Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 60 χρόνων, το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις: τις οικονομικές δυσκολίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο, τον βαρύ ζυγό του κομμουνισμού και την αβέβαιη μοίρα του πλανήτη μετά τον Ψυχρό πόλεμο.
Αλλά, ενώ έχει ξεπεράσει όλα αυτά τα εμπόδια, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελείται σήμερα από 38 κράτη, πολλά από τα οποία μοιράζονται ένα κοινό νόμισμα, η ΕΕ αντιμετωπίζει μία άλλη, εξίσου σημαντική πρόκληση –τη μείωση της πληθώρας των ρυθμίσεων που επιβαρύνουν τις μεγάλες της βιομηχανίες.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι δεσμευμένες από ρυθμίσεις και κανονισμούς, πολλοί εκ των οποίων προέρχονται από μη εκλεγμένους αξιωματούχους των Βρυξελλών. Η αξιέπαινη πρόθεση των τελευταίων να εναρμονίσουν τις επιχειρηματικές συνθήκες σε ολόκληρη την ΕΕ έχουν αντί αυτού υπονομεύσει την εμπορική δημιουργικότητα και το δυναμισμό της ηπείρου. Ως αποτέλεσμα, οι οικονομικές επιδόσεις έχουν γίνει υποτονικές καθώς η ανταγωνιστικότητα μειώνεται και η ανεργία, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, παραμένει επίμονα υψηλή.
Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ εκδίδουν χιλιάδες κανονισμούς, οδηγίες και αποφάσεις κάθε χρόνο. Το 2012 θεσπίστηκαν 1799 νόμοι· το 2011 θεσπίστηκαν αντίστοιχα 2062. Ορισμένοι νόμοι, οι οποίοι θεσπίστηκαν πριν από πολύ καιρό από τα έξι ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ισχύουν ακόμη βάσει των πρωτότυπων διατυπώσεών τους. Αυτό το γραφειοκρατικό χάος παρεμποδίζει τις επιχειρήσεις και αποθαρρύνει τους επιχειρηματίες.
Ένα μικρό αλλά σημαντικό παράδειγμα είναι το μέσο κόστος για τη σύσταση μίας επιχείρησης, το οποίο είναι €158 στον Καναδά, €664 στις ΗΠΑ και €2285 στην ΕΕ (ποσό που φτάνει έως και τα €4141 στην Ιταλία). Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, αυτό το τεράστιο κόστος εκκίνησης αποτελεί από μόνο του έναν τεράστιο ανατρεπτικό παράγοντα για ένα νέο επιχειρηματία που προσπαθεί να ξεφύγει από την ανεργία.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει πληγεί από παρόμοια προβλήματα. Ο τομέας πετροχημικών διεργασιών και διύλισης πετρελαιοειδών προμηθεύει την ΕΕ με ένα μεγάλο ποσοστό των καυσίμων της, και αποτελεί επίσης σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων. Ο δευτερογενής τομέας, μαζί με τη διανομή καυσίμων, συνεισφέρουν συνολικά περίπου 240 δισ. ευρώ ετησίως στα ταμεία των υπουργείων Οικονομικών. Από κάθε άποψη, πρόκειται για μία σημαντική βιομηχανία που δεν πρέπει να υποφέρει από υπερβολικές ρυθμίσεις. Ωστόσο, ενώ η βιομηχανία αντιμετωπίζει την απειλή των διογκωμένων τιμών φυσικού αερίου σε όλο τον κόσμο, οι ανησυχίες της σε τοπικό επίπεδο έχουν αποκλειστικά να κάνουν με την πληθώρα των κοινοτικών και εθνικών κανονισμών ενέργειας.
Η υπερβολική νομοθεσία έχει ωθήσει στα ύψη τις τιμές και έχει απωθήσει τους επενδυτές, όχι μόνο από τη διύλιση και τα πετροχημικά, αλλά και από όλους τους τομείς έντασης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των τομέων αλουμινίου, χάλυβα και τσιμέντου. Σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για βιομηχανικούς πελάτες είναι διπλάσιες από αυτές που πληρώνουν οι ομόλογοί τους στις ΗΠΑ. Άλλοι υπαίτιοι παράγοντες είναι οι υπερβολικά περίπλοκοι κλιματολογικοί κανονισμοί, η πολιτική αντίσταση στην ανάπτυξη σχιστολιθικού φυσικού αερίου, και οι ενεργειακές πολιτικές που ευνοούν τις ακριβές, αναποτελεσματικές τεχνολογίες.
