Ένα πείραμα σκέψης. Φανταστείτε μία συμφωνία συνασπισμού μεταξύ Συντηρητικών και Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο· ή, ακόμη καλύτερα, μία συνεργασία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ. Θα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστη –αν όχι απίθανη.
Ωστόσο στη Γερμανία, τέτοιου είδους «παράξενοι γάμοι» των άκρων αποτελούν μέρος της κανονικής πολιτικής. Και αυτό που επιτεύχθηκε από τα αντίπαλα πολιτικά κόμματα της χώρας την περασμένη εβδομάδα με τη συμφωνία μεγάλου συνασπισμού δεν ήταν, εν τέλει, πολύ κακό. Η συμφωνία μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών της Άνγκελα Μέρκελ και των Σοσιαλδημοκρατών μπορεί να ήταν λίγο φλύαρη. Στις 185 σελίδες της, μέτρησα τη λέξη «ανταγωνιστικότητα» 42 φορές –η Γερμανία πράγματι θέλει όλες τις χώρες να γίνουν ανταγωνιστικές έναντι όλων των άλλων.
Τούτου λεχθέντος, τα μέρη συμφώνησαν σε έναν ελάχιστο μισθό και ένα μέτριο επενδυτικό πρόγραμμα. Δεν θα αυξήσουν τους φόρους. Δεν θα συσσωρεύσουν περισσότερη λιτότητα. Δεδομένου ότι η χώρα κατηγορείται για υπερβολικά πλεονάσματα αποταμιεύσεων, θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Σίγουρα, τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο θα μπορούσαν να είναι.
Το πρόβλημα δεν είναι η συμφωνία. Είναι η έλλειψη ετοιμότητας από μέρους της πολιτικής τάξης ως προς το τι θα ακολουθήσει μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η μεγάλη απειλή για τη Γερμανία τα επόμενα τέσσερα χρόνια δεν είναι η δημογραφία, αλλά η κρίση χρέους της ευρωζώνης. Όποιο σενάριο κι αν επικρατήσει για την επίλυση της κρίσης, το σίγουρο είναι ότι θα αθετηθούν κάποιες από τις υποσχέσεις που δόθηκαν στο εκλογικό κοινό.
Ας πάρουμε απλά ένα δείγμα από τις ειδήσεις της περασμένης εβδομάδας. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης προβλέπει ότι το ποσοστό του ελληνικού δημοσίου χρέους θα σταθεροποιηθεί στο 160 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2020. Η ΕΕ και το ΔΝΤ έχουν βασίζει ολόκληρη τη μελέτη της διάσωσης στον στόχο του 124 τοις εκατό. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, η Ελλάδα είτε θα προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμών είτε θα φύγει από το ευρώ –ή και τα δύο. Η στρατηγική της «προσποίησης και επέκτασης» της ΕΕ, η οποία περιλαμβάνει την ανακύκλωση των δανείων με μεγαλύτερες διάρκειες και χαμηλότερα επιτόκια πλησιάζει στο φυσικό της όριο.
Υπήρξαν επίσης ειδήσεις για μία ανησυχητική συσσώρευση αποπληθωριστικών πιέσεων στην ευρωζώνη. Η ΕΚΤ δήλωσε ότι η ανάπτυξη στο ευρύτερο μέτρο της προσφοράς χρήματος μειώθηκε και πάλι τον Οκτώβριο. Ο δανεισμός από τις τράπεζες προς τον ιδιωτικό τομέα συρρικνώνεται με γοργούς ρυθμούς.
Αυτό που δε συνειδητοποιούν σε γενικές γραμμές οι Γερμανοί πολιτικοί είναι ότι η στάση τους σχετικά με την προτεινόμενη τραπεζική ένωση της ευρωζώνης συμβάλλει στην πιστωτική κρίση και την επιμονή της. Η ΕΚΤ πρόκειται να ξεκινήσει επανεξέταση της ποιότητας του ενεργητικού, μία εμπεριστατωμένη ματιά στους ισολογισμούς των τραπεζών, η οποία θα ακολουθηθεί του χρόνου από προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων (stress tests). Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, οι περίπου 130 μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης μπορεί να χρειαστεί να αυξήσουν μέχρι και κατά 100 δισ. ευρώ το κεφάλαιό τους. Η γερμανική πολιτική ελίτ εναντιώνεται ανυποχώρητα στις ενέσεις κεφαλαίων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το δίκτυ προστασίας της ευρωζώνης, εκτός από ακραίες περιπτώσεις.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι τράπεζες προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν το ποσό του κεφαλαίου που χρειάζεται να μαζέψουν, ελαχιστοποιώντας τα επικίνδυνα ανοίγματά τους προς τους ιδιώτες πιστωτές. Είναι λογικό να αναμένουμε ότι η πιστωτική κρίση θα συνεχιστεί για όσο διάστημα πραγματοποιείται η ρύθμιση του τραπεζικού τομέα –τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2014.
