ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ, DC – Η πανδημία COVID-19 έχει εξαπλωθεί παγκοσμίως και δε θα τελειώσει μέχρι να τεθεί καθολικά υπό έλεγχο. Ως εκ τούτου, ξεκινούν διεθνείς προσπάθειες για την υποστήριξη των φτωχότερων χωρών του κόσμου. Το COVAX, μια πολυμερής πρωτοβουλία που διοργανώθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Gavi, τη Συμμαχία Εμβολίων, κανονίζει την ισότιμη κατανομή των αγορών εμβολίων σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Το αξιόλογο αυτό πρόγραμμα έχει ήδη συγκεντρώσει περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά θα χρειαστεί περισσότερη χρηματοδότηση για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Μέχρι το Δεκέμβριο του 2020, οι περισσότερες από τις πλούσιες χώρες του κόσμου είχαν παραγγείλει αρκετές δόσεις για έως τρεις φορές κάλυψη των πληθυσμών τους σε εμβολιασμούς, ενώ το 90% των ανθρώπων στις φτωχότερες χώρες του κόσμου είναι απίθανο να λάβουν εμβόλιο μέχρι το 2022. Αν και οποιαδήποτε πρόσθετη υποστήριξη για φτωχές χώρες σίγουρα θα βοηθούσε, δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι για την κάλυψη όλων των αναγκών. Επομένως, όλοι οι διαθέσιμοι πόροι θα πρέπει να διευθύνονται όσο το δυνατόν πιο αποδοτικά και αποτελεσματικά για την καταπολέμηση της πανδημίας.
Παρόλο που πολλοί σχολιαστές έχουν αιτήσει βοήθημα χρέους για να αποδεσμευτούν πόροι σε φτωχές χώρες, η αναστολή των υποχρεώσεων πληρωμής είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν είναι η πιο αποτελεσματική διαθέσιμη λύση. Τον περασμένο Μάιο, η G20 ξεκίνησε την Πρωτοβουλία για την Αναστολή Εξυπηρέτησης Χρέους (DSSI) σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020, περίπου 40 υποψήφιες χώρες έλαβαν αναβολές εξυπηρέτησης του χρέους ύψους περίπου 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες θα έχουν λήξει πριν από τον Ιούνιο του 2021.
Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση είναι ότι οι ανάγκες των φτωχών χωρών δε συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα επίπεδα χρέους τους. Ούτε το χρέος ούτε τα κόστη εξυπηρέτησης του χρέους – με απόλυτους όρους ή ως ποσοστό του ΑΕΠ – είναι καλοί δείκτες των σχετικών αναγκών μιας χώρας. Επειδή η αναστολή χρέους ανταμείβει τις χώρες ανεξάρτητα από το αν έχουν ισχυρό ή αδύναμο μακροοικονομικό ιστορικό, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα οδηγήσει στην κατανομή περισσότερων πόρων όπου χρειάζονται περισσότερο για την καταπολέμηση του COVID-19.
Αληθεύει ότι, μέσω του DSSI, οι αναβολές θα πρέπει να χορηγούνται μόνο σε αιτούντες που έχουν θεσπίσει μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο ενός προγράμματος του ΔΝΤ ή σε άλλες, υιοθετημένες οικονομικές πολιτικές που κρίνονται κατάλληλες για διαρκή ανάπτυξη. Στην πράξη, όμως, η σημαντικότητα της κατάστασης υπερέβη τις προϋποθέσεις αυτές.
Αναλογιστείτε τη Ζάμπια, η οποία έλαβε βοήθημα χρέους οκτώ φορές στα έτη 1983 με 2002, ενώ αργότερα πάλι ‘‘συγχωρέθηκε’’ το χρέος της με την Πρωτοβουλία Υπερχρεωμένων Φτωχών Χωρών (HIPC) το 2005. Μεταξύ 2011 και 2018, το χρέος της Ζάμπια αυξήθηκε από 21% του ΑΕΠ σε 120%, κι έπειτα 165,4 εκατομμύρια δολάρια (0,7% του ΑΕΠ) των υποχρεώσεών της για εξυπηρέτηση του χρέους τέθηκαν σε αναστολή μέσω του DSSI. Ωστόσο, το Νοέμβριο του 2020, η Ζάμπια πτώχευσε.
Η εμπειρία της Ζάμπια δείχνει κι ένα άλλο πρόβλημα που έχει η χρήση βοηθήματος χρέους για βοήθεια φτωχών χωρών. Όποτε το χρέος είναι υψηλό, οι αναστολές που παρέχονται από ένα σύνολο πιστωτών απλά επιτρέπουν σε άλλους, λιγότερο επιεικείς πιστωτές να απομυζήσουν περισσότερες πληρωμές εξυπηρέτησης του χρέους πριν την πτώχευση του δανειστή.
