Η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει ικανή να επικεντρώνεται σε ένα μόνο πρόβλημα κάθε φορά. Αυτό το καλοκαίρι, ήταν το ποιος θα διαδεχθεί τον Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον έχει βρεθεί σε θέση οπισθοφυλακής, προσπαθώντας να εμποδίσει το διορισμό του «αρχι-φεντεραλιστή» Λουξεμβουργιανού, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Η προεδρία της Επιτροπής είναι, δίχως αμφιβολία, μία σημαντική δουλειά. Η λεγόμενη Κομισιόν, εξακολουθεί να κατέχει το μονοπώλιο στις προτάσεις για νέα νομοθεσία, ο χαρακτήρας της οποίας επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον πρόεδρο. Ωστόσο, η νέα νομοθεσία είναι ένα είδος πολυτελείας για την Ευρώπη αυτές τις μέρες. Αντί να σχεδιάζουν συναρπαστικές νέες νομοθετικές οδηγίες σχετικά, παραδείγματος χάρη, με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά των χορτοκοπτικών μηχανών στην ΕΕ, οι ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να ολοκληρώσουν τρία επείγοντα και αλληλένδετα καθήκοντα.
Το πρώτο καθήκον είναι πολιτικό. Στις πρόσφατες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων στο Ην. Βασίλειο και στη Γαλλία υποστήριξαν κόμματα τα οποία είναι εχθρικά απέναντι στην περαιτέρω ολοκλήρωση και δεσμευμένα στην αποκατάσταση μίας Ευρώπης ανεξάρτητων κρατών-μελών. Ακόμα και στη Γερμανία, το κόμμα των ευρωσκεπτικιστών τα πήγε εκπληκτικά καλά. Οι κεντροαριστεροί και οι κεντροδεξιοί φεντεραλιστές, έχουν ανταποκριθεί κάνοντας κοινό τους στόχο την εξασφάλιση της πλειοψηφίας για τον Γιούνκερ.
Πρόκειται για ένα καθόλου σταθερό αποτέλεσμα. Οι υπερασπιστές του ευρωπαϊκού ιδεώδους πρέπει να συμμετάσχουν πιο άμεσα σε διάλογο με τους επικριτές, και να αρθρώσουν ένα εμπνευσμένο όραμα, αντί να χώνουν το κεφάλι τους στην άμμο και να ξεστομίζουν με κάθε ευκαιρία τη φράση «ολοένα στενότερη ένωση».
Θα ήταν ευκολότερο να κερδίσει κανείς «πόντους» με τους ευρωσκεπτικιστές, αν μπορούσε να επιδείξει πιο σταθερά και βιώσιμα οικονομικά επιτεύγματα. Η ανάπτυξη στην ευρωζώνη παραμένει υποτονική, στο 0,7% κατά το τελευταίο έτος, ενώ η ανεργία, στο 11,7%, είναι σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Τα ποσοστά αυτά είναι αρκετά καταθλιπτικά, αλλά, ορισμένες περιοχές της γηραιάς ηπείρου είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Η ανεργία στην Ισπανία είναι πάνω από 25%, ενώ η οικονομία της Ιταλίας έχει αυξηθεί ελάχιστα από την εισαγωγή του ευρώ.
Η οικονομική ανάπτυξη εμποδίζεται από τα οικονομικά προβλήματα –το τρίτο καυτό θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι ηγέτες της ΕΕ. Η ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά «χάλασε» πριν από τέσσερα χρόνια, και ακόμα δεν έχει επισκευαστεί.
Σίγουρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει κάνει ό,τι χρειαστεί για να ελαττώσει τις διαφορές στο κόστος δανεισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Για μεγάλο μέρος του 2012 και του 2013, οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας πλήρωναν επιτόκια 5,5-7% για δεκαετή χρήματα, ενώ το γερμανικό επιτόκιο ήταν κάτω από 2%. Σήμερα, η διαφορά είναι πολύ μικρότερη. Η Ισπανία και η Ιταλία πληρώνουν μόλις περίπου 150 μονάδες βάσης περισσότερο από τη Γερμανία. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, μπορεί να πιστωθεί αυτό το επίτευγμα.
Αλλά, από την πλευρά των επιχειρήσεων, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Για μία μικρή ισπανική ή ιταλική επιχείρηση, η διαφορά στα επιτόκια δανεισμού παραμείνει όσο υψηλή όσο ήταν πάντα. Ένα ακάλυπτο επιχειρησιακό δάνειο κοστίζει δύο ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο για μία εταιρεία στη νότια Ευρώπη από ό,τι στην αντίστοιχη εταιρεία στη Γερμανία, ακόμη και αν οι δύο εταιρείες έχουν παρόμοια αξιολόγηση ως προς την πιστοληπτική τους ικανότητα. Μέχρι το 2010, η διαφορά ήταν μόλις λίγες μονάδες βάσης. Εκτινάχθηκε στα ύψη το 2011, και δεν έχει πέσει από τότε.
