Τι είναι αυτό που καθορίζει τη Δύση; Αμερικανοί και Ευρωπαίοι πολιτικοί αρέσκονται να μιλούν για αξίες και θεσμούς. Αλλά, για δισεκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, το κρίσιμο σημείο είναι απλούστερο και πιο εύκολο να κατανοηθεί.
Η Δύση είναι το μέρος του πλανήτη όπου ακόμη και οι απλοί άνθρωποι ζουν άνετα. Αυτό είναι το όνειρο για το οποίο ρισκάρουν τη ζωή τους οι παράνομοι μετανάστες, προσπαθώντας να μπουν στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, ακόμη και αν το δέλεαρ της Δύσης παραμένει έντονο, ο ίδιος ο δυτικός κόσμος χάνει όλο και περισσότερο την πίστη του στο μέλλον. Την περασμένη εβδομάδα, ο Μπαράκ Ομπάμα έδωσε μία από τις πιο ζοφερές ομιλίες της προεδρίας του. Χρησιμοποιώντας αμείλικτους όρους, ο πρόεδρος των ΗΠΑ μίλησε για την αυξανόμενη ανισότητα και τη μείωση της κοινωνικής κινητικότητας που, σύμφωνα με αυτόν, «συνιστούν μία θεμελιώδη απειλή για το αμερικάνικο όνειρο, τον τρόπο ζωής μας και για το τι πρεσβεύουμε σε ολόκληρο τον κόσμο».
Μία δημοσκόπηση του Pew Research Center, η οποία διεξήχθη σε 39 χώρες έθεσε το εξής ερώτημα: «Θα είναι τα παιδιά στη χώρα σας σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν οι γονείς τους;» Η έρευνα έδειξε ότι μόλις το 33 τοις εκατό των Αμερικάνων πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα, ενώ το 62 τοις εκατό δήλωσαν ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς. Οι Ευρωπαίοι ήταν ακόμη πιο απαισιόδοξοι. Μόλις το 28 τοις εκατό των Γερμανών, το 17 τοις εκατό των Βρετανών, το 14 τοις εκατό των Ιταλών και το 9 τοις εκατό των Γάλλων πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα είναι σε καλύτερη θέση από ό,τι οι προηγούμενες γενιές. Αυτή η δυτική απαισιοδοξία έρχεται σε έντονη αντίθεση με την αισιοδοξία στον αναπτυσσόμενο κόσμο: το 82 τοις εκατό των Κινέζων, το 59 τοις εκατό των Ινδών και το 65 τοις εκατό των Νιγηριανών πιστεύουν σε ένα μέλλον με μεγαλύτερη ευημερία.
Θα ήταν ωραίο να πιστεύουμε ότι η συζήτηση περί μείωσης του βιοτικού επιπέδου στη Δύση πρόκειται απλά για προπαγάνδα. Αλλά, δυστυχώς, οι αριθμοί επιβεβαιώνουν το ένστικτο του κόσμου. Σύμφωνα με τους ερευνητές στο Ινστιτούτο Brookings, οι μισθοί των ανδρών σε ηλικία εργασίας στις ΗΠΑ –προσαρμοσμένοι για τον πληθωρισμό- έχουν πέσει κατά 19 τοις εκατό από το 1970. Ο μέσος Αμερικάνος –που κάποτε αποτελούσε την επιτομή του αμερικανικού ονείρου- έχει υποχωρήσει, ακόμη και ενώ τα κέρδη για το κορυφαίο 5 τοις εκατό έχουν εκτοξευθεί στα ύψη. Ακόμη και οι συντηρητικοί πολιτικοί ανησυχούν. Ο γερουσιαστής Marco Rubio, υποψήφιος ρεπουμπλικάνος για προεδρικό διορισμό το 2016, επισημαίνει ότι οι γονείς του ήταν σε θέση «να φτάσουν στη μεσαία τάξη» από σχετικά ταπεινές θέσεις εργασίας, ως μπάρμαν και υπηρέτρια. Στις μέρες μας, παραδέχεται ο ίδιος, κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον εφικτό.
Η αίσθηση της απογοήτευσης και της ανασφάλειας στην Ευρώπη είναι επίσης γειωμένη στην πραγματικότητα –ιδιαίτερα στη γνώση ότι οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας και συνταξιοδότησης είναι πιθανό να είναι λιγότερο γενναιόδωρες στο μέλλον. Η πίεση για την ευημερία είναι περισσότερο έντονη στις χώρες που έχουν υποφέρει χειρότερα από την κρίση χρέους –μέρη όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν ζήσει πραγματικές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις.
