Για τις χώρες που επλήγησαν από την κρίση, όπως η Ελλάδα, η αναδιάρθρωση επιδεινώθηκε από την έλλειψη πλαισίου.
Για δύο χρόνια, ο Πέτρος Χριστοδούλου είχε μία από τις πιο δύσκολες δουλειές στον κόσμο. Ως επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, κυρίαρχο μέλημά του ήταν να πείσει τους όλο και πιο επιφυλακτικούς επενδυτές να δανείσουν στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, χρειάστηκε να ενορχηστρώσει τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους στην ιστορία μέσα σε μια κακοφωνία διαμαρτυριών από τραπεζίτες, πολιτικούς, hedge funds και Ευρωπαίους ηγέτες.
Ο κ. Χριστοδούλου, ο οποίος είχε περάσει χρόνια ως έμπορος στη JPMorgan και στη Goldman Sachs, κράτησε την ψυχραιμία του, αλλά δε μπορούμε να πούμε το ίδιο και για το προσωπικό του, μεγάλο μέρος του οποίου παραιτήθηκε. Μόλις ολοκληρώθηκε η αναδιάρθρωση, αποχώρησε και αυτός από τον Οργανισμό Διαχείρισης. «Ήταν μία εξαιρετικά επίπονη κατάσταση», παραδέχεται. «Όταν χτυπά ο Αρμαγεδδών είσαι πάντοτε λιγότερο προετοιμασμένος από όσο νόμιζες.»
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Χριστοδούλου πιστεύει ότι μπορούμε να αντλήσουμε πολύτιμα διδάγματα από την επώδυνη εμπειρία της Ελλάδας με την αναδιάρθρωση του χρέους. «Το σύστημα πρέπει να διορθωθεί», λέει. «Οφείλουμε να διαθέτουμε ένα προβλέψιμο πλαίσιο για τις αναδιαρθρώσεις που θα εξασφαλίζει ότι οι άλλες χώρες δεν θα χρειαστεί να περάσουν αυτά που πέρασε η Ελλάδα».
Δεν είναι ο μόνος που πιστεύει ότι η διαδικασία πτώχευσης των χωρών θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Η κρίση της ευρωζώνης έχει πυροδοτήσει έντονη συζήτηση μεταξύ των φορέων χάραξης πολιτικής, των επενδυτών, των οικονομολόγων και των ακαδημαϊκών σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τις παγίδες του πλαισίου για τις κρατικές αναδιαρθρώσεις χρέους, ή μάλλον, σχετικά με την έλλειψη ενός τέτοιου πλαισίου.
Ακόμη και οι Καναδικές και οι Βρετανικές κεντρικές τράπεζες έχουν συμμετάσχει με απόψεις σχετικά με το πώς μπορεί να βελτιωθεί το σύστημα.
Η συζήτηση έχει γίνει ακόμη πιο έντονη από τότε που η Elliott Management, ένα αμερικανικό hedge fund γνωστό για την άντληση χρημάτων από χώρες που έχουν πτωχεύσει, σημείωσε μία νομική νίκη το 2012, σε παρατεταμένη δικαστική μάχη με την Αργεντινή. Αν και η Elliott, δεν έχει πάρει ακόμα ούτε ένα πέσο από το Μπουένος Άιρες, πολλοί ειδικοί φοβούνται ότι η αρχική της επιτυχία έχει δώσει ένα ισχυρό όπλο στους πιστωτές, το οποίο θα περιπλέξει περαιτέρω τις μελλοντικές αναδιαρθρώσεις δημοσίου χρέους.
Δεν πρόκειται απλά για μία απόκρυφη συζήτηση για το τι πήγε στραβά με την Ελλάδα, αλλά για μία αμιγώς πολιτική αντιπαράθεση η οποία θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η κρίση της ευρωζώνης έχει υποχωρήσει, αλλά πολλοί είναι αυτοί που φοβούνται ότι το θεμελιώδες πρόβλημα που έφερε στην επιφάνεια –τα υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους σε πολλά μέρη του κόσμου- παραμένει ένας κίνδυνος.
