους, όπως και οι πλουσιότερες τάξεις. Εξίσου σημαντικό στη διάψευση των προβλέψεων του Malthus στη Δύση ήταν και η τεράστια αστικοποίησή της. Στο αγρόκτημα, τα παιδιά μπορούν να αποτελούν πλεονέκτημα. Στην πόλη είναι επιβάρυνση.
Έτσι, οι οικονομικές σκοπιμότητες συνδυάστηκαν με την καλύτερη πληροφόρηση για τις μεθόδους ελέγχου των γεννήσεων για να αποτρέψουν την επαπειλούμενη δημογραφική έκρηξη. Κι έτσι, οι χειρότερες από τις προβλέψεις δεν επαληθεύτηκαν όσον αφορά την Αγγλία, ενώ η τρομερή λογική των υπολογισμών του Malthus περιορίστηκε σ’ εκείνα τα μέρη του κόσμου όπου ο πλούτος και η πρόοδος υστερούσαν. Τίποτα απ’ αυτά, φυσικά, δεν ήταν φανερό την εποχή του Malthus. Το 1801 έγινε η πρώτη απογραφή στην Αγγλία, παρά τις σοβαρότατες επιφυλάξεις και τις φήμες ότι επρόκειτο για το προοίμιο στρατιωτικής δικτατορίας. Ο John Rickman, δημόσιος υπάλληλος και στατιστικολόγος, υπολόγισε ότι ο πληθυσμός της Αγγλίας είχε αυξηθεί κατά 25% μέσα σε τρεις δεκαετίες. Παρ’ όλο που αυτό απείχε πολύ από το διπλασιασμό, κανένας δεν αμφέβαλλε για το ότι, αν οι αρρώστιες και η φτώχεια δεν θέριζαν τις μάζες, ο πληθυσμός θα είχε αυξηθεί σαν χιονοστιβάδα. Κανένας δεν είχε προβλέψει τη μελλοντική επιβράδυνση του ρυθμού των γεννήσεων. Φαινόταν ότι μάλλον η Βρετανία θα ήταν πάντοτε αντιμέτωπη με τη φοβερή φτώχεια που ξεπηδούσε από έναν αδιάκοπα αυξανόμενο πληθυσμό, ο οποίος πάλευε για λίγα ψίχουλα από ένα ανεπαρκές απόθεμα τροφίμων. Η φτώχεια δεν θεωρούνταν πια τυχαία ή θέλημα Θεού ή το αποτέλεσμα της ανθρώπινης αδιαφορίας. Ήταν σαν κάποιος άσπλαχνος θεός να είχε καταδικάσει το ανθρώπινο είδος σε αιώνια οδύνη, λες και κάθε προσπάθεια του ανθρώπινου γένους για βελτίωση μετατρεπόταν σε φάρσα λόγω της μιζέριας της φύσης. Τα πάντα ήταν πολύ απογοητευτικά. Ο Paley109, ο οποίος παλιότερα τασσόταν υπέρ της αύξησης του πληθυσμού «που πρέπει να επιδιώκεται με προτεραιότητα έναντι οποιουδήποτε άλλου πολιτικού στόχου», τώρα έγινε οπαδός της θεωρίας του Malthus.
Ο Pitt, ο οποίος επιθυμούσε η χώρα του να «εμπλουτιστεί» με περισσότερα παιδιά, τώρα απέσυρε το νομοσχέδιό του για αύξηση των βοηθημάτων για τους φτωχούς από σεβασμό για τη γνώμη του κληρικού. Ο Coleridge συνόψισε τη ζοφερή προοπτική ως εξής: «Τελικά, κοιτάξτε αυτό το κραταιό έθνος», έγραφε, «όπου οι κυβερνήτες του και οι σοφοί του ακούνε τι λένε ο Paley και ο Malthus! Είναι θλιβερό, θλιβερό».110 Όποιος δεν μελαγχολούσε αρκετά με τις θεωρίες του Malthus, μπορούσε πάντα να στραφεί στον Ricardo. Με την πρώτη ματιά, ο κόσμος του Ricardo δεν ήταν ιδιαίτερα τρομαχτικός ‐ τουλάχιστον σε σύγκριση με τον μαλθουσιανό. Ο κόσμος του David Ricardo, ο οποίος παρουσιάστηκε στο έργο του Αρχές της πολιτικής οικονομίας (Principles of Political Economy) το 1817, είναι στεγνός, λιτός και συμπυκνωμένος. Δεν υπάρχει ίχνος από τη ζωντάνια, τις γλαφυρές λεπτομέρειες του Adam Smith. Εδώ το μόνο που υπάρχει είναι αρχές, αφηρημένες αρχές, που αναπτύσσονται από μια διάνοια επικεντρωμένη σε κάτι πιο μόνιμο από τη μεταλλασσόμενη ρευστότητα της καθημερινής ζωής.
Αυτό είναι τόσο βασικό, τόσο απογυμνωμένο, τόσο λιτό και αρχιτεκτονικό όσο ο Ευκλείδης, αλλά διαφέρει από μια σειρά αμιγών γεωμετρικών θεωρημάτων κατά το ότι αυτό το σύστημα έχει ανθρώπινες διαστάσεις. Είναι ένα τραγικό σύστημα. Για να καταλάβουμε αυτή την τραγωδία, πρέπει να γνωρίσουμε τα κύρια πρόσωπα του δράματος. Δεν είναι, όπως έχουμε ήδη πει, πραγματικοί άνθρωποι: είναι αρχέτυπα, και αυτά τα αρχέτυπα δεν ζουν, με την καθημερινή έννοια του όρου, αλλά ακολουθούν «νόμους συμπεριφοράς». Εδώ δεν υπάρχει η καθημερινή δραστηριότητα που βρίσκουμε στον κόσμο του Adam Smith. Αντ’ αυτού παρακολουθούμε ένα θέατρο με μαριονέτες στο οποίο ο πραγματικός κόσμος έχει απογυμνωθεί από τα πάντα εκτός από τα οικονομικά του κίνητρα. Ποια είναι αυτά τα πρόσωπα;
Πρώτον, οι εργάτες ‐ ομοιόμορφες μονάδες οικονομικής ενέργειας, των οποίων η μοναδική ανθρώπινη διάσταση είναι μια απέλπιδα εξάρτηση από τις κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενες «απολαύσεις της οικιακής κοινωνίας». Η ανίατη ροπή τους προς αυτές τις απολαύσεις προκαλεί το εξής φαινόμενο: κάθε αύξηση στους μισθούς ακολουθείται από άμεση αύξηση του πληθυσμού. Οι εργάτες παίρνουν το ξερό ψωμί τους, όπως το έθεσε ο Αλέξανδρος Μπέαρινγκ, γιατί χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν. Μακροπρόθεσμα, όμως, είναι καταδικασμένοι από την ίδια την αδυναμία τους να ζήσουν μια ζωή στο όριο της συντήρησης. Όπως ο Malthus, έτσι και ο Ricardo έβλεπε ως μόνη λύση για τις εργατικές μάζες την «αυτοσυγκράτηση», και παρ’ όλο που επιθυμούσε το καλό των εργατών, δεν είχε και μεγάλη εμπιστοσύνη στη δύναμη του αυτοελέγχου τους. Τα επόμενα πρόσωπα είναι οι καπιταλιστές. Δεν πρόκειται για τους συνωμοτούντες εμπόρους του Adam Smith. Είναι μια γκρίζα ομοιόμορφη ομάδα, που αποκλειστικός σκοπός
της ύπαρξής τους πάνω στη γη είναι η συσσώρευση ‐ δηλαδή, η αποταμίευση των κερδών τους και η επανεπένδυσή τους με την πρόσληψη περισσότερων εργαζομένων. Κι αυτό το κάνουν με υποδειγματική συνέπεια. Αλλά ο ρόλος που τους έταξε η μοίρα δεν είναι εύκολος. Κατά πρώτο λόγο, με το μεταξύ τους ανταγωνισμό πολύ γρήγορα εξαλείφουν κάθε υπερκέρδος το οποίο θα μπορούσε να προκύψει για κάποιον τυχερό που θα είχε εφεύρει μια νέα διαδικασία ή θα είχε βρει ένα ασυνήθιστα κερδοφόρο κανάλι εμπορίου! Κατά δεύτερο λόγο, τα κέρδη τους εξαρτώνται κατά μεγάλο μέρος απ’ τους μισθούς που πρέπει να πληρώνουν και, όπως θα δούμε, αυτό τους προξενεί σημαντικές δυσκολίες.