Η ΕΚΤ, εντωμεταξύ, είναι κοντά στο να εξαντλήσει τις συμβατικές νομισματικές πολιτικές της. Μπορεί να δοκιμάσει κάποιο σχέδιο χρηματοδότησης δανεισμού, περισσότερες μακροπρόθεσμες πράξεις παροχής ρευστότητας, ή ίσως μία ακόμη μικρή μείωση των επιτοκίων. Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα είναι ούτε κατά διάνοια αρκετά για να αντισταθμίσουν τις αποπληθωριστικές πιέσεις από την πιστωτική κρίση, και την προσαρμογή των τιμών και των μισθών στο νότο χωρίς αντισταθμιστική προσαρμογή από το βορρά.
Η ευρωζώνη, θα κινδύνευε από το σενάριο που περιέγραψε πρόσφατα ο Lawrence Summers, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ –μία κοσμική στασιμότητα με μόνιμα αρνητικά πραγματικά επιτόκια. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μία αποκεντρωμένη νομισματική ένωση όπως η ευρωζώνη, να επιβιώνει υπό τις συνθήκες αυτές. Αν ο κ. Summers έχει δίκιο, τότε η ευρωζώνη είναι τελειωμένη.
Η ΕΚΤ έχει μία εναλλακτική πορεία δράσης. Θα μπορούσε να αγοράσει μεγάλα κομμάτια του χρέους της ευρωζώνης. Αυτό δεν πρέπει να το μπερδεύουμε με το πρόγραμμα οριστικών νομισματικών συναλλαγών (OMT) που είναι ένα υπό όρους δίκτυ ασφαλείας έκτακτης ανάγκης για κρατικούς οφειλέτες, και το οποίο μπορεί να μην χρησιμοποιηθεί ποτέ. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμπληρώσει το πρόγραμμα αυτό με ένα πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης, ή ποσοτικής χαλάρωσης, για να μειώσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια.
Το μεγάλο πολιτικό ζήτημα είναι κατά πόσο η γερμανική πολιτική τάξη, και το συνταγματικό της δικαστήριο, θα μπορούσαν να προσαρμοστούν σε αυτό το είδος επίλυσης κρίσεων. Δεν θα ήταν συνεπές με την τρέχουσα πολιτική ή νομική συναίνεση.
Δεν είμαι απαισιόδοξος σχετικά με την ποιότητα του μεγάλου αυτού συνασπισμού. Προσδοκία μου είναι ότι οι υπουργοί θα είναι κατά μέσο όρο περισσότερο ικανοί από τους προηγούμενους. Πρόκειται για τους κορυφαίους παίκτες των κορυφαίων ομάδων. Αλλά, οι μεγάλοι συνασπισμοί είναι κατά παράδοση σκληροί και αξιόπιστοι. Ξέρουν πώς να φέρουν εις πέρας τα πράγματα. Είναι ιδανικοί για έργα όπως μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού, αλλά είναι εντελώς άχρηστοι όταν πρόκειται για τη μετατόπιση της κοινής γνώμης σχετικά με ευαίσθητα θέματα, διότι πολύ απλά το κάθε κόμμα φοβάται ότι το άλλο θα χειριστεί το θέμα καλύτερα.
Προς το παρόν, και οι δύο πλευρές επαναπαύονται στη συμφωνία των κόκκινων γραμμών για την κρίση της ευρωζώνης: χωρίς κοινά ταμεία εξυγίανσης, χωρίς επέμβαση στο γερμανικό σύστημα διάσωσης τραπεζών, χωρίς ευρωομόλογα, χωρίς το ένα και χωρίς το άλλο. Η μεγαλύτερη πρόκληση για αυτούς θα είναι να πουν ναι σε κάτι.