Οι νέοι πρωθυπουργοί της Γαλλίας και της Ιταλίας αμφισβητούν την πολιτική της λιτότητας στην Ευρώπη. Ο Μανουέλ Βαλς και ο Ματέο Ρέντσι απαιτούν περισσότερο χρόνο για τη μείωση του ελλείμματος με αντάλλαγμα την ανάληψη των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να κάνουν τις χώρες τους πιο ανταγωνιστικές. Υπόσχεται να είναι μία από τις πιο ανοικτές προκλήσεις για την πολιτική συναίνεση που οδήγησε την ευρωζώνη στη βαθύτερη ύφεσή της μέχρι στιγμής.
Έχω λάβει διαβεβαιώσεις ότι οι δύο άντρες κατέληξαν σε αυτή τη θέση ανεξάρτητα. Το κοινό στοιχείο που τους ενώνει είναι τα θυμωμένα εκλογικά σώματα τα οποία έχουν αγανακτήσει από τις ατελείωτες περικοπές. Είναι εύκολο να κατανοήσουμε τη θέση τους από πολιτικής άποψης, ωστόσο το ερώτημα παραμένει: βγάζουν νόημα οι οικονομικές τους προτάσεις; Πολύ φοβάμαι ότι δεν το έχουν σκεφτεί πολύ καλά.
Για την Ιταλία, ο στόχος του ελλείμματος για το 2014 αντιστοιχεί στο 2.6 του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η κυβέρνηση Ρέντσι δεν θα πετύχει αυτόν τον στόχο. Το οικονομικό της πρόγραμμα αποτελείται από φορολογικές περικοπές για ιδιώτες και επιχειρήσεις. Οι προτάσεις σχετικά με το πώς θα χρηματοδοτηθούν είναι πολύ λιγότερο ξεκάθαρες. Ακόμη και ο πιο χαλαρός στόχος του 3,6 τοις εκατό στη Γαλλία είναι πλέον εντελώς μη ρεαλιστικός.
Τι κάνουν αυτή τη στιγμή η Γαλλία και η Ιταλία για να τονώσουν τις οικονομίες τους; Αν κάνουμε ένα βήμα πίσω, παρατηρούμε ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά με τη δημοσιονομική πολιτική της ευρωζώνης. Όταν η οικονομία ήταν σε ύφεση, διάφορες κυβερνήσεις επέβαλαν λιτότητα. Τώρα που η ύφεση έχει τελειώσει, αρχίζουν να χαλαρώνουν την πολιτική. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα έπρεπε να είχαν κάνει. Ολόκληρες δεκαετίες συμφώνων σταθερότητας, αντικυκλικών κανόνων προϋπολογισμού και δημοσιονομικών συμφώνων πήγαν στράφι. Επιστρέψαμε στον παλιό, «καλό» καιρό που η δημοσιονομική πολιτική καθορίζεται από τα πόσα χρήματα έχει στην τσέπη του ο υπουργός Οικονομικών.
Κατηγορώ τη λιτότητα. Έχει καταστρέψει σε τέτοιο βαθμό την οικονομική παραγωγή που έχει κάνει τη βιωσιμότητα του χρέους ακόμη δυσκολότερη –ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έπρεπε να πετύχει.
Οι αγανακτισμένοι ψηφοφόροι στρέφονται τώρα ενάντια των πολιτικών. Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο ελπίζει να κερδίζει τις περισσότερες ψήφους στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο διατηρεί το 25 τοις εκατό στις ιταλικές δημοσκοπήσεις. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την έκταση της αλλαγής πολιτικού κλίματος που παρατηρείται και στις δύο χώρες.
Η επανεκκίνηση της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους. Αντιθέτως, σε έναν κόσμο δίχως ανάπτυξη και δίχως πληθωρισμό, χρειάζεται μία πολύ βίαιη πορεία μείωσης του ελλείμματος για να έρθουν τα επίπεδα του χρέους στους συμφωνημένους στόχους.
Ένας πιο αργός ρυθμός μείωσης του ελλείμματος θα βοηθούσε λίγο. Ωστόσο αυτό που χρειάζεται ουσιαστικά είναι μία αλλαγή στη νομισματική πολιτική. Την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέτυχε για μία ακόμη φορά να δράσει ενάντια στην οξεία απειλή του αποπληθωρισμού. Αντ’ αυτού, οι κεντρικοί τραπεζίτες κατέληξαν σε αδιέξοδο σε μία ανόητη συζήτηση σχετικά με τις επιπτώσεις του Σαββατοκύριακου του Πάσχα για τον πληθωρισμό, λες και αυτό είχε να κάνει με την αποπληθωριστική τάση που συνεχίζεται εδώ και εννέα μήνες.
