Η ολοκλήρωση του έτους θα βρει το ελληνικό δημόσιο χρέος στην απαρχή ενός νέου κύκλου αναδιάρθρωσης, με χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές από την περιβόητη ιδέα του «κουρέματος».
Αν και ακόμα δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά του το ΔΝΤ, που ήταν βασικός υπερασπιστής της γραμμής για ένα νέο «κούρεμα», η εικόνα για τον τελικό σχεδιασμό έχει αρχίσει να διαμορφώνεται. Τα δυο από τα τρία μέλη της Τρόικας, η Κομισιόν και η ΕΚΤ, προωθούν την μακροχρόνια ανακύκλωση του χρέους, με στόχο την βιωσιμότητα της εξυπηρέτησης του και όχι του όγκου του ως ποσοστού του ΑΕΔ.
Η λύση του «κουρέματος» πέραν των δηλώσεων της κυρίας Μέρκελ, εξαρχής αποκλείεται, καθώς δεν υφίσταται το ενδεχόμενο να αποδεχθεί η Ευρωζώνη την απειλή αυτόματης υποβάθμισης του μοναδικού διαθέσιμου εργαλείου αντιμετώπισης κρίσης, του ESFS/ESM, από ένα «κούρεμα» των δανείων του προς την Ελλάδα. Με αυτό ως δεδομένο, η ελληνική πλευρά έχει –σε γνώση της ΕΚΤ, της Κομισιόν και του ΕFSF- αρχίσει τον σχεδιασμό του νέου κύκλου αναδιάρθρωσης του χρέους. Το «έργο» έχουν αναλάβει οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, ΟΔΔΗΧ και τράπεζα της Ελλάδος. Ο σχεδιασμός αυτός έχει ως άξονα του την κατάτμηση του χρέους, που, σε ποσοστό 90%, βρίσκεται στα χέρια των κρατών της Ευρωζώνης, του EFSF και των κεντρικών τραπεζών. Δηλαδή είναι εκτός αγοράς. Μόνο ένα ποσό της τάξης των 30 δισ. ευρώ βρίσκεται ελεύθερο στις αγορές ομολόγων, στα χέρια κυρίως τραπεζών και επενδυτικών funds.
Στόχος του νέου κύκλου αναδιάρθρωσης είναι:
Η κατάτμηση του χρέους ανά είδος δανειστή και η ανακύκλωση του σε πολύ μεγάλες διάρκειες με ακόμα χαμηλότερο επιτόκιο και μια «διακριτική» περίοδο χάριτος μέχρι το έτος 2020.
Το δάνειο του πρώτου μνημονίου (2010), που αγγίζει περίπου τα 60 δισ. ευρώ και είναι απευθείας από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, σχεδιάζεται να ανακυκλωθεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα με σχεδόν μηδενικά επιτόκια και τουλάχιστον δεκαετή περίοδο χάριτος, η οποία ενδέχεται να γίνει στο μέλλον ακόμα πιο… ελαστική.
Το δάνειο του δεύτερου μνημονίου, που προέρχεται από την EFSF, θα ανακυκλωθεί επίσης σε μακρές διάρκειες και με χαμηλό επιτόκιο, αλλά με λήξεις που θα προηγούνται εκείνων του πρώτου δανείου.
Τα δάνεια που έχουν στα χέρια τους οι ειδικές τράπεζες τα περιβόητα ANFAs, παρά τις σχετικές δυσκολίες που έχουν ανακύψει από ορισμένες κεντρικές τράπεζες, έχει επίσης βρεθεί θεσμική διαδικασία ανακύκλωσης τους για την περίοδο μέσα στο 2020. Για τα ομόλογα που έχει αγοράσει η ΙΕΚΤ την άνοιξη του 2010, τα SMPs, η σε «λύση» δεν έχει ακόμη βρεθεί, αλλά δεν είναι εκεί που θα κριθεί το σχήμα της αναδιάρθρωσης.
Στη δεκαετία της περιόδου χάριτος που μεσολαβεί μέχρι τη σταδιακή απενεργοποίηση των αποπληρωμών τοκοχρεολυσιών οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους «πέφτουν» στο περίπου 60% των δαπανών που πληρώνει το Δημόσιο σήμερα.
Στο διάστημα αυτό, οι μόνες μεγάλες πληρωμές αφορούν το ΔΝΤ και είναι περί τα 7,5 δισ. ευρώ το 2014 και τα 8,5 δισ. ευρώ το 2015. Οι απαιτήσεις αυτές, όμως το, 2014 εξισορροπούνται από εισροές (δόσεις του δανείου) του ΔΝΤ. Αλλά και σε επίπεδο «κεφαλαίου» του δανείου έχει προβλεφθεί ένα έμμεσο μικρό «κούρεμα» μέσα από τα 50 δισ. ευρώ του ποσού που έχει δεσμευτεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το ποσό αυτό δεν θα ξεπερνάει τα 12-13 δισ. ευρώ. Η προέλευση του είναι απόρροια της «αλγεβρικής» διαχείρισης των 50 δισ. ευρώ. Όπως είναι γνωστό από τα 50 δισ. ευρώ, τα 24 απορροφήθηκαν στην αγορά μετοχών των τραπεζών από το ΤΧΣ. Περί τα 15 δισ. ευρώ καταναλώθηκαν στα κομμάτια των τραπεζών που έχουν δρομολογηθεί προς εκκαθάριση. Από τα 24 δισ. ευρώ, έχει ανεπισήμως εκτιμηθεί ότι θα επιστραφούν με την διαδικασία της επαναπώλησης των μετοχών 15 δισ. ευρώ από το ΤΧΣ. Με τις τρέχουσες αξίες, το πόσο αυτό δεν ξεπερνά τα 12-13 δισ. ευρώ, Αυτό θα διαγράψει ισόποσο χρέος..
Ο σχεδιασμός δεν σταματά όμως εκεί. Φαίνεται να αγγίζει και τα περίπου 30 δισ. ευρώ που παραμένουν «ελεύθερα» στην αγορά ομολόγων και τα οποία λήγουν σε μικρά σχετικά ποσά. Στο επίπεδο αυτό, οι πληροφορίες είναι περιορισμένες τόσο από τον ΟΔΔΗΧ όσο και από την ΤτΕ. Τραπεζικοί παράγοντες, όμως υποστήριζαν πως είναι πολύ πιθανό να επιχειρηθεί μια μορφή αναδιάρθρωσης και των 30 δισ, με στόχο τη δημιουργία έστω και μικρής αγοράς με επαρκή ρευστότητα που θα διευκολύνει την προσέλκυση επενδυτών. Και θα δημιουργεί την ψευδαίσθηση της επανεμφάνισης της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές.