Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε κατά της δέσμευσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράσει δυνητικά απεριόριστες ποσότητες κρατικών ομολόγων των προβληματικών χωρών της ευρωζώνης, και έχει ζητήσει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) να επιβεβαιώσει αυτή την απόφαση.
Μέχρι να συμβεί αυτό, το πρόγραμμα των «οριστικών νομισματικών συναλλαγών» (OMT) είναι ουσιαστικά «νεκρό», υπονομεύοντας έτσι τη δυνατότητα της ΕΚΤ να ενεργεί ως αποτελεσματικό και αξιόπιστο δίχτυ ασφαλείας για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε μία περίοδο που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παραμένουν απρόθυμες να καλύψουν το κενό.
Το γερμανικό δικαστήριο θεωρεί το πρόγραμμα OMT ως παραβίαση της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης κυβερνήσεων. Σύμφωνα με το δικαστήριο, το πρόγραμμα θα μπορούσε να είναι νόμιμο μόνο αν ήταν περιορισμένο σε μέγεθος εκ των προτέρων, αποκλείοντας τις απώλειες στο δημόσιο χρέος και αποφεύγοντας «παρεμβολές με τη διαμόρφωση των τιμών στην αγορά». Το πρόβλημα είναι ότι σχεδόν όλες οι πολιτικές της ΕΚΤ παραβιάζουν αυτές τις αρχές, γι’ αυτό και η απόφαση αυτή αποτελεί σοβαρό πλήγμα για την Ευρώπη.
Σίγουρα, η ΕΚΤ θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί τις συναλλαγές OMT, τουλάχιστον έως ότου βγει η σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Στην πράξη, ωστόσο, η αύξηση της αντιπολίτευσης στη Γερμανία ενάντια του OMT και των άλλων πολιτικών της ΕΚΤ θα καταστήσει αδύνατη τη σωστή χρήση του προγράμματος –δηλαδή το να παρεμβαίνει αποτελεσματικά στις αγορές κρατικών ομολόγων για να ανακόπτει τον πανικό.
Ο εκ των προτέρων περιορισμός των αγορών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, όπως απαιτεί το γερμανικό δικαστήριο, θα ήταν παράλογος, διότι θα ευνοούσε την κερδοσκοπία στην αγορά. Ως αποτέλεσμα, η ΕΚΤ θα πρέπει να χρησιμοποιήσει εναλλακτικά εργαλεία πολιτικής για την αντιμετώπιση των δυσλειτουργικών χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εστιάσει ξανά στην υποστήριξη των τραπεζών, καθώς και στην ανάπτυξη νέων μέσων που θα έχουν μία πιο άμεση επίδραση στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά των χωρών που πλήττονται από την κρίση.
Η απόφαση των δικαστηρίων ενισχύει την κυβέρνηση της Γερμανίας και εκείνους στο κοινοβούλιο της χώρας που θέλουν λιγότερη υποστήριξη για τις πληγείσες χώρες και τάσσονται ενάντια σε όποια περαιτέρω μεταβίβαση της κυριαρχίας στην Ευρώπη. Δεδομένης της διαφωνίας γύρω από το πρόγραμμα OMT, και πρόθυμο να αποφύγει οποιεσδήποτε μελλοντικές αποφάσεις, το γερμανικό κοινοβούλιο μπορεί να οδηγηθεί στο να υποστηρίξει μονάχα τα προγράμματα διάσωσης που αποκλείουν την υποστήριξη OMT, όπως την «προληπτική γραμμή υπό όρους» του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αντί να υποστηρίξει την πιο ευέλικτη «πιστωτική διευκόλυνση με αυξημένους όρους».
Εν τέλει, αυτή πρόκειται για πολύ κακή είδηση, δεδομένου ότι θα περιορίσει την αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Η Πορτογαλία θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη δοκιμή, αν κάνει αίτηση για ένα δίκτυ προστασίας από τον ΕΜΣ μέσα στους επόμενους μήνες, αν και η θέση της μπορεί να είναι αρκετά καλή ώστε να μην χρειαστεί την στήριξη του προγράμματος OMT.
