Λεφτά υπάρχουν. Πολλά λεφτά και φθηνά. Πολύ φθηνά. Είτε αυτά είναι ευρώ, είτε δολάρια, είτε σε γουάν. Σε έξι χρόνια οι κεντρικές τράπεζες έχουν μειώσει το κόστος χρήματος 512 φορές προκειμένου να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια πιστωτική κρίση, την κρίση της Ευρωζώνης και κυρίως για να ενισχύσουν την οικονομία.
Και μπορεί οι χειρότερες συνέπειες της κρίσης να έχουν αποφευχθεί, όμως η οικονομία παραμένει αναιμική, καθώς το χρήμα δεν πηγαίνει στην ανάπτυξη, αλλά, αντίθετα, αναζητεί ασφαλή καταφύγια.
Μηδενικό κόστος για τη Γερμανία
Ισχυρό εργαλείο της νομισματικής πολιτικής είναι τα επιτόκια, καθώς σε κανονικές συνθήκες, όταν η οικονομία επιβραδύνεται, η κεντρική τράπεζα τα μειώνει προκειμένου να ενισχύσει την ανάπτυξη. Σε περίοδο κρίσης όμως, όπως αυτή στην οποία βρέθηκε η παγκόσμια οικονομία το 2008 με τα subprimes και από το 2010 και μετά η Ευρωζώνη, οι μειώσεις επιτοκίων αποδεικνύονται πολύ λιγότερο αποτελεσματικές. Η θεωρία λέει ότι καθώς η κεντρική τράπεζα μειώνει το κόστος χρήματος, αυτή η μείωση μετακυλίεται μέσω του τραπεζικού συστήματος στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, τα οποία δανείζονται περισσότερο, αυξάνουν την κατανάλωση και με αυτόν τον τρόπο αναθερμαίνεται η οικονομική ανάπτυξη. Στην πράξη, όμως, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε. Η τελευταία μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ είχε μεν ως αποτέλεσμα την αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών, ιταλικών και ισπανικών κρατικών ομολόγων, όμως αυτό είναι πλασματικό, καθώς οι δυνατότητες άντλησης κεφαλαίων είναι ανύπαρκτες για τη χώρα μας και πολύ περιορισμένες για τις άλλες περιφερειακές χώρες. Αντίθετα, για χώρες όπως η Γερμανία οι αγορές όχι μόνο παραμένουν ανοιχτές, αλλά δανείζεται με πολύ χαμηλό κόστος. Η απόδοση του τρίμηνου bund είναι περίπου 1,6%.
Χρηματιστήρια και γερμανικά ομόλογα
Δεν είναι μόνο τα γερμανικά κρατικά ομόλογα που έχουν ωφεληθεί από την άφθονη ρευστότητα. Οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν εκτοξευθεί, με τον δείκτη Dow Jones να έχει ξεπεράσει τις 16.500 μονάδες και τον S&P 500 να χτυπά επίπεδα – ρεκόρ. Οι μηδενικές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων οδηγούν τους επενδυτές στις χρηματιστηριακές αγορές στην αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων, παρά το γεγονός ότι η οικονομία παραμένει αδύναμη. Παράδοξο μεν, κατανοητό δε, καθώς εναλλακτικές επενδύσεις δεν υπάρχουν. Όμως το γεγονός αυτό σηματοδοτεί το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο οι κεντρικές τράπεζες δεν φαίνονται σε θέση να αντιμετωπίσουν. Πώς δηλαδή να διοχετευτεί η ρευστότητα εκεί όπου πρέπει και να μην οδηγηθεί εκεί όπου θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες εμφάνισης φούσκας. Πώς δηλαδή αφενός να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία και αφετέρου να αποφευχθεί η υπερτίμηση των χρηματιστηριακών αγορών. Οι οποίες, εφόσον η πραγματική οικονομία παραμένει αδύναμη, θα είναι ευάλωτες. Εάν οι επιχειρήσεις δεν αυξήσουν την κερδοφορία τους, τότε η ρευστότητα η οποία οδηγείται εκεί θα αποχωρήσει απότομα και θα δημιουργήσει νέο παράγοντα κρίσης για την οικονομία, η οποία δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια κατάρρευση των τιμών. Ένας φαύλος κύκλος, δηλαδή, τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες δεν φαίνονται να είναι σε θέση να σπάσουν.
Χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών
Αυτό το οποίο θεωρείται απαραίτητο είναι η διοχέτευση του φθηνού χρήματος στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά. Και δεν είναι ότι το τραπεζικό σύστημα είναι ο μόνος υπαίτιος για τη μη διοχέτευση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Σίγουρα, οι τράπεζες στην Ελλάδα και στις άλλες περιφερειακές χώρες έχουν σφίξει τα κριτήρια χορήγησης πιστώσεων, καθώς αντιμετωπίζουν οι ίδιες πρόβλημα επιβίωσης, λόγω μεταξύ άλλων και της έκρηξης των μη εξυπηρετούμενων κόκκινων δανείων. Η βασική αιτία, όμως, είναι η άρνηση των ίδιων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να δανειστούν. Στις συνθήκες της σημερινής βαθιάς κρίσης, οι περισσότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης και όχι χρηματοδότησης. Καθώς ο τζίρος και τα εισοδήματα μειώνονται, τα δάνεια δεν λύνουν τα προβλήματα. Ως εκ τούτου, οι μειώσεις επιτοκίων δεν ωφελούν την πραγματική οικονομία. Ακόμα και εάν η ΕΚΤ αποφάσιζε, όπως δήλωσε, να μειώσει εκ νέου τα επιτόκια, ή να επιβάλει αρνητικό επιτόκιο σε όσες τράπεζες καταθέτουν τα κεφάλαιά τους σε αυτήν, πάλι η ρευστότητα δεν θα πήγαινε στην ενίσχυση της οικονομίας. Αντίθετα, μάλλον σε γερμανικά και ολλανδικά ομόλογα θα πήγαινε, μειώνοντας ακόμα περισσότερο το κόστος χρήματος για τις χώρες οι οποίες θεωρούνται πιο σίγουρες.
Η λιτότητα σκοτώνει
Κάτι που επίσης θεωρείται απαραίτητο είναι η εγκατάλειψη της «θρησκευτικής» σχεδόν επιμονής στην επιβολή πανευρωπαϊκής λιτότητας. Μπορεί οι ευρωπαίοι πέρυσι να έκαναν το πρώτο βήμα με την παραχώρηση σε κάποιες χώρες, όπως η Γαλλία περισσότερου χρόνου ώστε να περιορίσει το έλλειμμά της εντός των αποδεκτών πλαισίων, ωστόσο χρειάζεται ένα Σχέδιο Μάρσαλ για την τόνωση της ανάπτυξης. Τα χαμηλά επιτόκια δίνουν τη δυνατότητα σήμερα να χρηματοδοτηθεί ένα τέτοιο σχέδιο με μηδαμινό κόστος εάν αποφασιστεί η έκδοση ευρωομολόγων. Για να γίνει αυτό, όμως, απαιτείται μια θεμελιώδης αλλαγή της Ευρωζώνης και κυρίως στην αντιμετώπιση εκ μέρους της Γερμανίας. Η οποία έχει πιστέψει η ίδια τον μύθο για το κόστος το οποίο έχουν επωμιστεί οι πολίτες της. Ένας μύθος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ο οποίος τελικά απειλεί το ίδιο το μέλλον της Ευρωζώνης.