Ο Philip Wood της Allen & Overy, του δικηγορικού γραφείου που συμβούλεψε τους πιστωτές της Ελλάδας, δηλώνει: «Ελπίζω η Ελλάδα να ήταν μεμονωμένη περίπτωση, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Αν κοιτάξει κανείς όλο το χρέος που υπάρχει εκεί έξω, είναι δύσκολο να ισχυριστεί ότι δεν αποτελεί πρόβλημα. Οι κρατικές πτωχεύσεις δεν έχουν εκλείψει. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό να χειροτερέψουν.»
Πέρυσι, το Ταμείο αποφάσισε να υποστηρίξει αυτούς που ένιωθαν ότι το σημερινό σύστημα είναι γεμάτο προβλήματα. Σε ένα εκτεταμένο έγγραφο που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο, παρέθεσε μία σειρά από προτάσεις οι οποίες ενθουσίασαν πολλούς υποστηρικτές της αναμόρφωσης και τρόμαξαν τους αντιπάλους τους.
Το κύριο επιχείρημα του ΔΝΤ ήταν ότι οι χώρες τείνουν να αναδιαρθρώνονται πολύ αργά, και όταν το κάνουν, η ελάφρυνση του χρέους είναι υπερβολικά μικρή. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε τυχόν δάνεια διάσωσης που παρέχονται από το ΔΝΤ, ή από άλλους επίσημους δανειστές όπως τράπεζες ανάπτυξης ή γειτονικές χώρες, πηγαίνουν στην πραγματικότητα για την αποπληρωμή των ιδιωτών πιστωτών και απλώς προσθέτουν στο ήδη τρομακτικό βάρος του χρέους.
Ως εκ τούτου, το ΔΝΤ σκοπεύει να διερευνήσει τρόπους για να κάνει τους πιστωτές να αναδιαρθρώσουν «εθελοντικά» τις αποπληρωμές δημοσίου χρέους μίας χώρας όταν η κυβέρνησή της βρίσκεται αντιμέτωπη με μία προσωρινή ύφεση ή μία πλήρη κρίση φερεγγυότητας. Μόνο μετά από αυτό το στάδιο θα εμπλεκόταν το ταμείο με κάποιο πρόγραμμα διάσωσης.
Το ΔΝΤ αναζητά επίσης τρόπους για να αντιμετωπίσει την απειλή που θέτει η δικαστική προσφυγή της Αργεντινής. Αποφεύγοντας τους ευφημισμούς, αυτό σημαίνει ότι το ταμείο θα απαιτεί από τις χώρες να αθετήσουν τις πληρωμές χρέους τους και από τους πιστωτές να επωμιστούν τις απώλειες –έστω και ήπιες- αν μία χώρα οδηγηθεί στην αγκαλιά του ταμείου. Ωστόσο, ο Hugh Bredenkamp, αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος πολιτικής του ΔΝΤ, υποστηρίζει ότι αυτό είναι αναγκαίο για να αποφευχθεί η επανάληψη περιπτώσεων όπως της ελληνικής κρίσης.
«Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι οι αναδιαρθρώσεις χρέους πολύ συχνά ήταν πολύ μικρές, και ήρθαν πολύ αργά, εμποδίζοντας την οικονομική ανάκαμψη, αποτρέποντας τις επενδύσεις και δημιουργώντας ευκαιρίες για τους ιδιώτες πιστωτές ώστε να εξαργυρώσουν στην πορεία προς την αναδιάρθρωση, αφήνοντας τους επίσημους πιστωτές –δηλαδή τους φορολογούμενους- να φέρουν όλο το βάρος», δηλώνει.
Το ΔΝΤ έχει εμπλακεί τώρα σε μία παρατεταμένη διαβούλευση με οικονομολόγους, ακαδημαϊκούς, επενδυτές, τραπεζίτες και αξιωματούχους σχετικά με τις προτάσεις του. Οι άνθρωποι του Ταμείου ελπίζουν ότι θα παρουσιάσουν εξειδικευμένες προτάσεις στο ΔΣ του Ταμείου προς έγκριση τον Ιούλιο.
Ακόμη και μετά από όλα αυτά, το ΔΝΤ αναμένει ότι θα χρειαστούν περισσότερες συζητήσεις. «Προχωρούμε με προσοχή, και χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας βιαστικά χρονοδιαγράμματα και επικείμενες ανάγκες», τονίζει ο κ. Bredenkamp.
Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι το ΔΝΤ δεν στοχεύει αρκετά μακριά. Αυτοί μιλούν για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τις κρατικές πτωχεύσεις, παρόμοιο με μία πρόταση του ταμείου προ δεκαετίας. Η πρωτοβουλία, γνωστή και ως Μηχανισμός Αναδιάρθρωσης Δημοσίου Χρέους (SDRM), μιμείται πτυχές της εταιρικής πτώχευσης, με το ταμείο να παίζει τον κεντρικό ρόλο του κριτή. Αλλά, η πρωτοβουλία ναυάγησε αφότου οι ΗΠΑ απέσυραν την υποστήριξη τους.
Το ΔΝΤ σπεύδει να τονίζει ότι δεν επιδιώκει μία «θεσμοθετημένη» λύση για τα προβλήματα που έχουν εντοπιστεί. Διερευνά, κατά κύριο λόγο, τις πιθανές αλλαγές στις πολιτικές δανεισμού του, καθώς και τυχόν μικρής κλίμακας βελτιώσεις στη διαδικασία αναδιάρθρωσης μέσω μικρο-ρυθμίσεων στις συμβάσεις ομολόγων.
Αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ενίσχυση των «ρητρών συλλογικής δράσης». Οι ρήτρες «γεννήθηκαν» από τις στάχτες του μηχανισμού και επιτρέπουν στην ενισχυμένη πλειοψηφία των ομολογιούχων να ψηφίσει για μία αναδιάρθρωση που δεσμεύει τους πάντες. Αποτελούν πλέον κοινό χαρακτηριστικό στις αγορές ομολόγων, και περιορίζουν τις πιθανότητες ότι οι πιστωτές που αποτελούν μειοψηφία, όπως η Elliott, θα μπορούν να υπονομεύσουν μία συμφωνία. Ωστόσο, είναι κάθε άλλο παρά καθολικές, και δεν αποτελούν πανάκεια, γι’ αυτό και το ταμείο θέλει να τις βελτιστοποιήσει.
«Το Ταμείο αναζητά κάτι που θα κάνει το σύστημα να λειτουργήσει λίγο καλύτερα», λέει η Anne Krueger, η οποία ήταν και ηγετική φυσιογνωμία του SDRM, ως η πρώτη αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΔΝΤ μεταξύ 2001-2006. «Προφανώς, θα βοηθούσε να έχουμε έναν θεσμοθετημένο μηχανισμό εν ισχύ, αλλά το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτό είναι εφικτό στο πλαίσιο των πολιτικών περιορισμών.»
Ωστόσο, η Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικής Πολιτικής και Μεταρρυθμίσεων, ένα ισχυρό think-tank, έχει στηρίξει το ΔΝΤ και το έχει παροτρύνει να προχωρήσει ακόμη περισσότερο σε ορισμένους τομείς. Σε μία μελέτη με τίτλο «Επανεξέταση της Κρατικής Πτώχευσης» η οποία δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο, το think-tank υποστήριξε ένα θεσμοθετημένο σύστημα για την ευρωζώνη, τη σαρωτική μεταρρύθμιση της σύμβασης ομολόγων και τη δημιουργία ενός «μηχανισμού αναδιάρθρωσης του κρατικού χρέους», υπό την αιγίδα του ΔΝΤ. Αυτό θα συνδύαζε το δανεισμό κεφαλαίων με την αναδιάρθρωση του χρέους κάτω από σαφώς προκαθορισμένα κριτήρια.