Άσχετα με το τι θα καταφέρει ο κ. Ρέντσι, η χώρα του θα οδηγηθεί σε σίγουρη χρεοκοπία αν ο μελλοντικός ρυθμός πληθωρισμού της ευρωζώνης πέσει από το περσινό 2 τοις εκατό σε 1 τοις εκατό. Η Ιταλία δε μπορεί να αντέξει τα επίπεδα χρέους, τους ρυθμούς ανάπτυξης και πληθωρισμού σε στυλ Ιαπωνίας, σε συνδυασμό με τα επιτόκια της περιφέρειας της ευρωζώνης –ούτε καν τώρα που τα spreads των ομολόγων είναι πολύ χαμηλότερα από ό,τι ήταν παλιότερα.
Η δεύτερη κρίσιμη προϋπόθεση είναι η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα της ευρωζώνης. Για αυτόν τον σκοπό χρειάζονται τουλάχιστον €700 δισ., σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις. Δεν θα πόνταρα σε κάτι τέτοιο, και θα κρίνω την εγκυρότητα των συνεχιζόμενων δοκιμασιών των τραπεζικών ισολογισμών σύμφωνα με το πόσο κοντά θα είναι το αποτέλεσμά τους σε αυτόν τον αριθμό. Προσωπικά θα με εξέπληττε αν ήταν και έστω κοντά κατά 10 τοις εκατό.
Τι είναι λοιπόν πιθανό να συμβεί; Πιστεύω ότι ο κ. Ρέντσι και ο κ. Βαλς θα εξασφαλίσουν μία συμβολική, αλλά όχι ουσιαστική, παραχώρηση. Μπορεί να κερδίσουν κάποιο μικρό περιθώριο ευελιξίας. Έτσι λειτουργεί η Ευρώπη. Θέλεις 1 τοις εκατό, η Γερμανία λέει μηδέν, και καταλήγεις με έναν αριθμό κοντά στο 0,1 με 0,2 τοις εκατό. Φυσικά αυτό δεν αντιπροσωπεύει τον μέσο όρο. Σκεφτείτε τον ως έναν «πολιτικό» μέσο όρο. Σκεφτείτε επίσης και το εξής: Η Γερμανία και η Φινλανδία έχουν ήδη διαμαρτυρηθεί εναντίο των δύο προηγούμενων γύρων «χαλάρωσης» των γαλλικών και ισπανικών στόχων ελλείμματος. Τα περιθώρια στενεύουν.
Συνεπώς, το να «κάψεις» απλά τον προϋπολογισμό του 2014 δεν είναι έξυπνη στρατηγική. Ο κ. Ρέντσι και ο κ. Βαλς θα χρειαστεί να πάνε ένα βήμα παραπέρα και να εξαπολύσουν μία ευρύτερη πρόκληση. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να κατευθύνουν τις προκλήσεις τους προς το δημοσιονομικό σύμφωνο. Από το 2016 και μετά, το σύμφωνο θα απαιτεί από κάθε χώρα να μειώσει το τρέχον δημόσιο χρέος της στο 60 τοις εκατό του ΑΕΠ μέσα σε 20 χρόνια. Αυτό είναι πολύ δυσκολότερο από ένα απλό «ταβάνι» ελλείμματος στο 3 τοις εκατό. Η Ιταλία, για παράδειγμα, θα χρειαστεί να έχει πρωτογενές πλεόνασμα –πριν από τις πληρωμές τόκων- τουλάχιστον 5 τοις εκατό κατά μέσο όρο για 20 χρόνια. Δε μπορώ να φανταστώ πώς θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο.
Έτσι, στο τέλος θα εξαρτηθούν όλα από την ΕΚΤ και την ικανότητά της να αποτρέψει μία παρατεταμένη πτώση του ρυθμού του πληθωρισμού, και από την ετοιμότητα της Γαλλίας και της Ιταλίας να παλέψουν με τη Γερμανία και τους βόρειους συμμάχους της. Επί του παρόντος, σε κάθε μέτωπο υπάρχουν συζητήσεις, αλλά δράση πουθενά.