Αλλά, μέχρι τώρα, με εξαίρεση την έλλειψη ρεαλιστικών λεπτομερειών, ο κόσμος αυτός δεν απέχει και πολύ από τον κόσμο του Adam Smith. Η διαφορά αρχίζει να φαίνεται όταν ο Ricardo αναφέρεται στον κόσμο των γαιοκτημόνων. Ο Ricardo αντιμετώπιζε το γαιοκτήμονα ως το μοναδικό δωρεοδόχο στην οργάνωση της κοινωνίας. Ο εργάτης εργαζόταν και γι’ αυτό το λόγο αμειβόταν με μισθό. Ο καπιταλιστής διηύθυνε την όλη κατάσταση και, γι’ αυτό, έβγαζε κέρδος. Όμως ο γαιοκτήμονας εκμεταλλευόταν τις δυνάμεις του εδάφους, και το εισόδημά του ‐η έγγειος πρόσοδος‐ δεν περιοριζόταν ούτε από τον ανταγωνισμό ούτε από τον πληθυσμό. Στην πραγματικότητα, κέρδιζε σε βάρος όλων των άλλων. Εδώ πρέπει να σταθούμε για λίγο για να καταλάβουμε πώς ο Ricardo κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα, διότι η ζοφερή άποψή του για την κοινωνία εξαρτάται από τον ορισμό του για την πρόσοδο του γαιοκτήμονα. Η πρόσοδος, για τον Ricardo, δεν είναι απλώς το κόστος το οποίο καταβάλλει κάποιος για τη χρήση του εδάφους, όπως ο τόκος είναι το κόστος του κεφαλαίου και ο μισθός το κόστος της εργασίας.
Η πρόσοδος είναι ένα ξεχωριστό είδος απόδοσης το οποίο προέρχεται από το ευαπόδεικτο γεγονός ότι δεν είναι το ίδιο παραγωγική όλη η γη. Φανταστείτε, λέει ο Ricardo, δύο γαιοκτήμονες που γειτονεύουν. Στα κτήματα του ενός το έδαφος είναι γόνιμο και, με την εργασία εκατό ανθρώπων και με μια δεδομένη ποσότητα εξοπλισμού, μπορεί να παραγάγει 1.500 μπούσελ σιτηρών. Στα αγροκτήματα του άλλου, το έδαφος δεν είναι εξίσου εύφορο. Οι ίδιοι άνθρωποι και ο ίδιος εξοπλισμός παράγουν μόνο 1.000 μπούσελ. Αυτό είναι απλώς ένα φυσικό γεγονός, που έχει όμως ένα οικονομικό επακόλουθο. Τα σιτηρά θα είναι φτηνότερα, ανά μπούσελ, στο κτήμα του τυχερού γαιοκτήμονα. Προφανώς, εφόσον και οι δυο κτηματίες πρέπει να πληρώσουν τους ίδιους μισθούς και τις ίδιες κεφαλαιουχικές δαπάνες, θα υπάρχει πλεονέκτημα όσον αφορά το κόστος σ’ αυτόν που παράγει 500 μπούσελ περισσότερα από τον ανταγωνιστή του. Από αυτή τη διαφορά στο κόστος πηγάζει η πρόσοδος, σύμφωνα με τον Ricardo. Διότι αν η ζήτηση είναι αρκετά υψηλή για να δικαιολογεί την καλλιέργεια του εδάφους στο λιγότερο παραγωγικό κτήμα, θα είναι σίγουρα μια πολύ επικερδής επιχείρηση στο πιο παραγωγικό κτήμα. Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά μεταξύ των δυο αγροκτημάτων, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η διαφορική πρόσοδος. Αν, για παράδειγμα, είναι μόλις και μετά βίας επικερδές να καλλιεργείς σιτηρά με κόστος $2 ανά μπούσελ σε έδαφος κακής ποιότητας, τότε σίγουρα ένας τυχερός κτηματίας του οποίου το πλούσιο έδαφος παράγει σιτηρά με κόστος μόνο 50 σεντς ανά μπούσελ, θα αποκομίσει μια πραγματικά μεγάλη πρόσοδο. Διότι και τα δύο κτήματα θα πουλήσουν τα σιτηρά τους στην αγορά στην ίδια τιμή ‐ας πούμε $2,10‐ και ο ιδιοκτήτης του καλύτερου κτήματος θα μπορέσει επομένως να αποκομίσει το $1,50 που είναι η διαφορά ανάμεσα στα δύο κόστη παραγωγής.