Ο Lee Buchheit, συνέταιρος στην Cleary Gottlieb, προτιμώμενος νομικός σύμβουλος για τις προβληματικές χώρες και συν-συγγραφέας της μελέτης CIEPR, παραδέχεται ότι η αντίσταση στις προτάσεις είναι άγρια. Ωστόσο, ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι η συζήτηση θα αποδώσει καρπούς. «Είναι απλά πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς καλά πολιτικά επιχειρήματα ενάντια στην πρόταση αυτή», δηλώνει.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν αρκετοί αξιωματούχοι, δικηγόροι, ακαδημαϊκοί και επενδυτές οι οποίοι έχουν «μπει στη σειρά» για να επικρίνουν ακόμη και τις πιο μετριοπαθείς προτάσεις του ΔΝΤ. Προειδοποιούν ότι αν εφαρμοστεί, το σχέδιο θα έχει σοβαρές ανεπιθύμητες συνέπειες που θα μπορούσαν, σε ακραίες περιπτώσεις, να έχουν συστημικές επιπτώσεις.
Ο κ. Wood υποστηρίζει ότι παρά τις ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις της προσφυγής της Αργεντινής, το σημερινό σύστημα «φαίνεται να λειτουργεί αρκετά καλά». Επισημαίνει ότι ακόμη και η τεράστια αναδιάρθρωση στην Ελλάδα, η οποία ήταν γεμάτη πολιτικές αντιπαραθέσεις, πήρε μόνο λίγους μήνες. «Υπάρχει ένα νομικό κενό στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι επικρατεί αναρχία».
Ενώ το ταμείο πιστεύει ότι οι αναδιαρθρώσεις έρχονται συχνά πολύ αργά και είναι ανεπαρκείς, οι επενδυτές ανησυχούν ότι τώρα θα στραφεί πολύ βίαια προς την αντίθετη κατεύθυνση, με δράσεις που προκαλούνται από τα εύκολα όρια του χρέους, για παράδειγμα. Αξιωματούχοι του ΔΝΤ τονίζουν ότι το Ταμείο επιδιώκει μονάχα τη συνετή, ήπια «αναδιάρθρωση» όταν δε μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι τα χρέη είναι βιώσιμα, αλλά πολλοί διαχειριστές κεφαλαίων παραμένουν επιφυλακτικοί.
Ορισμένοι διαχειριστές κεφαλαίων προβλέπουν ότι αυτό θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος δανεισμού των χωρών και να κάνει τις κρίσεις πιο συχνές και πιο επώδυνες. Από τη στιγμή που οι επενδυτές θα πάρουν μια γεύση από ένα ενδεχόμενο πρόγραμμα του ΔΝΤ, η χώρα που εμπλέκεται θα «πεταχτεί» αμέσως έξω από τις αγορές χρέους. Τα χρήματα θα μπορούσαν ακόμη και να αρχίσουν να φεύγουν από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, κλιμακώνοντας γρήγορα τις ήπιες ανησυχίες σε μία πλήρη οικονομική κρίση.
Δεν ανησυχούν μονάχα οι ιδιοτελείς επενδυτές. Η Moody’s, ο οργανισμός αξιολόγησης, έχει προειδοποιήσει ότι «οι προτεινόμενες πολιτικές του ΔΝΤ μπορεί να βελτιώσουν την επίλυση των κρίσεων δημοσίου χρέους, αλλά θα αυξήσουν τις πιθανότητες, θα επισπεύσουν το χρονοδιάγραμμα και θα αυξήσουν τη σοβαρότητα των αναδιαρθρώσεων χρέους».
Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι το Ταμείο θα πρέπει να σκληρύνει την πολιτική ραχοκοκαλιά του, και όχι τις πολιτικές του. Εξάλλου, το ΔΝΤ ενέκρινε αρχικά την διάσωση της Ελλάδας χωρίς αναδιάρθρωση, έπειτα από έντονες πιέσεις από τους Ευρωπαίους μετόχους του. Αν το Ταμείο είναι επιφυλακτικό σχετικά με το αν τα χρέη μίας χώρας είναι βιώσιμα, τότε μπορεί θεωρητικά να χρησιμοποιήσει τη θέση του ως δανειστής έσχατης ανάγκης για να αναγκάσει μία χώρα να αναδιαρθρώσει τα χρέη της.