Αυτοί οι «άλλοι πιστωτές» μπορεί να περιλαμβάνουν δανειστές, τόσο κυρίαρχους αλλά και του ιδιωτικού τομέα, που δεν έχουν συμφωνήσει να συμμετέχουν στην πρωτοβουλία για αρωγή κατά του χρέους. Η Ζάμπια συνέχισε να εξυπηρετεί τα χρέη της μέχρι και τη χρεοκοπία της το Νοέμβριο του 2020. Τώρα, όταν οι πιστωτές της χώρας συμφωνήσουν για την αναδιάρθρωση του χρέους, το διαθέσιμο ποσό αποζημίωσής τους θα είναι μικρότερο από αυτό που θα είχαν αν είχε ανασταλεί νωρίτερα η εξυπηρέτηση του χρέους.
Στην περίπτωση του DSSI, οι 33 πιο χρεωμένες χώρες που είναι υποψήφιες για αρωγή οφείλουν περίπου το ένα τέταρτο του δημόσιου χρέους τους στην Κίνα – τον μεγαλύτερο επίσημο πιστωτή στον κόσμο. Παρόλο που η Κίνα έχει δηλώσει συμμετοχή στην πρωτοβουλία και παρείχε μερικό βοήθημα χρέους, το έκανε με όρους διαφορετικούς από άλλους συμμετέχοντες του DSSI. Ακόμη χειρότερα, οι περισσότεροι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα δεν έχουν δηλώσει καν συμμετοχή.
Ένας ακόμη λόγος να αμφισβητηθεί η στρατηγική του βοηθήματος χρέους είναι ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα κονδύλια θα χρησιμοποιηθούν για δαπάνες σχετικές με τον ιό COVID. Αναλογιστείτε τη Νότια Αφρική, η οποία δεν είναι υποψήφια για υποστήριξη από το DSSI. Όπως και η Ζάμπια, το χρέος της έχει αυξηθεί απότομα, από 22% το 2008-2009 σε 82% το τρέχων οικονομικό έτος. Πλέον σε μια οικονομική κρίση, το έλλειμμα φέτος αναμένεται να φθάσει το 15% του ΑΕΠ. Ενώ η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση κατηγορεί τον ιό COVID-19 για τα τρέχοντα οικονομικά τους προβλήματα, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι την τελευταία δεκαετία, οι δαπάνες τους αυξήθηκαν χωρίς ανάλογες αυξήσεις στα έσοδα.
Με δεδομένο ότι η Νότια Αφρική θα αντιμετώπιζε δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους, ακόμη και χωρίς τον ιό COVID-19, το να την προσέφεραν βοήθημα χρέους πιθανότατα δεν θα ελευθέρωνε πολλούς πόρους για την καταπολέμηση της πανδημίας. Είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι ορισμένες χώρες που έχουν ήδη λάβει βοήθημα βρίσκονται στην ίδια θέση.
Λόγω αυτών των αδυναμιών, θα ήταν πολύ καλύτερα για τις πλούσιες χώρες να κατανέμουν τους διαθέσιμους πόρους απευθείας σε δαπάνες σχετικές με την πανδημία, είτε αγοράζοντας εμβόλια, εξοπλισμό ατομικής προστασίας και άλλες αναγκαιότητες και να στέλνονται όπου χρειάζονται (το μοντέλο COVAX), ή χρηματοδοτώντας τις εγχώριες αγορές άμεσα. Με αυτόν τον τρόπο, οι χώρες με υψηλά, μη βιώσιμα επίπεδα χρέους θα μπορούσαν ακόμη να λάβουν υποστήριξη, αλλά με στόχο τις πιο επείγουσες δαπάνες, ενώ οι υποχρεώσεις πληρωμής προς άλλους πιστωτές και οι αβέβαιες οικονομικές δαπάνες ίσως χρειαζόταν να αναβληθούν. Στη συνέχεια, το ΔΝΤ θα μπορούσε να στηρίξει χώρες με μη βιώσιμο χρέος με τον συνήθη τρόπο.
Η Anne O. Krueger, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και πρώην αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι Ανώτερη Καθηγήτρια Διεθνούς Οικονομικής Επιστήμης στη Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και Ανώτερη Συνεργάτιδα στο Κέντρο Διεθνούς Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
© Project Syndicate 1995–2021