Οι ευρωπαϊκές εκλογές φαίνεται πως ακολουθούν ένα γνώριμο μοτίβο. Όταν καλούνται οι πολίτες της ΕΕ να εκφράσουν αυτό που νιώθουν, απλά δεν εμφανίζονται.
Παρά το πείραμα Spitzenkandidat (του κορυφαίου υποψηφίου), σύμφωνα με το οποίο ανταγωνίζονταν οι κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι για το πιο σημαντικό πόστο στην ΕΕ –την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- οι ψηφοφόροι δεν κινητοποιήθηκαν.
Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη πανευρωπαϊκή δημοσκόπηση, το 58% των πολιτών της ΕΕ δεν πιστεύουν ότι μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ. Ομοίως, το κέρδος των ακροδεξιών κομμάτων στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δεν ήταν μεγάλο σοκ. Τα κόμματα αυτά μπόρεσαν να επωφεληθούν από την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση, καθώς και τον πόνο που νιώθει ο κόσμος σε τόσα κράτη-μέλη της ΕΕ, ιδίως αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ευρωπαίων δεν έχουν πειστεί ότι τα χειρότερα πέρασαν.
Επιπλέον, τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα εκμεταλλεύτηκαν την αυξανόμενη δημόσια απογοήτευση απέναντι στην ίδια την ΕΕ. Πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες αντιτίθενται στην ιδέα της «περισσότερης Ευρώπης», δηλαδή στο μάντρα των περισσότερων παραδοσιακών φιλοευρωπαϊστών στα δύο μεγάλα κόμματα, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Η επίδραση της διεύρυνσης των ανισοτήτων μεταξύ του εύπορου «Βορρά» και του προβληματικού «Νότου», με τη Γαλλία στη μέση (αλλά στραμμένη προς τα κάτω) ήταν επίσης εμφανής. Επιπλέον, το μαζικό χάσμα ευημερίας μεταξύ των «παλιών» και των «νέων» κρατών-μελών της ΕΕ, συνεχίζει να καθορίζει τα μοτίβα ψηφοφορίας.
Τι συμβαίνει λοιπόν στη συνέχεια; Δυστυχώς, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δεν μας έχουν διαφωτίσει. Όπως και στο παρελθόν, τα κορυφαία πόστα στην ΕΕ θα διανεμηθούν ως μέρος μίας συμφωνίας-πακέτου, η οποία διαπραγματεύεται κεκλεισμένων των θυρών από τους εθνικούς ηγέτες των κρατών-μελών. Παραμένει αβέβαιο το αν ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος στηρίζεται από το συντηρητικό ΕΛΚ, θα πάρει τη δουλειά ή όχι.
Πράγματι, υπάρχει ξεκάθαρος κίνδυνος ότι οι ηγέτες της ΕΕ, φοβούμενοι την αλλαγή, θα διατηρήσουν την καθιερωμένη «business-as-usual» στάση τους. Για παράδειγμα, η έκκληση του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, για να ξεκινήσει μία ολοκληρωμένη ατζέντα μεταρρυθμίσεων δεν έχει συναντήσει ευνοϊκή υποδοχή, κυρίως εξαιτίας της αντίληψης του Κάμερον ως ενός ευρωσκεπτικιστή-ταραχοποιού.
Το σίγουρο είναι ότι τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών είναι κακά μαντάτα για τους υποστηρικτές της βαθύτερης ολοκλήρωσης της ΕΕ, η οποία θα απαιτούσε τη μετατόπιση περισσότερης εξουσίας από τα κράτη-μέλη στο υπερεθνικό επίπεδο, καθώς και για τους υποστηρικτές της περαιτέρω διεύρυνσης της ΕΕ. Δεν θα υπάρξει ούτε μια νέα και πιο ευέλικτη Ευρωπαϊκή Συνθήκη, ούτε θα δούμε την ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, πόσο μάλλον να δούμε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία, τη Γεωργία, ή τη Μολδαβία.
Οι υποστηρικτές της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου (TTIP) θα πρέπει επίσης να προετοιμαστούν για κακά μαντάτα. Οι δηλώσεις των νέων ευρωβουλευτών, των αξιωματούχων της ΕΕ και των εθνικών κυβερνήσεων, δείχνουν ότι έχουν αφαιρεθεί τόσα πράγματα από την ατζέντα των διαπραγματεύσεων, ή έχουν κηρυχθεί μη διαπραγματεύσιμα, που είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μπορεί να επιτευχθεί μία τόσο φιλόδοξη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου.
Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υπάρχει ένας τρόπος να πάμε μπροστά. Η Ευρώπη χρειάζεται, και οι πολίτες της απαιτούν, περισσότερο δημόσιο έλεγχο και λογοδοσία. Το ύψιστο καθήκον είναι να επικεντρωθούμε σε μία ευρεία, και πολυαναμενόμενη, ατζέντα μεταρρυθμίσεων η οποία θα περιλαμβάνει λύσεις που θα είναι απλές ως προς την επίτευξή τους, και δεν θα απαιτούν αλλαγές στις ευρωπαϊκές συνθήκες.
Αυτό συνεπάγεται την καθιέρωση μίας καλύτερης ισορροπίας μεταξύ των εθνικών αρμοδιοτήτων και των αρμοδιοτήτων της ΕΕ. Σημαίνει τον πλήρη σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας (σύμφωνα με την οποία η ΕΕ οφείλει να δρα μόνο όταν ένα πρόβλημα δε μπορεί να λυθεί σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο), την βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δαπανών και τη διοχέτευσή τους προς την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας• τη μείωση της γραφειοκρατίας μέσω της βελτίωσης της νομοθεσίας• τη χαλάρωση των κανονιστικών και των διοικητικών επιβαρύνσεων• και την ενίσχυση της διαφάνειας σε όλες τις πτυχές της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της ΕΕ –από την Κομισιόν μέχρι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το ίδιο ισχύει και για το πρόγραμμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Οι στόχοι επί των οποίων ιδρύθηκε η ΕΕ, περιλαμβάνουν όχι μόνο την ειρήνη στην Ευρώπη, αλλά και την προώθηση της ευημερίας και της πρόνοιας για όλους τους πολίτες της Ευρώπης. Και σε αυτό το κομμάτι, η ΕΕ αντιμετωπίζει ένα τεράστιο κενό, που δείχνει ότι δεν κάνει σωστά τη δουλειά της. Αν και η ΕΕ έχει θέσει για τον εαυτό της ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανταγωνιστικότητας, δεν έχει προσπαθήσει σοβαρά –ή με συνέπεια- να το ακολουθήσει.
Επιπλέον, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής. Η φιλοδοξία της ΕΕ να καθιερωθεί ως ένας παγκόσμιος παίκτης επί ίσοις όροις με τις υφιστάμενες και τις αναδυόμενες δυνάμεις, ούτε κατανοείται από τους πολίτες της ΕΕ ούτε θεωρείται εφικτός από πολιτικής άποψης, όπως αποδεικνύεται και από την επανεμφάνιση των Ηνωμένων Πολιτειών ως αποφασιστικού παίκτη στην Ευρώπη. Η Ευρώπη θα πρέπει να ευθυγραμμίσει καλύτερα τις εσωτερικές και εξωτερικές της πολιτικές, και δε μπορεί να επικεντρώνεται αποκλειστικά στις πρώτες.
Η ευρωπαϊκή ατζέντα για τα επόμενα πέντε χρόνια θα πρέπει να έχει υψηλούς στόχους, ιδίως όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις και την υλοποίηση των υποσχέσεων. Κάτι τέτοιο, θα βοηθούσε σε μεγάλο βαθμό ως προς τον καθησυχασμό των πολιτών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αντί να επιτίθενται αντανακλαστικά στον Κάμερον για τις εκκλήσεις του για μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να μην αποχωρήσει το Ην. Βασίλειο από την Ένωση, οι ηγέτες της ΕΕ χρειάζεται να κερδίζουν τις καρδιές, αλλά και τα μυαλά, των Βρετανών.
Αντ’ αυτού, οι μεγάλοι εθνικοί ηγέτες της Ευρώπης –που περιλαμβάνουν τον Κάμερον, τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, τον Πολωνό πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ, και τον Ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι- ασχολούνται με τα συνηθισμένα παζάρια για το ποιος θα πάρει ποια θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σοφότερη προσέγγιση θα ήταν να συμφωνήσουν πρώτα σχετικά με τις προτεραιότητες της πολιτικής και μετά να ασχοληθούν με τα πόστα τους. Είναι πάντα καλύτερο να βρίσκεις πρώτα το κατάλληλο άτομο για την δουλειά, παρά την κατάλληλη δουλειά για το σωστό άτομο.