Υποψιάζομαι ότι πολλοί αναγνώστες θα έχουν ένσταση με διάφορα στοιχεία της τελευταίας ταινίας του Σκορτσέζε με τίτλο «ο Λύκος της Γουόλ Στριτ».
Η ταινία κρατάει τρεις ώρες και εξερευνά τις απολαύσεις της κοκαΐνης, των ηρεμιστικών, των ψεμάτων, του να κλέβεις, να βρίζεις, να απατάς τη γυναίκα σου, να κρύβεις λεφτά στην Ελβετία, να συμμετέχεις σε όργια και να εκσφενδονίζεις νάνους.
Αλλά, για όσους ενδιαφέρονται για το business –και για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται business στη Νέα Υόρκη- η ταινία είναι τροφή για σκέψη. Ο κ. Σκορτσέζε είναι κορυφαίος χρονικογράφος του αμερικανικού υποκόσμου, έχοντας καταγράψει ένα ανησυχητικό κεφάλαιο στην εξέλιξή του. Ο ίδιος ο δημιουργός έχει διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι που έκαναν τρομερά εγκλήματα στις παλιές του ταινίες με τη μαφία, έχουν βρει κερδοφόρο καταφύγιο στις σκοτεινότερες γωνίες της οικονομίας.
Ο Λύκος της Γουόλ Στριτ είναι βασισμένος στα απομνημονεύματα ενός Νεοϋορκέζου που ονομάζεται Jordan Belfort. Προτού εστάλη σε ομοσπονδιακή φυλακή για 22 μήνες την τελευταία δεκαετία, έβγαλε εκατομμύρια δολάρια στις δεκαετίες του 1980 και 1990 τρέχοντας μία χρηματιστηριακή που ονομαζόταν Stratton Oakmont στο Long Island. Η εταιρεία ήταν ειδικευμένη σε μια τακτική που ήταν γνωστή ως «pump and dump» –μία τακτική πώλησης υψηλής πίεσης με σκοπό να εξαπατήσει τους ανθρώπους στο να αγοράσουν ύποπτες μετοχές σε μικρότερες εταιρείες ως τρόπος να εξασφαλίσει προμήθειες.
Όπως παραδέχεται και ο ίδιος, ο Belfort είναι ένας κακός άνθρωπος. Μετά την απελευθέρωσή του καυχήθηκε στο CNBC το 2007 ότι είχε «παίξει το παιχνίδι του εγκλήματος πολύ προσεκτικά για πολλά, πολλά χρόνια και είχε καλύψει τα ίχνη του με όρεξη και ζήλο». Όπως απεικονίζεται στην ταινία από το Λεονάρντο Ντικάπριο, πρόκειται για αρχετυπικό «εξυπνάκια» (wise guy) του Σκορτσέζε, γνωστό τύπο χαρακτήρα για όλους όσους έχουν δει τις τελευταίες ταινίες μαφίας του σκηνοθέτη, όπως το Goodfellas και το Casino. Κυνηγάει το εύκολο χρήμα, και όταν το παίρνει το επιδεικνύει δίχως ντροπή. Κάνει αστειάκια με τα «παιδιά» -στην προκειμένη περίπτωση, ως επί το πλείστον πρώην μικροέμποροι χόρτου- και δεν μπορεί να αντισταθεί στις ξανθιές.
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ του Belfort και των παλιότερων κακοποιών του Σκορτσέζε εντοπίζεται στα όπλα της επιλογής τους. Ο Belfort δεν έχει ανάγκη να πάρει ένα πιστόλι για να βγάλει χρήματα. Δεν χρειάζεται ποτέ να χρησιμοποιήσει έναν παγοκόφτη ή τις ίδιες του τις γροθιές για να «φροντίσει» κάποιο πρόβλημα (αν και γρονθοκοπεί τη γυναίκα του στο στομάχι όταν δυσκολεύουν τα ενδοοικογενειακά του). Για να γίνει σαν τον Robert De Niro, τον Joe Pesci ή τον Ray Liotta, το μόνο που έχει να κάνει ο Belfort είναι να σηκώσει το τηλέφωνο.
