Με την ένταση να κλιμακώνεται μέρα με τη μέρα στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας και τα σενάρια περί κήρυξης πολέμου από τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να οργιάζουν, το σύνολο των επενδυτών, πιο προβληματισμένο από ποτέ, εκφράζει τις ανησυχίες του για την πορεία των αγορών. Σαφέστατα το κλίμα δεν είναι καθόλου ευχάριστο.
Η συγκυρία είναι εξαιρετικά αρνητική, δεδομένου ότι οι φόβοι για την κατάσταση στη χώρα παραμένουν σε πλήρη ισχύ και στο εσωτερικό. Mιλώντας χωρίς περιστροφές για Ψυχρό Πόλεμο, η Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλευρά της απειλεί με αδιευκρίνιστα “στοχευμένα μέτρα”, εκτός εάν η Ρωσία επιστρέψει τις δυνάμεις της στις βάσεις τους και ανοίξει συνομιλίες με τη νέα κυβέρνηση της Ουκρανίας.
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, αν λάβει κανείς υπ’ όψη του πως σε περίπτωση που αποδειχθεί η απουσία σαφούς ισχυρής ηγεσίας στον πλανήτη, θα οδηγούμασταν στη δημιουργία μιας ακόμα πιο ρευστής παγκόσμιας οικονομίας. Να σημειωθεί πως αν και η Ουκρανία θεωρείται μια μικρή σχετικά οικονομία, με ισχύ μικρότερη και από αυτή του Περού, η σύγκρουση της με την Ρωσία επηρεάζει σημαντικά την οικονομία τόσο των γειτονικών χωρών όσο και τα δεδομένα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Οι διαχειριστές κεφαλαίων κατά πάσα πιθανότητα αυτή την ώρα θα στραφούν στα επενδυτικά καταφύγια, κάτι το οποίο ίσως σηματοδοτήσει την ισχυροποίηση του δολαρίου και την περαιτέρω βύθιση των αναδυόμενων αγορών.
Όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, για πολλούς αναλυτές, δεδομένου πως το διεθνές κλίμα έχει χαλάσει και μάλιστα σε παγκόσμιο συντονισμό, το τίμημα της απότομης μεταστροφής στη διάθεση για ανάληψη κινδύνων θα κληθούν να πληρώσουν και οι ελληνικές μετοχές. Πλήθος οικονομολόγων, παρατηρώντας τις εξελίξεις, επισημαίνει πως η αγορά εισέρχεται σε μια φάση κατά την οποία ο κίνδυνος κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας από παράγοντες γεωπολιτικού χαρακτήρα, θα ενισχύει κάθε αρνητική είδηση και τα δεδομένα που θα εμφανίζουν μεταβολές κάτω από τις επενδυτικές προσδοκίες θα προκαλούν εύκολα μεγάλες πιέσεις στις τιμές των μετοχικών αξιών. Ας μην ξεχνάμε το “ξεπούλημα” της Δευτέρας όταν διαδόθηκε η φήμη περί τελεσίγραφου από την πλευρά των Ρώσων. Στον απόηχο όλων αυτών, οι μεγαλύτεροι επενδυτικοί οίκοι τρέχουν να προλάβουν τις εξελίξεις και να διατυπώσουν τις δικές τους προβλέψεις για ό,τι μέλλει γενέσθαι. Ποιος θα είναι ο μεγάλος χαμένος της ουκρανικής κρίσης; Υπάρχει κίνδυνος για τις ελληνικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ουκρανία; Πόσο θα “πονέσουν” οι αγορές;
Goldman Sachs: Mικρό το κακό για την ενέργεια
Η ενεργειακή αγορά δεν θα υποστεί σοβαρά πλήγματα από την κρίση στην Ουκρανία, υπογραμμίζει σε ανάλυσή της η διεθνής τράπεζα επενδύσεων, Goldman Sachs. Με τις αυξανόμενες ανησυχίες εξαιτίας των γεγονότων τις τελευταίες ημέρες, η ουκρανική οικονομία ήρθε αντιμέτωπη με την επιδείνωση των ήδη υπαρχόντων δομικών προβλημάτων που είχε. Χαρακτηριστική είναι η συνεχής υποτίμηση της γρίβνα από τα μέσα του 2012 (λόγω του ευμεγέθους ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, των απαιτήσεων για αποπληρωμή ενός υψηλού χρέους, αλλά και της εκροής καταθέσεων). Σύμφωνα με την επενδυτική τράπεζα, δεν συντρέχει κάποιος σοβαρός λόγος ανησυχίας, αφού η μεγαλύτερη ποσότητα φυσικού αερίου που προορίζεται για τη ΒΔ Ευρώπη παρακάμπτει την Ουκρανία από Βορρά.
Παρόμοια, συγκριτικά μικρή είναι η ροή αργού πετρελαίου διαμέσου Ουκρανίας, άρα είναι σχεδόν απίθανο να επιδράσει στα δεδομένα του παγκόσμιου πετρελαϊκού χάρτη. Σε τελική ανάλυση, η Goldman Sachs αναφέρεται στις επιπτώσεις που θα είχαν οι πιθανές κυρώσεις κατά της Ρωσίας εάν ενταθεί η κρίση με την Ουκρανία, δεδομένης της μεγάλης παραγωγής και των σημαντικών εξαγωγών από πλευράς Ρωσίας. Ακόμα κι αν υπήρχε διακοπή στην προμήθεια της ΒΔ Ευρώπης με φ/α, οι επιπτώσεις μάλλον θα μετριάζονταν από το γεγονός ότι ο χειμώνας ήταν σχετικά ήπιος, με αποτέλεσμα η ενεργειακή αγορά να είναι καλά εφοδιασμένη, με αποθέματα πάνω από τον μ/ο, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις απαιτήσεις επανεφοδιασμού το καλοκαίρι στα επίπεδα του 2013.