«Δε λείπει τίποτα από τα εργαλεία του ΔΝΤ. Το μόνο που του λείπει είναι πολιτική βούληση», λέει η Anna Gelpern, καθηγήτρια νομικής στο Georgetown και συν-συγγραφέας της μελέτης CIEPR.
Το πιο σημαντικό είναι ότι κάποιοι από τους ίδιους τους μετόχους του ΔΝΤ φαίνεται πως έχουν αμφιβολίες. Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανησυχεί για τον αντίκτυπο που θα έχουν οι νίκες της Elliott στην Αργεντινή στα υπόλοιπα hedge funds. Ωστόσο, το υπουργείο Οικονομικών ευνοεί μία ρεαλιστική, κατά περίπτωση, προσέγγιση, σε αντίθεση με το να υιοθετήσουμε αυτό που αντιλαμβάνεται ως πολιτική τεκμαρτών αναδιαρθρώσεων. Ακόμη και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που υποστήριξαν την πρωτοβουλία SDRM ανησυχούν ότι οι προτάσεις θα μπορούσαν να τρομάξουν τους επενδυτές και να αναθερμάνουν την κρίση στην ευρωζώνη.
Παρά τις αντιρρήσεις, ορισμένες από τις προτάσεις του ΔΝΤ είναι πιθανό να επιζήσουν. Για παράδειγμα, τα λιγότερο αμφιλεγόμενα μέτρα, όπως το να ενισχυθούν οι ρήτρες συλλογικής δράσης ώστε να επιτραπεί το ψήφισμα της αναδιάρθρωσης όλων των χρεών μίας χώρας και όχι μόνο των ομολόγων, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Τα μέτρα αυτά θα μειώσουν τον κίνδυνο παρόμοιων δικαστικών διαμαχών με αυτήν της Αργεντινής.
Το ίδιο το γεγονός ότι το ΔΝΤ επανεξετάζει τις πολιτικές δανεισμού του θα μπορούσε επίσης να έχει αντίκτυπο. Προσπαθεί σαφώς να επισημάνει ότι οι πιστωτές δεν θα πρέπει να περιμένουν να την «βγάλουν καθαρή» σε όλα τα μελλοντικά προγράμματα του ΔΝΤ.
Ανεξάρτητα από το τι θα αποφασίσουν τελικά το ΔΣ του Ταμείου και οι κυβερνητικοί μέτοχοι, ο κ. Buchheit υποστηρίζει ότι το προσωπικό του θα καταφέρει σίγουρα ένα πράγμα: «Θα περάσει ένα μήνυμα στις αγορές ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις πλήρεις διασώσεις είναι αβάσιμες, καθώς επίσης και στους ταραγμένους μελλοντικούς οφειλέτες ότι θα πρέπει να περιμένουν ότι θα χρειαστεί αναδιάρθρωση.»
Ακόμη και ορισμένοι παλιοί εχθροί του ΔΝΤ ενισχύουν αυτή την άποψη. Ο John Taylor, καθηγητής οικονομικών στο Stanford, ήταν μεταξύ των κορυφαίων αντιπάλων του SDRM ως υφυπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ για τις διεθνείς υποθέσεις μεταξύ 2001-2005, αλλά συμφωνεί ότι η διαδικασία αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους χρειάζεται να διορθωθεί.
Εξακολουθεί να προτιμά μία συμβατική προσέγγιση, αλλά υποστηρίζει ότι το Ταμείο θα πρέπει να διαθέτει μία πολιτική αναδιάρθρωσης η οποία να είναι όσο το δυνατόν αυτόματη, ξεκάθαρη και αξιόπιστη. «Οφείλουμε να απομακρυνθούμε από αυτή τη νοοτροπία των σχεδίων διάσωσης», προσθέτει.