Δέκα περίπου ημέρες είναι η διαφορά μεταξύ του καλού και του κακού κουρέματος, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε.
Τόσο κάνουν τα μαλλιά να μεγαλώσουν ώστε να μη φαίνεται πια η διαφορά μεταξύ του τεχνίτη και του ατζαμή κουρέα. Δυστυχώς, όσον αφορά στο κούρεμα του ελληνικού χρέους, η διαφορά είναι πολύ μεγαλύτερη. Το PSI, το πρώτο κούρεμα αποδείχθηκε αποτυχημένο, τόσο για τους ιδιώτες πιστωτές όσο και για τη χώρα. Παρά την αποτυχία αυτή, και το νέο κούρεμα, των κρατικών πιστωτών αυτή τη φορά, φαίνεται να προετοιμάζεται με την ίδια ακριβώς επιπολαιότητα όπως και το πρώτο. Όπως και με το PSI, ο σχεδιασμός του κουρέματος γίνεται μικροπολιτικά, με βάση την κοινή γνώμη και όχι με το στάθμισμα των συμφερόντων των δανειστών και των δανειζόμενων.
Οι βάσεις της αναδιαπραγμάτευσης
Δεν είναι καινούργια εφεύρεση η αναδιαπραγμάτευση του χρέους. Για πολλούς λόγους, από κακή διαχείριση μέχρι κακή συγκυρία, ένας δανειστής δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος του. Κάθεται στο τραπέζι λοιπόν με τον πιστωτή του και προσπαθούν να βρουν μαζί μια λύση. Καμιά περίπτωση δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Άλλοτε θα χρειαστεί μια απλή παράταση ή περίοδος χάριτος, και άλλοτε θα χρειαστεί μέχρι και παραγραφή μέρους του χρέους. Ο στόχος δεν είναι να ζημιωθεί ο πιστωτής και να γίνει ένα δώρο στον δανειζόμενο. Και οι δύο χάνουν, απλώς το ζητούμενο είναι κατ’ αρχάς να μπορεί ο δανειζόμενος να εξυπηρετήσει το χρέος, να είναι δηλαδή αυτό βιώσιμο. Έπειτα, πρέπει ο δανειζόμενος να ακολουθήσει μια συμπεριφορά η οποία να επιτρέπει την εξυπηρέτηση του χρέους μετά τη συμφωνία. Ακριβώς αυτά τα οποία δεν επιτεύχθηκαν πέρυσι με το PSI και τα οποία, όπως φαίνεται, ούτε και το νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους θα πετύχει αν αυτό γίνει όπως αφήνουν να εννοηθεί οι εκπρόσωποι της τρόικας.
Η αποτυχία
Δύο δεν έχουν περάσει από το PSI, και τα αποτελέσματά του είναι σίγουρα απογοητευτικά. Το συνολικό χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, από 367 δισ. ευρώ στα τέλη του 2011, ανήλθε σε 321,47 δισ. στο τέλος του 2013. Οι ιδιώτες ομολογιούχοι έχασαν περισσότερα από 140 δισ. ευρώ, ενώ το χρέος μειώθηκε κατά λιγότερο από 50 δισ. Και οι ιδιώτες αυτοί ήταν οι τράπεζες, για την ανακεφαλαιοποίηση των οποίων το δημόσιο χρέος επιβαρύνθηκε μέσω του ΤΧΣ, τα Ταμεία, τα οποία θα χρειαστούν ενισχύσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, και οι μικροομολογιούχοι, οι οποίοι έχασαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι αυτό. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι τα μελλοντικά νούμερα δεν βγαίνουν. Με βάση αυτά τα οποία έχουν συμφωνηθεί στα αλλεπάλληλα μνημόνια, η Ελλάδα λαμβάνει τώρα τις τελευταίες δόσεις από τα πακέτα στήριξης και από τα μέσα του 2014 μέχρι και το 2016 θα πρέπει να αρχίσει να εξυπηρετεί τα κεφάλαια που έχει λάβει. Συνολικά 27 δισ. ευρώ, για τα οποία θα απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 5% του ΑΕΠ, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των δανείων της τρόικας. Πέρα από τις συζητήσεις για τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας, το γεγονός είναι ότι, πρακτικά, στις σημερινές συνθήκες ύφεσης και ανεργίας είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχουν ήδη ανοίξει οι συζητήσεις για κενά χρηματοδότησης, επιμήκυνση του χρέους ή για ελάφρυνση των επιτοκίων.
Λάθος σχεδιασμός για το νέο κούρεμα
Τόσο το κενό χρηματοδότησης όσο και η επιμήκυνση ή η μείωση των επιτοκίων ουδόλως λύνουν το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους. Αντίθετα, απλώς προσπαθούν να ωραιοποιήσουν μια κατάσταση. Αν δοθεί κάποιο πακέτο-γέφυρα για να χρηματοδοτηθεί το κενό ή δοθεί παράταση στις μελλοντικές αποπληρωμές ή έστω και μείωση των επιτοκίων, θα δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση ότι υπάρχει κάποια ελάφρυνση στο ελληνικό χρέος και θα δοθεί η εντύπωση ότι αυτό είναι βιώσιμο, εφόσον θα εξυπηρετείται. Το αντίθετο, όμως, θα συμβεί. Κατ’ αρχάς για τη χώρα μας, το ίδιο βάρος θα παραμένει και θα λειτουργεί σταθερά ως τροχοπέδη για όποιες δυνατότητες ανάπτυξης. Απλώς θα μετατεθεί για αργότερα η αποπληρωμή του χρέους, κάτι δηλαδή το οποίο σηματοδοτεί τη διαρκή δημοσιονομική πίεση στη χώρα και την κοινωνία.
Ακόμα και για τους πιστωτές μας, όμως, τα πράγματα δεν θα είναι θετικά. Η παράταση στις λήξεις ή η μείωση των επιτοκίων σημαίνει στην πράξη κούρεμα του χρέους, όσο και αν η κ. Μέρκελ ξορκίζει τη λέξη αυτή. Με άλλα λόγια, και εμείς και οι πιστωτές μας θα βγούμε χαμένοι από το νέο κούρεμα, όπως αυτό προετοιμάζεται.
Μπορεί να πετύχει το κούρεμα;
Δεν είναι απαραίτητο να αποτύχει και η νέα προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους. Στην πράξη, πρέπει και η ελληνική κυβέρνηση και η τρόικα να αντιληφθούν ότι το ζητούμενο δεν είναι μόνο πόσο θα πληρώνουμε σε ετήσια βάση. Είναι και το συνολικό ύψος του χρέους. Μόνο αν αυτό μειωθεί σε ανεκτά για την οικονομία επίπεδα και η χώρα μας έχει αποδείξει ότι μπορεί να ακολουθήσει δημοσιονομική πειθαρχία, τότε μόνο οι αγορές θα έχουν εκ νέου εμπιστοσύνη στην παροχή κεφαλαίων. Και αυτό είναι το πραγματικό τεστ βιωσιμότητας, και όχι οι όποιες σοφιστείες της κ. Μέρκελ για να διασκεδάσει τις ανησυχίες των Γερμανών ψηφοφόρων. Για να πετύχει δηλαδή το κούρεμα, πρέπει να οριστούν σωστά οι στόχοι. Γιατί οι αγορές μπορεί να συγχωρέσουν τις απώλειες. Άλλωστε, αυτός ακριβώς είναι και ο τρόπος με τον οποίο παίζεται το παιχνίδι στις αγορές. Αυτό το οποίο δεν μπορούν να συγχωρέσουν είναι το παιχνίδι με τα ψαλίδια χωρίς στόχους.