Στα επόμενα 25 χρόνια, το παγκόσμιο μερίδιο πληθυσμού της Ευρώπης, καθώς και το παγκόσμιο μερίδιο στο ΑΕΠ, αναμένονται να μειωθούν αισθητά. Μήπως αυτό σημαίνει ότι μία αποδυναμωμένη Ευρώπη θα πέσει θύμα των ανερχόμενων δυνάμεων του 2040?
Δεδομένου ότι οι προοπτικές της Ευρώπης εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικούς παράγοντες, σε οποιαδήποτε εικασία για το μέλλον θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι παγκόσμιες συνθήκες. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: αν και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 αποκάλυψε επικίνδυνες ρωγμές στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, η οικονομία της αγοράς φαίνεται πιθανό να παραμείνει η νόρμα κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Επιπλέον, δεδομένης της δυσκολίας απόσυρσης από τις διεθνείς αγορές, ο προστατευτισμός σε μεγάλη κλίμακα παραμένει απίθανο ενδεχόμενο. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νέοι κανονισμοί –συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και εμπορικών κανονισμών, καθώς και των κανόνων κοινωνικής ασφάλισης και των φορολογικών μεταρρυθμίσεων- θα περιλαμβάνουν μέτρα προστασίας για ορισμένες χώρες και ορισμένα μπλοκ.
Την ίδια στιγμή, η ανάγκη για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σε συνδυασμό με μία σειρά από νέα κίνητρα, νέες οδηγίες και επιστημονικές αποκαλύψεις, θα οδηγήσουν σε ουσιαστική πρόοδο ως προς το οικολογικό πρόσωπο της γεωργίας, της βιομηχανίας, των μεταφορών, των κατασκευών, της ενέργειας και ούτω καθεξής. Πράγματι, μέχρι το 2040, τα περιβαλλοντικά πρότυπα θα αποτελούν σημαντικό δείκτη της συνολικής ανταγωνιστικότητας μίας οικονομίας.
Υπό αυτή την έννοια, η Ευρώπη φαίνεται να βρίσκεται σε καλή θέση για να ανταγωνιστεί στο μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως, καθώς αγωνίζεται για να ξεπεράσει την κρίση, οι πιο δυναμικές αναδυόμενες οικονομίες ενδέχεται να την ξεπεράσουν. Εξάλλου, μέχρι το 2040, πολλές από τις λεγόμενες «αναδυόμενες» αγορές –όσες θα έχουν καταφέρει να αποφύγουν τη στασιμότητα ή την κατάρρευση, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τις σημαντικές σημερινές προκλήσεις- θα έχουν ήδη «αναδυθεί». Το χάσμα μεταξύ των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών θα αντικατασταθεί από τη διάκριση μεταξύ ασθενών και ισχυρών οικονομιών, με τη Ρωσία να παραμένει ειδική περίπτωση.
Από γεωπολιτικής άποψης, πολλά σενάρια είναι πιθανά. Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε από το αμερικανικό Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών, το παγκόσμιο μερίδιο εισοδήματος των Δυτικών χωρών θα μειωθεί σε «πολύ κάτω από το ήμισυ μέχρι το 2030», από το σημερινό 56%. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα για τα επόμενα χρόνια.
Φυσικά, υπάρχει και η πιθανότητα μίας αμερικανική παρακμής και ανανέωσης της Ευρώπης, αν και το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται εξαιρετικά απίθανο. Ακόμα κι έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να ενισχύσει την παγκόσμια επιρροή της μέσω μίας στρατηγικής συμμαχίας με τη Ρωσία, ή μέσω της διαπραγμάτευσης μίας ευρω-μεσογειακής συμμαχίας με την Τουρκία και με τις υπό μετάβαση χώρες της νότιας Μεσογείου και της Αφρικής.
Ένα άλλο σενάριο λέει ότι οι ΗΠΑ θα σχηματίζουν μία G-2 με την Κίνα, ή θα συμπεριλάβουν και την ΕΕ για μία ομάδα G-3, η οποία θα αντισταθμίζει τις χώρες BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική). Ωστόσο, οποιοδήποτε από αυτά τα αποτελέσματα εμπεριέχει τον κίνδυνο γεωπολιτικής αποσταθεροποίησης, δεδομένου ότι οποιοδήποτε από αυτά θα απαιτούσε σημαντική προσπάθεια για τον εκδημοκρατισμό της Κίνας.