Η JP Morgan “βλέπει” τη μεταβλητότητα να έρχεται
Η αμερικανική τράπεζα JP Morgan από την άλλη πλευρά δεν αφήνει τους επενδυτές να εφησυχάσουν, σημειώνοντας πως θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για περαιτέρω μεταβλητότητα τις αγορές, ειδικά σε αυτές της Ρωσίας, της Ουκρανίας και των υπόλοιπων αναδυόμενων. Ο επενδυτικός οίκος, επιπρόσθετα, εκφράζει τους φόβους του για ενδεχόμενη εξάπλωση της κρίσης σε κάποιες ευρωπαϊκές τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις που έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στη Ρωσία και/ή την Ουκρανία. Σε περίπτωση που οι εξελίξεις σηματοδοτήσουν μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, η μεταβλητότητα των αγορών θα βρεθεί στο ζενίθ της. Διότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μπορεί να απεύχεται τη συγκεκριμένη οδό, δεδομένου όμως ότι η νέα κυβέρνηση δεν είναι τοποθετημένη σε γερά θεμέλια και η νομιμότητά της είναι υπό αμφισβήτηση, ένα default δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Κατανοούμε πως μια ανάλογη εξέλιξη, θα έφερνε τα πάνω κάτω και θα εκκινούσε ντόμινο αρνητικών γεγονότων στις αναδυόμενες αγορές.
H JP Morgan επισημαίνει παράλληλα πως οι συνέπειες στα οικονομικά της Ρωσίας θα είναι ακόμα μεγαλύτερες, αν στην περίπτωση μιας παρατεταμένης κρίσης, οι διεθνείς αξιωματούχοι αποφασίσουν να τιμωρήσουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν για την αναταραχή που προκάλεσε στην Κριμαία. Σε γενικές γραμμές, ο οίκος δεν θεωρεί πιθανή την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ στη Ρωσία, ωστόσο αναφέρει πως τροχοπέδη για την ανάπτυξη της οικονομίας θα αποτελέσει και μια πιθανή “οικονομικοπολιτική” απομόνωση της χώρας.
Credit Suisse: Η Γερμανία… το μεγαλύτερο θύμα
Την ισχυρή οικονομία της Γερμανίας θα πλήξει κατά κόρον η ουκρανική κρίση, επισημαίνει με τη σειρά της η Credit Suisse, η οποία κάνει λόγο για περιορισμένες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Η θέση της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία έως τώρα είχε το ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δεν είναι καθόλου εύκολη. Η Ρωσία αποτελεί μόλις το 2,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ (αφού η οικονομία της υπολογίζεται στα 2,2 τρισ. δολάρια) και η Ουκρανία δεν ξεπερνά το 0,4% της παγκόσμιας οικονομίας. Οι ρωσικές εισαγωγές από τις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη ανέρχονται σε 11 δισ. δολάρια και 87 δισ. ευρώ αντίστοιχα (0,7% και 4,6% των συνολικών εξαγωγών αντίστοιχα, κάτι που μεταφράζεται σε μόλις 0,1% του ΑΕΠ των ΗΠΑ και 0,9% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης). “Επομένως, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η ουκρανική κρίση θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για την παγκόσμια ανάπτυξη από μόνη της”, εξηγούν οι οικονομολόγοι της Credit Suisse.
Παρ’ όλα αυτά, θεωρούν πως από τις μεγάλες ανεπτυγμένες αγορές, αυτή που φαίνεται να κινδυνεύει περισσότερο από τις τελευταίες εξελίξεις είναι η Γερμανία. Ενώ το ποσοστό των γερμανικών εξαγωγών που καταλήγουν στη Ρωσία διαμορφώνεται μόλις στο 3% (και δεν ξεπερνούν το 1,3% του ΑΕΠ της Γερμανίας), η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας εκτιμά ότι το 50% των γερμανικών εισαγωγών πετρελαίου προέρχονται από τη Ρωσία, με το αντίστοιχο ποσοστό για το φυσικό αέριο να διαμορφώνεται στο 39%.
Δεδομένου ότι η Ρωσία χρειάζεται τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, είναι μάλλον απίθανο να διακόψει εντελώς τη ροή προς τη Γερμανία. Στην περίπτωση όμως μιας προσωρινής διαταραχής, τα ασυνήθιστα υψηλά ενεργειακά αποθέματα που τηρεί η χώρα θα μπορούσαν να εξαντληθούν. Αξίζει να αναφερθεί πως σχεδόν το 50% των ρωσικών εξαγωγών αερίου προς την Ευρώπη περνά από την Ουκρανία (ποσοστό που πέφτει στο 40% με τη λειτουργία της επέκτασης του αγωγού Nord Stream, φέτος).
Κατά συνέπεια, η οικονομική αυτή αλληλεξάρτηση της Γερμανίας με τη Ρωσία δυσχεραίνουν τη θέση της Άνγκελα Μέρκελ. Η καγκελάριος της Γερμανίας, γνωρίζει πολύ καλά τη ρωσική γλώσσα ενώ ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Εντωμεταξύ λίγοι γνωρίζουν για την ιδιαίτερη σχέση που η ίδια έχει με τη Ρωσία. Η καγκελάριος μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία και ταξίδευε συχνά στη Μόσχα στο πλαίσιο των σπουδών της. Ο δεσμός αυτός διατηρείται μέχρι και σήμερα, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν και τα τρία τηλεφωνήματα που είχε με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Η Άνγκελα Μέρκελ γνωρίζει καλά το ρόλο της ως βασικό ενδιάμεσο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.