Έχουν περάσει τρία χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης του ευρώ, και μόνο κάποιος αθεράπευτα αισιόδοξος θα έλεγε ότι τα χειρότερα έχουν περάσει. Ορισμένοι, τονίζοντας ότι η double-dip ύφεση έχει τελειώσει, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το φάρμακο της λιτότητας έχει λειτουργήσει.
Για πείτε το αυτό όμως στις χώρες που βρίσκονται ακόμη σε ύφεση, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους ακόμη σε επίπεδα προ του 2008, με ποσοστά ανεργίας άνω του 20% και ανεργία των νέων σε ποσοστά άνω του 50%. Με το σημερινό ρυθμό «ανάκαμψης», δεν προβλέπεται κάποια πιθανή επιστροφή στην ομαλότητα μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια.
Μία πρόσφατη μελέτη από οικονομολόγους της Fed (Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρατεταμένη υψηλή ανεργία της Αμερικής θα έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια. Αν αυτό αληθεύει για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η ανεργία είναι κατά 40% χαμηλότερη από ό,τι στην Ευρώπη, οι προοπτικές για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη φαίνονται πραγματικά ζοφερές.
Αυτό που χρειάζεται, πάνω από όλα, είναι η θεμελιώδης μεταρρύθμιση στη δομή της ευρωζώνης. Μέχρι τώρα, υπάρχει μία αρκετά σαφής κατανόηση των βημάτων που είναι απαραίτητα:
· Μία πραγματική τραπεζική ένωση με κοινή εποπτεία, κοινή ασφάλιση καταθέσεων και κοινή αρχή εξυγίανσης. Χωρίς αυτήν, τα χρήματα θα συνεχίσουν να ρέουν από τις πιο αδύναμες προς τις πιο ισχυρές χώρες.
· Κάποιου είδους αμοιβαιοποίηση του χρέους, όπως μέσω ευρωομολόγων: με την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ της Ευρώπης να είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη των ΗΠΑ, η ευρωζώνη θα μπορούσε να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια, όπως κάνουν οι ΗΠΑ. ΤΑ χαμηλότερα επιτόκια θα απελευθέρωναν χρήματα για την τόνωση της οικονομίας, σπάζοντας τον φαύλο κύκλο των χωρών που έχουν πληγεί από την κρίση, όπου η λιτότητα αυξάνει το βάρος του χρέους, καθιστώντας το χρέος λιγότερο βιώσιμο, συρρικνώνοντας το ΑΕΠ.
· Βιομηχανικές πολιτικές ώστε να καταστεί δυνατό για τις βραδυκίνητες χώρες να καλύψουν τη διαφορά με τις υπόλοιπες· Αυτό συνεπάγεται την αναθεώρηση των περιορισμών που επικρατούν, οι οποίοι απαγορεύουν αυτές τις πολιτικές ως απαράδεκτες παρεμβάσεις στην ελεύθερη αγορά.
· Μία κεντρική τράπεζα που δεν εστιάζει μόνο στον πληθωρισμό, αλλά και στην ανάπτυξη, την απασχόληση και την οικονομική σταθερότητα.
· Αντικατάσταση των πολιτικών αντι-ανάπτυξης με πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης με έμφαση στις επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, τεχνολογία και υποδομές.
Μεγάλο μέρος του σχεδιασμού του ευρώ αντανακλά τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες που επικρατούσαν κατά τη γέννηση του ενιαίου νομίσματος. Θεωρούταν τότε ότι η διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα ήταν αναγκαία και σχεδόν αρκετή από μόνη της για να οδηγήσει σε ανάπτυξη και σταθερότητα. Το ότι η ανεξαρτητοποίηση των κεντρικών τραπεζών ήταν ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο νομισματικό σύστημα. Το ότι το χαμηλό χρέος και τα ελλείμματα θα εξασφάλιζαν την οικονομική σύγκλιση μεταξύ των χωρών μελών. Και το ότι μία ενιαία αγορά, με τα χρήματα και τους ανθρώπους να κυκλοφορούν ελεύθερα, θα εξασφάλιζε την αποτελεσματικότητα και τη σταθερότητα.
Καθένα από αυτά τα δόγματα αποδείχθηκε λάθος. Οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Ευρώπης βοήθησαν πολύ λιγότερο στην πορεία προς την κρίση από ότι οι λιγότερο ανεξάρτητες τράπεζες ορισμένων κορυφαίων αναδυόμενων αγορών, διότι η εστίασή τους στον πληθωρισμό απέσπασε την προσοχή τους από το πολύ σημαντικότερο πρόβλημα της οικονομικής αστάθειας.
Ομοίως, η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν δημοσιονομικά πλεονάσματα και χαμηλούς δείκτες χρέους/ΑΕΠ πριν από την κρίση. Η κρίση προκάλεσε τα ελλείμματα και το υψηλό χρέος, και όχι αντίστροφα, και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί στους οποίους έχει συμφωνήσει η Ευρώπη, ούτε θα διευκολύνουν την ταχεία ανάκαμψη, ούτε θα εμποδίσουν την επόμενη κρίση.
