«Ρουκέτες» στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξαπέλυσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να χρειασθούν αρκετά πρόσθετα κεφάλαια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το «τσουνάμι» των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το Ταμείο αμφισβητεί τα τεστ αντοχής της Τράπεζας της Ελλάδος και περιμένει τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά τεστ, για να κριθεί εκ νέου η επάρκεια των κεφαλαίων των τραπεζών.
Η διαφωνία του ΔΝΤ με τους χειρισμούς της ΤτΕ για την ανακεφαλαιοποίηση ήταν γνωστή εδώ και μήνες, επανέρχεται, όμως, στο προσκήνιο με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του Ταμείου για την Ελλάδα. Δύο ερμηνείες δίνονται για την πολύ σκληρή στάση που κρατά το ΔΝΤ έναντι των τραπεζών και των χειρισμών της κυβέρνησης και της ΤτΕ:
– Κατά την πιο «αθώα» εκδοχή, το Ταμείο ανησυχεί ειλικρινά για το ενδεχόμενο να παγιδευτούν για μακρά περίοδο οι τράπεζες στον ιστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με συνέπεια να μην μπορέσουν να αποκαταστήσουν τις ροές ρευστότητας που έχει ανάγκη η οικονομία για να ανακάμψει. Αν αυτό συμβεί, η επανεκκίνηση της ανάπτυξης θα γίνει με βραδείς ρυθμούς και θα τεθεί σε κίνδυνο το οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας, που εφαρμόζεται υπό την επίβλεψη του ΔΝΤ.
– Σύμφωνα με την πιο «πονηρή» εκδοχή, το Ταμείο θέλει να χρησιμοποιήσει πολιτικά τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα και το ενδεχόμενο να χρειασθεί πρόσθετες κεφαλαιακές ενέσεις στο μέλλον. Με τον τρόπο αυτό, θα θελήσει να «μπλοκάρει» ως το τέλος του ελληνικού προγράμματος, το 2016, τα κεφάλαια των 11 δισ. ευρώ, που έχουν μείνει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ώστε να μη χρησιμοποιηθούν για τις δανειακές ανάγκες του κράτους, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση. Έτσι, θα ενισχυθούν οι πιθανότητες να υποχρεωθεί η Ελλάδα να πάρει ένα νέο δάνειο από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, ώστε να παραμείνει υπό στενή επιτήρηση.
Ανεξάρτητα από τις πραγματικές επιδιώξεις του ΔΝΤ, γεγονός είναι ότι η κριτική που ασκεί στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και στο πλαίσιο που έχει διαμορφώσει η ΤτΕ, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, επαναφέρουν τον προβληματισμό για την πορεία των τραπεζών και τη συμβολή τους στην οικονομική ανάκαμψη, σε μια περίοδο που είχε καλλιεργηθεί αισιοδοξία για τις τράπεζες, μετά την προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων από ξένους επενδυτές.
Το Ταμείο επιμένει ότι:
– Οι υπολογισμοί της ΤτΕ για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, τόσο στο βασικό, όσο και στο δυσμενές σενάριο, υποτιμούν τις διαστάσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζουν, λόγω της μεγάλης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
– Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, στα οποία το ΔΝΤ περιλαμβάνει και όσα έχουν ρυθμισθεί και έχουν σοβαρό κίνδυνο να μην εξυπηρετηθούν ομαλά, έφθασαν στο τέλος του 2013 στο 40% του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και καλύπτονταν από προβλέψεις σε ποσοστό 49%. Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά τις προβλέψεις είναι εξαιρετικά υψηλό, καθώς αντιστοιχεί στο 138% των κεφαλαίων που είχαν οι τράπεζες στο τέλος του 2013.
– Οι αξίες των ενεχύρων (κυρίως ακίνητα), όπως υπογραμμίζει το Ταμείο, συνεχίζουν να μειώνονται, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα δανειακά βάρη των ιδιωτών. Επιπλέον, το κεφάλαιο των τραπεζών είναι χαμηλής ποιότητας, καθώς περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό αναβαλλόμενους φόρους και αρνητικές υπεραξίες, που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για απορρόφηση ζημιών.
Όπως επισημαίνει ο Πόουλ Τόμσεν, τα καλά νέα για τις ελληνικές τράπεζες είναι ότι άντλησαν πρόσφατα 8,5 δισ. ευρώ, δηλαδή περισσότερα από όσα τους είχε ζητήσει να αντλήσουν η ΤτΕ. Όμως, θα πρέπει οι τράπεζες να έχουν αρκετά κεφάλαια για να μπορέσουν γρήγορα να σχηματίσουν προβλέψεις ή να διαγράψουν τα προβληματικά δάνεια, ώστε να αρχίσουν και πάλι να δανείζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, για να υποστηριχθεί η οικονομική ανάκαμψη. Αν, αντιθέτως, ακολουθηθεί μια στρατηγική βραδείας απορρόφησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε βάθος χρόνου και με προσπάθειες των τραπεζών να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους, εις βάρος των ιδιωτών πελατών τους, αυτό θα έχει δυσμενείς συνέπειες στην ανάπτυξη.
Στην έκθεση του Ταμείου υπογραμμίζεται ότι τα νέα τεστ αντοχής, από τις ευρωπαϊκές αρχές, θα δώσουν μια ευκαιρία να γίνει μια νέα προσέγγιση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών. Έτσι, αφήνεται σαφώς να εννοηθεί ότι μετά τα ευρωπαϊκά τεστ είναι πολύ πιθανό να ζητηθεί από τις τράπεζες να αυξήσουν εκ νέου τα κεφάλαιά τους.
Πάντως, οι Έλληνες τραπεζίτες εκτιμούν ότι αυτές οι προβλέψεις είναι υπερβολικά απαισιόδοξες, δεδομένου ότι οι τράπεζες τελικά υποχρεώθηκαν να αντλήσουν κεφάλαια σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο της ΤτΕ (μόνο η Eurobank ανακεφαλαιοποιήθηκε σύμφωνα με το βασικό σενάριο). Έτσι, εκτιμάται ότι τα ευρωπαϊκά τεστ δεν θα κρύβουν δυσάρεστες εκπλήξεις και, σε κάθε περίπτωση, οι όποιες πρόσθετες ανάγκες θα καλυφθούν από ιδιώτες επενδυτές, χωρίς να χρειασθεί νέα προσφυγή στο ΤΧΣ.