Επιπλέον, υπάρχει το ενδεχόμενο ενός πολυπολικού συστήματος που θα φιλοξενεί 12-15 δυνάμεις (θα συμπεριλαμβάνει τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, την Ευρώπη, την Ινδία, τη Βραζιλία, το Μεξικό, τη Συμμαχία του Ειρηνικού, την Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, τη Νότια Αφρική και τη Νιγηρία). Ωστόσο, ενώ ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να εξισορροπήσει τον ανταγωνισμό μέσω της συνεργασίας, θα στερούταν την απαραίτητη σταθερότητα.
Τέλος, υπάρχει το σενάριο του απόλυτου χάους. Για παράδειγμα, ένας υπερ-ιός του κυβερνοχώρου καταστρέφει τα δίκτυα στα οποία βασίζεται πλέον όλη μας η πραγματικότητα, οδηγώντας σε οικονομική, δημογραφική και περιβαλλοντική κατάρρευση.
Από αυτές τις πιθανές εκβάσεις, ξεχωρίζει ένα σημείο: η αβεβαιότητα του ρόλου της Ευρώπης στο μελλοντικό παγκόσμιο σύστημα. Για να αποφευχθεί η αναπόφευκτη συρρίκνωση, η Ευρώπη θα πρέπει να καταλήξει σε σαφείς αποφάσεις σχετικά με τρία θεμελιώδη ζητήματα.
Πρώτον, οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να καθορίσουν τον τρόπο επίλυσης της κρίσης της ευρωζώνης. Οποιοδήποτε σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει την επιζήτηση μίας ισχυρότερης και πιο ολοκληρωμένης Ευρώπης, αν και όχι απαραίτητα προς την ομοσπονδιακή διευθέτηση η οποία θα μπορούσε να συναντήσει τη λαϊκή αντίσταση. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει δίχως αμφιβολία να επιλέξει να μείνει εντός της ΕΕ των 28 ή 30 μελών· και, θα μπορούσε να συμμετάσχει και η Τουρκία.
Δεύτερον, οι ηγέτες των χωρών θα πρέπει να συμφωνήσουν για το πώς ακριβώς θα μεταφερθεί τόση πολλή εθνική κυριαρχία στην ΕΕ –και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων για το σχέδιό τους. Και, τρίτον, πρέπει να καθορίσουν μέχρι ποιο βαθμό θα φτάσει η διεύρυνση και να θεμελιώσουν μία σαφέστερη διάκριση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρωζώνης.
Αν δεν επιλυθούν αυτά τα θέματα –με τους ηγέτες της ΕΕ να αποτυγχάνουν συνεχώς στην επίτευξη «περισσότερης Ευρώπης» και τους Ευρωπαίους να απορρίπτουν όλο και περισσότερο την ιδές- η Ευρώπη θα συνεχίσει να κινείται από τη μία κρίση στην άλλη. Μπορεί μεν να μην καταρρεύσει, αλλά δεν θα ευδοκιμήσει κιόλας, λόγων της έλλειψης μίας σταθερής, βιώσιμης και αποτελεσματικής θεσμικής δομής με σταθερά και αποδεκτά όρια.
Πάνω απ’ όλα, οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης θα πρέπει να προσφέρουν στους πολίτες το μόνο πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε συμφωνία σχετικά με το μέλλον της ΕΕ: ένα τέλος στην υπερβολική τυποποίηση και την οικειοποίηση της εθνικής κυριαρχίας μέσω υπερβολικά λεπτομερών ρυθμίσεων. Το ευρωπαϊκό σύστημα θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Ευρωπαίων στον παγκόσμιο ανταγωνισμό τα οποία θα στηρίξουν τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις κατά τα επόμενα χρόνια. Ειδάλλως, η ανανέωση της Ευρώπης δεν θα αποδειχθεί τίποτε παραπάνω από μία μάταιη έπαρση.