Τέλος, η ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία του χρήματος, φαινόταν να έχει νόημα. Οι συντελεστές παραγωγής θα πήγαιναν εκεί που οι αποδόσεις τους θα ήταν υψηλότερες. Αλλά, η μετανάστευση από τις πληγείσες χώρες, εν μέρει για να αποφευχθούν τα χρέη κληρονομιάς (μερικά εκ των οποίων εξαναγκάστηκαν από την ΕΚΤ, η οποία επέμεινε στην κοινωνικοποίηση των ιδιωτικών απωλειών), έχει υπονομεύσει τις πιο αδύναμες οικονομίες. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε κακή κατανομή του εργατικού δυναμικού.
Η εσωτερική υποτίμηση –η μείωση των εγχώριων μισθών και τιμών- δεν αποτελεί υποκατάστατο για την ευελιξία των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πράγματι, υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία σχετικά με τον αποπληθωρισμό, ο οποίος αυξάνει τη μόχλευση και το βάρος των επιπέδων του χρέους, τα οποία είναι ήδη πολύ υψηλά. Εάν η εσωτερική υποτίμηση ήταν πράγματι καλό υποκατάστατο, ο χρυσός κανόνας δεν θα αποτελούσε πρόβλημα κατά τη Μεγάλη Ύφεση, και η Αργεντινή θα είχε καταφέρει να κρατήσει το πέσο κοντά στο δολάριο όταν ξέσπασε η κρίση χρέους της πριν από μία δεκαετία.
Καμία χώρα δεν έχει αποκαταστήσει ποτέ την ευημερία μέσω της λιτότητας. Ιστορικά, ελάχιστες μικρές χώρες είχαν την τύχη να καλύψουν το κενό της συνολικής ζήτησης με εξαγωγές καθώς συρρικνώνονταν οι δημόσιες δαπάνες τους, επιτρέποντάς τους να αποφύγουν τις καταστροφικές συνέπειες της λιτότητας. Αλλά, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές έχουν αυξηθεί ελάχιστα από το 2008 (παρά τη μείωση των μισθών σε ορισμένες χώρες, κυρίως την Ελλάδα και την Ιταλία). Με την παγκόσμια ανάπτυξη τόσο χλιαρή, οι εξαγωγές δεν πρόκειται να αποκαταστήσουν σύντομα την ευημερία σε Ευρώπη και Αμερική.
Η Γερμανία και ορισμένες από τις άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, επιδεικνύοντας μία απρεπή έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, έχουν δηλώσει ότι δεν πρέπει να τους ζητηθεί να πληρώσουν το λογαριασμό για τους σπάταλους νότιους γείτονές τους. Η στάση αυτή είναι λανθασμένη από πολλές απόψεις. Καταρχάς, τα χαμηλότερα επιτόκια που ακολουθούν από τα ευρωομόλογα ή κάποιον παρόμοιο μηχανισμό, θα έκαναν το βάρος του χρέους διαχειρίσιμο. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι ΗΠΑ βγήκαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με πολύ υψηλό χρέος, αλλά μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν σημείωσαν την γρηγορότερη ανάπτυξη χώρας στην ιστορία του πλανήτη.
Αν η ευρωζώνη υιοθετήσει το πρόγραμμα που περιγράφεται ανωτέρω, δεν θα υπάρχει λόγος να αναλάβει κανέναν «λογαριασμό» η Γερμανία. Αλλά, υπό τις διεστραμμένες πολιτικές που έχει υιοθετήσει η Ευρώπη επί του παρόντος, η μία αναδιάρθρωση χρέους ακολουθείται από την επόμενη. Αν η Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά συνεχίσουν να επιμένουν στις τρέχουσες πολιτικές θα καταλήξουν, μαζί με τους νότιους γείτονές τους, να το πληρώνουν πολύ ακριβά.
Το ευρώ υποτίθεται ότι θα έφερνε ανάπτυξη, ευημερία και μία αίσθηση ενότητας στην Ευρώπη. Αντ’ αυτού, έχει φέρει στασιμότητα, αστάθεια και διαιρέσεις.
Δεν χρειάζεται να είναι έτσι τα πράγματα. Το ευρώ μπορεί να σωθεί, αλλά θα χρειαστούν πολλά περισσότερα από ωραία λόγια περί ευρωπαϊκής ενότητας και δέσμευσης. Αν η Γερμανία και οι άλλοι δεν είναι πρόθυμοι να κάνουν ό,τι χρειάζεται –αν δεν υπάρχει αρκετή αλληλεγγύη για να κάνουμε τις πολιτικές να λειτουργήσουν όπως πρέπει- τότε μπορεί να χρειαστεί να παρατήσουμε το ευρώ για χάρη της διάσωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.