Αυτό είναι ένα τεράστιο ανταγωνιστικό μειονέκτημα, που προσθέτει στην προϋπάρχουσα «ποινή» που υφίστανται όλες οι χώρες που βρίσκονται μακριά από τον πυρήνα της ΕΕ. Αν επιμείνει, τόσο αυτό θα ενισχύσει περαιτέρω την αυξανόμενη διαίρεση της Ευρώπης σε «έχοντες» και «μη έχοντες».
Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιες διαφορές και αποκλίσεις σε αυτό που υποτίθεται ότι είναι μια ενιαία, ολοκληρωμένη χρηματοπιστωτική αγορά; Η απάντηση, φυσικά, είναι ότι η ευρωζώνη δεν είναι κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι ακόμα. Η κρίση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα της ΕΕ που ξέσπασε το 2010, δεν έχει επιλυθεί ακόμη. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες εξακολουθούν να διστάζουν να δανείζουν η μία στην άλλη, ιδίως κατά μήκος των συνόρων. Υποπτεύονται ότι ορισμένοι εκ των ομολόγων τους είναι αδύναμοι και ευάλωτοι, και έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στην προθυμία των εθνικών τραπεζικών εποπτικών αρχών να αποκαλύψουν την αλήθεια και να απαιτήσουν εξυγίανση. Έτσι, οι γερμανικές τράπεζες με πλεονάζουσα ρευστότητα θα προτιμούσαν να καταθέσουν τα χρήματά τους στην ΕΚΤ, από το να τα βάλουν στην Ιταλία ή στην Ελλάδα.
Η τραπεζική ένωση, συμφωνήθηκε ως απάντηση σε αυτό το πρόβλημα, με κέντρο την ΕΚΤ ως ενιαία εποπτική αρχή όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών. Αλλά, η αγορά εκπέμπει ξεκάθαρα σήματα, τα οποία δείχνουν ότι η τραπεζική ένωση δεν έχει κάνει ακόμα τη δουλειά της –πράγματι, δεν είναι έτοιμη σε καμία περίπτωση. Υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την έλλειψη ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, σχετικά με τη διαθεσιμότητα πόρων για την εξυγίανση ενός αφερέγγυου οργανισμού, και σχετικά με το αν η προσέγγιση της ΕΚΤ θα είναι αρκετά αυστηρή στον εντοπισμό των προβληματικών τραπεζών, αναγκάζοντάς τες να ανακεφαλαιοποιηθούν, αποκαθιστώντας έτσι την εμπιστοσύνη.
Η βασική δοκιμασία θα λάβει χώρα αυτό το φθινόπωρο, όταν η ΕΚΤ θα αποκαλύψει τα αποτελέσματα της αναθεώρησης της ποιότητας του ενεργητικού. Αναμένεται ότι εποπτικές αρχές θα είναι αυστηρές: η αξιοπιστία των ιδρυμάτων που εποπτεύουν εξαρτάται από αυτό. Αλλά, οι εθνικές εποπτικές αρχές και οι κυβερνήσουν διατηρούν σημαντικό ρόλο. Θα παρουσιαστούν προετοιμασμένες να είναι ειλικρινείς και, το σημαντικότερο, να είναι σε θέση να βοηθήσουν τις προβληματικές τράπεζες να συγκεντρώσουν κεφάλαια;
Οι πρόσφατες εκδόσεις χρέους από την ιταλική τράπεζα Monte dei Paschi di Siena, και άλλες τράπεζες, έχουν δείξει ότι η χρηματοδότηση για τις τράπεζες είναι πολύ ακριβή. Για να πειστούν οι επενδυτές, χρειάζεται να τους προσφέρεις τεράστιες εκπτώσεις ώστε να αποχωριστούν τα χρήματά τους. Ως αποτέλεσμα, ορισμένες τράπεζες που υποψιάζονται ότι οι ισολογισμοί τους θα αποκαλυφθούν ασθενέστεροι από ότι θεωρούνται μέχρι στιγμής, μειώνουν τα επίπεδα του δανεισμού τους. Οι συνεχιζόμενοι πιστωτικοί περιορισμοί είναι ένας λόγος για τον οποίο ορισμένα τμήματα της Ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένουν αδύναμα.
Έτσι, τα τρία προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, συνδέονται άρρητα. Η ΕΕ θα χρειαστεί την ισχυρότερη ηγετική ομάδα που μπορεί να βρει για να την οδηγήσει μέσα στην τρικυμία και να εφαρμόσει τις σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή τη στιγμή, τα σημάδια δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Διαφαίνονται ελάχιστα νέα πρόσωπα ή νέες ιδέες στον ορίζοντα. Το μόνο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι θα εκπλαγούμε θετικά από κάτι το οποίο δεν περιμένουμε.