Θα ήταν δελεαστικό για την υπόλοιπη Ευρώπη να απορρίψει τους Ελβετούς ψηφοφόρους, με τη δικαιολογία ότι είναι παράλογοι, μετά το δημοψήφισμα της Κυριακής.
Η ψηφοφορία οδηγεί σε μία συνταγματική τροποποίηση που θα ελέγχει τη μετανάστευση, μεταξύ άλλων και από τις χώρες της ΕΕ, παραβιάζοντας τους όρους της συνθήκης της Ελβετίας με τις Βρυξέλλες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αδιαφορήσουμε για τους Ελβετούς ψηφοφόρους.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι πλήγμα για την κυβέρνηση. Οι ελπίδες για ουσιαστικές παραχωρήσεις της ΕΕ θα εξατμιστούν παντελώς. Μία χώρα που βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, αντιμετωπίζει τώρα μία δύσκολη επιλογή. Θα συνεχίσει να απολαμβάνει την ευημερία που πηγάζει από μία οικονομία βαθιά ριζωμένη στην Ευρώπη, και θα αποδεχθεί τη μερική απώλεια κυριαρχίας που έρχεται με αυτή την ευημερία; Ή θα γίνει ξανά κυρίαρχος της μοίρας της και θα αποδεχθεί το χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο καθώς θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις ευρωπαϊκές αγορές; Η κυβέρνηση πρέπει να θεσπίσει νομοθεσία εντός τριών ετών για την εφαρμογή της συνταγματικής τροποποίησης. Δε μένει και πολύς χρόνος.
Οι ακροδεξιοί χορηγοί του δημοψηφίσματος κέρδισαν την ψηφοφορία διότι ξέρουν τι θέλουν. Το κέντρο και η κεντροαριστερά έχασαν διότι δε μπόρεσαν να προσφέρουν μία εναλλακτική λύση και επειδή φοβόντουσαν να παλέψουν. Είναι δύσκολο να επικρατήσεις στο ρινγκ, όταν αρνείσαι να χρησιμοποιήσεις και τις δύο σου γροθιές.
Η Ελβετία βρίσκεται τώρα σε ένα σταυροδρόμι. Το ελβετικό κοινοβούλιο μπορεί να θέλει να ξεκινήσει ταρακουνώντας το πολιτικό status quo. Μία πιθανότητα θα ήταν να διορίσει άλλον ένα ακροδεξιό υπουργό ο οποίος θα προστεθεί στον ήδη υπάρχοντα στην κυβέρνηση, και να δώσει και στους δύο βασικές θέσεις στο υπουργικό συμβούλιο. Με αυτόν τον τρόπο, η ακροδεξιά μπορεί να είναι υπόλογη για τις επερχόμενες συζητήσεις με τους ομόλογους της Ελβετίας στην ΕΕ, στη δύσκολη αναζήτηση για έναν συμβιβασμό.
Ποια διδάγματα μπορεί η Ευρώπη -και ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο- να αντλήσει από την ιστορική αυτή ψηφοφορία των Ελβετών μετά από όλα αυτά τα επακόλουθα; Είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι οι διάφορες διαστάσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν χαίρουν πλέον ευρείας υποστήριξης. Το ευρωπαϊκό σχέδιο πρέπει να μεταμορφωθεί προκειμένου να μην χάσει τη δημοκρατική του νομιμοποίηση. Αναμφίβολα, αυτό πρέπει να γίνει προς δύο κατευθύνσεις. Η σταθερότητα της ευρωζώνης εξαρτάται από τη βαθύτερη ολοκλήρωση μεταξύ των 18 κρατών μελών, η οποία θα πρέπει να καταλήξει στην δημιουργία μίας κοινής δημοσιονομικής αρχής. Ωστόσο, ορισμένα μέρη της Ευρώπης δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν το δρόμο της ολοένα και στενότερης ένωσης. Για αυτούς, η μεταμόρφωση αυτή σημαίνει επανεστίαση στην αρχική εμπορική και τελωνειακή ένωση.
Μία τέτοια διττή προσέγγιση θα μπορούσε να καταστήσει εφικτό για βαθιά ανεξάρτητες χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελβετία, να ανακαλύψουν μία μορφή συμμετοχής, ή ένα είδος σχέσης με την ΕΕ που να έχει πιθανότητες να κερδίσει τη διαρκή λαϊκή συναίνεση. Θα μπορούσε επίσης να εξομαλύνει το δρόμο για την είσοδο της Τουρκίας και της Ουκρανίας. Οι χώρες αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, αλλά δεν θα μπορέσουν ποτέ να ενταχθούν στην ΕΕ, με τη σημερινή βαθιά φύση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τέτοιου είδους ριζικές αλλαγές θα χρειαστούν προφανώς και σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες. Μέχρι στιγμή, δεν υπάρχει καμία σημαντική ένδειξη ότι ακούγονται οι εκκλήσεις για βοήθεια του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, David Cameron. Ίσως να μπορέσει το ελβετικό δημοψήφισμα να χρησιμεύσει ως υπενθύμιση για την Άνγκελα Μέρκελ, τη Γερμανίδα καγκελάριο, και για τον Φρανσουά Ολλάντ της Γαλλίας ότι, χωρίς παραχωρήσεις και μεταρρυθμίσεις, η Ευρώπη μπορεί να έρθει σύντομα αντιμέτωπη με πολύ μεγαλύτερους «πονοκεφάλους» από άλλα δημοψηφίσματα.
«Γιατί έχει συσταθεί εξαρχής η κυβέρνηση;» ρωτά ο Alexander Hamilton, ένας από τους ιδρυτές της Αμερικής. «Επειδή τα πάθη των ανθρώπων δεν συμμορφώνονται με τις επιταγές της λογικής και της δικαιοσύνης δίχως περιορισμούς». Είχε δίκιο. Αλλά η λογική του δεν μπορεί να μας οδηγήσει και πολύ μακριά στην σύγχρονη εποχή της δημοκρατίας. Αν η κυβερνήσεις αγνοούν συστηματικά τα πάθη των ανθρώπων, τότε στο τέλος θα καταστούν ανίσχυρες.
Από την πλευρά των επενδυτών, η αβεβαιότητα σχετικά με την μακροπρόθεσμη θεσμική σύνθεση της Ευρώπης θα υπονομεύσει την ανάπτυξη. Αυτό είναι κάτι που η ευρωπαϊκή οικονομία δε μπορεί να αντέξει, δεδομένου ότι μόλις ανακάμπτει από τη δεύτερη ύφεση από την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Για τους πολιτικούς της ηπείρου, δεν υπάρχει πιο επιτακτικό έργο από το να κατευνάσουν τις αμφιβολίες σχετικά με τη δημοκρατική νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.