Όλο αυτό οδηγεί και σε μία πολύ διαφορετική «μύηση». Στις παλιές ταινίες με τη μαφία, ο κάθε γκάνγκστερ έπρεπε να σκοτώσει κάποιον για να μυηθεί στη συμμορία. Στη νέα ταινία, ο Belfort αφήνει τα δάχτυλά του να κάνουν όλη τη δουλειά. Στο πρώτο χρηματιστηριακό του γραφείο, ο νεοφώτιστος κακοποιός δίνει αρχική εντολή που περιλαμβάνει 500 κλήσεις την ημέρα.
Ωστόσο ο Belfort μαθαίνει σύντομα ότι, με την σωστή πάρλα, μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Στη Stratton Oakmont, εμπνέει το «στρατό» του μιλώντας για τα τηλέφωνά τους χρησιμοποιώντας πολεμικούς όρους. Περιγράφει τις συσκευές ως M16 τα οποία κρατούν δολοφόνοι οι οποίοι «δεν δε δεχθούν το όχι ως απάντηση» όταν πιέζουν για μία δημόσια προσφορά. Τους λέει ότι, για να πλουτίσουν, πρέπει να γίνουν «τηλεφωνικοί γαμ***νοι τρομοκράτες».
Στην ταινία, τα όπλα είναι σχεδόν ένα σύμβολο χαμηλής θέσης. Τα όπλα τα κρατούν άνθρωποι οι οποίοι δε βγάζουν τα πραγματικά μεγάλα χρήματα. Την πρώτη φορά που ακούμε όπλο να πυροβολεί, χρησιμοποιείται για εξάσκηση με στόχους από τον διώκτη του Belfort, έναν αυστηρών αρχών πράκτορα του FBI ο οποίος σημειώνει αργότερα, σχεδόν συνεσταλμένα: «Με το που μπαίνεις στο FBI, παίρνεις και ένα δωρεάν πιστόλι.»
Ο πράκτορας πιάνει τελικά τον Belfort, αλλά ο κ. Σκορτσέζε απεικονίζει τον νικητή της μάχης ως έναν κάπως θλιβερό τύπο. Προς το τέλος της ταινίας, βλέπουμε τον πράκτορα να διαβάζει για την υπόθεση στην εφημερίδα Newsday του Long Island καθώς βολτάρει μόνος του στο μετρό, περιτριγυρισμένος από καταβεβλημένους επιβάτες.
Ο Belfort, από την άλλη πλευρά, βγαίνει από τη φυλακή με έτοιμη καριέρα ως «ομιλητής παρακίνησης» (motivational speaker), διδάσκοντας διάφορους κακόμοιρους σε φτωχότερους δήμους (στην ταινία το όνομα του μέρους άλλαξε σε Όκλαντ, Νέα Ζηλανδία) πώς να πωλούν πράματα. Ο θεατής μένει με την αίσθηση ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει.
Ούτε, θα έλεγα, έχουμε ακούσει την τελευταία λέξη των Belfort στα παγκόσμια χρηματοοικονομικά. Τώρα που οι «εξυπνάκηδες» μπορούν να βγάλουν σοβαρά χρήματα σηκώνοντας το τηλέφωνο (ή χρησιμοποιώντας το laptop τους) και όχι κρατώντας όπλα, το έγκλημα έχει γίνει ευκολότερο. Αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν φραγμοί εισόδου στην αγορά, έχουν εξαλειφθεί.
Οι γκάνγκστερ στα παλιότερα έργα του Σκορτσέζε έκαναν οι ίδιοι τη βρώμικη δουλειά. Έβλεπαν το αίμα να κυλάει από τα θύματά τους και άκουγαν τις κραυγές του πόνου τους. Ο Belfort και η φάρα του βρήκαν πιο καθαρές απάτες. Ήταν σκληροί τύποι από απόσταση, και θα δούμε περισσότερους σαν κι αυτούς να ξεφυτρώνουν στα χρόνια που μας έρχονται. Υπάρχουν αρκετοί ακόμη άνθρωποι στο Long Island που θέλουν να «παρτάρουν».