Αλλά το βιοτικό επίπεδο είναι ακόμη υπό πίεση και στις ευρωπαϊκές χώρες που τα έχουν πάει σχετικά καλά. Έρευνα των Financial Times έδειξε ότι οι Βρετανοί που γεννήθηκαν το 1985 είναι η πρώτη ηλικιακή ομάδα εδώ και 100 χρόνια που δεν βιώνει ανώτερο βιοτικό επίπεδο από αυτούς που γεννήθηκαν προ 10 ετών.
Ακόμη και στη Γερμανία, που συχνά επαινείται ως η πιο επιτυχημένη μεγάλη οικονομία στο δυτικό κόσμο, τα οφέλη του «Θαύματος της Μέρκελ» έχουν γίνει αισθητά κυρίως στο ανώτατο άκρο της μισθολογικής κλίμακας. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που έθεσαν τη βάση για τη σημερινή άνθηση των εξαγωγών της Γερμανίας συμπεριλάμβαναν την συγκράτηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα, την περικοπή των κοινωνικών παροχών και την απασχόληση πολύ περισσότερων προσωρινών υπαλλήλων.
Υπάρχει σχέση μεταξύ της αύξησης της αισιοδοξίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο και της αυξανόμενης απαισιοδοξίας στη δύση. Στην ομιλία του την περασμένη εβδομάδα, ο κ. Ομπάμα δήλωσε ότι «ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, άρχισε να διαλευκαίνεται το κοινωνικό συμβόλαιο». Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισε να ανοίγεται και η Κίνα.
Ακόμα και οι υπερασπιστές της παγκοσμιοποίησης αναγνωρίζουν συνήθως πλέον το γεγονός ότι η εμφάνιση ενός παγκόσμιου εργατικού δυναμικού έχει βοηθήσει να κρατηθούν οι μισθοί σε χαμηλά επίπεδα στη δύση. Ορισμένοι Ευρωπαίοι φίλοι μου ονειρεύονται ότι ο προστατευτισμός –ή ακόμα και ένας πόλεμος στην Ασία- θα μπορούσε να ξαναστείλει καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας πίσω προς τη Δύση. Αλλά στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση φαίνεται απίθανο να αντιστραφεί, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνολογικές, οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που την πιέζουν προς τα εμπρός. Θα ήταν σίγουρα ηθικά αμφισβητήσιμο να επιχειρήσουμε να ενισχύσουμε τα δυτικά πρότυπα ζωής, υπονομεύοντας την οικονομική τάση που έχει διασώσει εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Ακόμη και αν οι δυτικές χώρες έκλειναν τις αγορές τους, οι δυτικοί εργαζόμενοι –συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων γραφείου- θα ανακάλυπταν ότι όλο και περισσότερες δουλειές μπορούν να γίνουν φθηνότερα από υπολογιστές ή ρομπότ. Πράγματι, η επέλαση των ρομπότ μπορεί σύντομα να αποτελέσει απειλή για τους εργαζομένους της γραμμής συναρμολόγησης στην Κίνα.
Αν συνεχιστεί η διάβρωση του βιοτικού επιπέδου, πώς θα αντιδράσουν οι ψηφοφόροι στη Δύση; Υπάρχουν ήδη σημάδια πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης –με άνοδο της λαϊκιστικής δεξιάς τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν υπάρχει καμία πραγματική ένδειξη ότι το Κόμμα του Τσαγιού στην Αμερική ή τα εθνικιστικά κινήματα στην Ευρώπη έχουν ρεαλιστικές πιθανότητες να κυβερνήσουν κάποιο μεγάλο έθνος. Η συναίνεση γύρω από την παγκοσμιοποίηση φαίνεται επίσης να παραμένει σταθερή. Πράγματι, αυτό το Σαββατοκύριακο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου έκανε από ό,τι φαίνεται ένα σημαντικό βήμα προς μία νέα παγκόσμια συμφωνία εμπορίου.
Αλλά, ενώ τα νέα πολιτικά κινήματα δεν είναι ακόμη αρκετά έτοιμα ώστε να συνθλίψουν τα καθιερωμένα κόμματα στη Δύση, τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα είναι αναγκασμένα να αντιδράσουν στο νέο οικονομικό κλίμα. Η αυξανόμενη ανισότητα αυξάνει τις πιέσεις για δικαιότερη κατανομή των φόρων και υψηλότερους κατώτατους μισθούς και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μία ακόμη δεκαετία οικονομικής δυσπραγίας στη Δύση –ή, Θεός φυλάξοι, μία νέα οικονομική κρίση- είναι πιθανό να οδηγήσει στο να δούμε περισσότερες ριζοσπαστικές λύσεις και νέους πολιτικούς να έρχονται στο προσκήνιο.