Μένει να δούμε το πώς θα «χωνέψουν» οι αγορές την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου. Μπορεί η αρχική αντίδραση στα νέα να μην είναι έντονη, καθότι δεν υπάρχει άμεση απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ευρωζώνη. Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα είναι πως θα αντιδράσουν οι αγορές στα μελλοντικά κακά μαντάτα, είτε αυτά έχουν να κάνουν με κράτη είτε με τράπεζες.
Η στενή αλληλεπίδραση μεταξύ κρατών και τραπεζών στις χώρες της ευρωζώνης έχει γίνει ακόμη πιο εμφανής τα τελευταία χρόνια, καθώς οι τράπεζες διατηρούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των κρατικών ομολόγων των χωρών προέλευσής τους. Η μειωμένη ικανότητα της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει τους συναλλαγματικούς κινδύνους και τους κινδύνους κυριαρχίας, σημαίνει ότι θα χρειαστεί να σπάσει το βρόχο ανάδρασης μέσω των τραπεζών –μία αυξανόμενα δύσκολη και λιγότερο αποτελεσματική προσέγγιση που αυξάνει την πιθανότητα δημιουργίας πανικού στην αγορά και την πιθανότητα μίας βαθύτερης κρίσης.
Παρ’ όλα αυτά, περιορίζοντας την ικανότητα της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει την αλληλεξάρτηση κρατών και τραπεζών, αυτό μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερες πιέσεις στους φορείς χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης ώστε να αντιμετωπίσουν άμεσα τα τραπεζικά προβλήματα. Η επικείμενη αναθεώρηση της ποιότητας του ενεργητικού από την ΕΚΤ, και τα επόμενα τεστ αντοχής των ευρωπαϊκών τραπεζών, μπορεί να είναι η τελευταία ευκαιρία για διόρθωση του τραπεζικού συστήματος και για την αποφυγή μίας μακροχρόνιας οικονομικής απουσίας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε στυλ Ιαπωνίας. Υπό αυτή την έννοια, η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου τονίζει την ανάγκη για ταχεία ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, καθώς και ενός σωστού μηχανισμού εποπτείας και εξυγίανσης.
Τέλος, η υπόθεση αναδεικνύει την ανάγκη για αλλαγή της Συνθήκης. Η απόφαση του δικαστηρίου να δεχτεί την υπόθεση εναντίον του προγράμματος OMT θα μπορούσε να εξαπολύσει μία πλημμύρα αγωγών ενάντια των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, όπως της ΕΚΤ ή του ΕΜΣ, κάθε φορά που οι πολίτες των κρατών μελών αποδοκιμάζουν τις ενέργειές τους. Η απόφαση είναι μία πρόσκληση για τους φορείς χάραξης πολιτικής ώστε να προχωρήσουν σε διεξοδική αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, όχι μόνο για την ενίσχυση της ΕΚΤ και της νομισματικής πολιτικής, αλλά και σε σχέση με όλες τις εκκρεμείς θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα της ΕΚΤ να ενεργεί ως αποτελεσματικός δανειστής έσχατης ανάγκης, μειώνοντας έτσι την ανεξαρτησία της και υπονομεύοντας, τελικά, την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τους πανικούς της αγοράς και τις κρίσεις –και συνεπώς εμποδίζοντάς την να εκπληρώσει την πρωταρχική της εντολή για σταθερότητα των τιμών. Η απόφαση καθιστά πιο επιτακτική από ποτέ την ανάγκη να δημιουργήσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μία βιώσιμη και αποτελεσματική τραπεζική ένωση και να ενισχύσουν τον ΕΜΣ ως ασπίδα προστασίας για τις χώρες που βρίσκονται σε κρίση.