Ορισμένοι φορείς χάραξης πολιτικής στις Βρυξέλλες αρχίζουν σταδιακά να αναγνωρίζουν ότι οι χαμηλότερες τιμές της ενέργειας θα μπορούσαν να είναι καλές για την οικονομία. Αλλά οι περισσότεροι εξακολουθούν να πιστεύουν η προστασία της κοινωνίας και του περιβάλλοντος από τις ευρύτερες επιπτώσεις του ενεργειακού κλάδου πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της ανάπτυξης της βιομηχανίας και της ευρύτερης οικονομικής ανάπτυξης. Υποθέτουν ότι η ισχυρή ανάκαμψη και η δημιουργία θέσεων απασχόλησης θα προκύψουν μόνες τους ως δια μαγείας. Ως αποτέλεσμα, αντί να απολαμβάνει βιώσιμη ανάπτυξη, η Ευρώπη οδεύει προς ένα μοντέλο το οποίο ίσως θα έπρεπε να ονομάσουμε «βιώσιμη στασιμότητα».
Η προσέγγιση αυτή είναι μία κολοσσιαία σπατάλη χρημάτων. Όπως τονίζει και ο Bjørn Lomborg του Copenhagen Consensus Center, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πληρώνει κάθε χρόνο 250 δισ. δολάρια για τις τρέχουσες κλιματολογικές πολιτικές της, για τα επόμενα 87 χρόνια. Με κόστος περίπου 20 τρισεκατομμύρια δολάρια, οι θερμοκρασίες μέχρι το τέλος του αιώνα θα έχουν μειωθεί κατά ένα αμελητέο 0,05οC.» Αντιθέτως, η ΕΕ θα χορηγήσει το ασήμαντο ποσό των 8 δισ. ευρώ μέσα σε μία περίοδο επτά ετών για την ανακούφιση της ανεργίας των νέων, η οποία κυμαίνεται επί του παρόντος κοντά στο 60% σε ορισμένα κράτη μέλη.
Αλλά η οικονομία της ευρωζώνης δεν πρόκειται να ανακάμψει, όπως δεν πρόκειται και να δημιουργηθούν αρκετές θέσεις εργασίας αν δεν επιτραπεί σε βιομηχανίες όπως αυτές του αλουμινίου, του ατσαλιού, των καυσίμων, των πλαστικών και του τσιμέντου, να αναπτυχθούν. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα ήταν κακό μόνο για την οικονομία, αλλά και για το περιβάλλον, διότι οι βιομηχανίες αυτές θα συνεχίσουν απλά να μεταφέρονται σε αγορές με πολύ χειρότερες περιβαλλοντολογικές επιδόσεις.
Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη επενδυτικών κεφαλαίων. Το 2011, οι εισηγμένες επιχειρήσεις της Ευρώπης είχαν κατ’ εκτίμηση €750 δισ. σε μετρητά στους ισολογισμούς τους, που ισοδυναμεί με τη διπλάσια μείωση επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα στην ΕΕ από το 2007 έως το 2011. Αλλά, παρά την κακή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, την απελπιστική ανάγκη για ανάπτυξη και θέσεις εργασίας και τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια, οι αρχές δεν κάνουν τίποτα απολύτως για να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει επειγόντως να προβούν σε ριζική αναθεώρηση του κανονιστικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα σε εκείνους τους κλάδους που έχουν και τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ευρύτερη οικονομία. Και, μετά από έξι δεκαετίες παρεμβάσεων, οι φορείς χάραξης πολιτικής της ΕΕ θα πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω και να εξετάσουν ποιοι περιορισμοί έχουν γίνει επιβλαβείς ή άσχετοι, και πως θα μπορέσουν να στηρίξουν καλύτερα τους επιχειρηματίες και τις βιομηχανίες του μέλλοντος.
Μεγάλο μέρος της προκαταρκτικής δουλειάς έχει ήδη γίνει από τον ΟΟΣΑ, όσον αφορά αρκετές κατευθυντήριες γραμμές: οι οικονομικοί στόχοι, ιδιαίτερα η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα, θα πρέπει να είναι το ίδιο σημαντικοί όσο και οι κοινωνικοί και οι περιβαλλοντικοί στόχοι. Τα οφέλη ενός κανονισμού θα πρέπει να δικαιολογούν το κόστος του. Οι κανονισμοί θα πρέπει να επανεξετάζονται τακτικά και θα πρέπει να πραγματοποιείται και μία ανάλυση κόστους-οφέλους όλων των εναλλακτικών λύσεων.
Με 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, 25% του παγκοσμίου ΑΕΠ, και 50% των παγκοσμίων δαπανών πρόνοιας, η ΕΕ έχει δημιουργήσει ένα μοντέλο που εμπνέει εκατομμύρια ανθρώπους στο να ονειρεύονται να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη. Ωστόσο, η ιστορική έμφαση της ΕΕ στην επίτευξη των κοινωνικών στόχων της, αποκλείοντας τις μακροπρόθεσμες ανάγκες της βιομηχανίας, υπονομεύει ολόκληρο το ευρωπαϊκό σχέδιο. Η ΕΕ είναι αδύνατο να είναι η ακμάζουσα, δημοκρατική πατρίδα που ονειρεύονται εκατομμύρια άνθρωποι αν η γραφειοκρατία συνεχίσει να «πνίγει» τις βιομηχανίες που είναι ζωτικής σημασίας για την ευρωπαϊκή ευημερία.