Ποτέ άλλοτε τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο καλά για τις αγορές όσο σήμερα. Οι τιμές των μετοχών παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικό υψηλό, οι τιμές των ομολόγων είναι επίσης υψηλότερες παρά ποτέ και η μεταβλητότητα όλων των αγορών κυμαίνεται στα χαμηλότερα επίπεδα αυτού του οικονομικού κύκλου.
Εάν συνυπολογίσει κανείς ότι ακόμα και η αγορά της τέχνης βρίσκεται σε ράλι, με αποτέλεσμα γλυπτό του Jeff Koons που απεικονίζει ένα φουσκωτό δελφίνι να πουληθεί αντί 5 εκατ. δολαρίων, ο γνωστός στρατηγικός αναλυτής της Bank of America Merrill Lynch, Michael Hartnett καταλήγει στο συμπέρασμα: “Είναι καλή εποχή για όσους έχουν επενδύσει”.
Kαι φυσικά η πορεία των αγορών είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών. Την ώρα που ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αναλαμβάνει δράση και προχωράει στην εφαρμογή αντισυμβατικών μέτρων αναγκαία για να προσφέρουν στήριξη στην αγορά συναλλάγματος, η πρόεδρος της Fed Τζάνετ Γέλεν συνεχίζει το tapering φανερώνοντας πως οι κεντρικές τράπεζες είναι εκείνες που κινούν για ακόμα μία φορά τα νήματα του παιχνιδιού στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η απόφαση του Μάριο Ντράγκι να προχωρήσει σε ριζοσπαστικά μέτρα είχε ως αποτέλεσμα την ραγδαία υποχώρηση των αποδόσεων στα ομόλογα της περιφέρειας το πρώτο 10ήμερο του Ιουνίου. Η μέση απόδοση των ομολόγων της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία) μειώθηκε στο 1,91% στις 9 Ιουνίου, που ήταν το χαμηλότερο επίπεδο από τη δημιουργία της Ευρωζώνης, το 1999, σύμφωνα με τους δείκτες της Bank of America Merrill Lynch. Τέτοια χαμηλά επίπεδα στο κόστος δανεισμού θα πρέπει να βοηθήσουν την εκκολαπτόμενη ανάκαμψη της οικονομίας της ευρωζώνης και να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Το ερώτημα ωστόσο είναι για πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει αυτό;
Ήδη η εικόνα στην αγορά ομολόγων έχει αρχίσει να αλλάζει. Τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας υποχωρούν εν μέσω υποψιών ότι το ράλι των τιμών που οδήγησε το κόστος δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα χάνει momentum.
Οι επενδυτές ωστόσο, αντιλαμβάνονται πως τα χαμηλά επίπεδα στις αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων, δεν είναι βιώσιμα με τον κίνδυνο μια πιθανής «φούσκας» να εμφανίζεται και πάλι.
Αν και οι οικονομίες της νοτίου Ευρώπης έχουν βελτιώσει κατά πολύ την εικόνα τους έπειτα από έτη σκληρών μεταρρυθμίσεων που τους έχουν επιβληθεί, εντούτοις, θα ήταν παρακινδυνευμένο να έλεγε κανείς πως το πρόβλημα έχει τελειώσει. Η τραπεζική κρίση δεν έχει επιλυθεί ακόμα, η ανεργία βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και η ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη. Έτσι για πολλούς αναλυτές, οι αποδόσεις των ομολόγων στην καλύτερη περίπτωση θα αυξηθούν σταδιακά, όπως έχει αρχίσει ήδη να συμβαίνει.
Πολλές κυβερνήσεις πανηγυρίζουν την επιτυχία των πολιτικών τους, επικαλούμενες τη μείωση του κόστους δανεισμού. Ξεχνούν όμως πως αυτή η μείωση οφείλεται στη δράση της ΕΚΤ και την υπερβολική ένεση ρευστότητας στην Ευρωζώνη.
Την αμφιβολία της για το αν η ευρωζώνη έχει καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση διατυπώνει σε ανάλυσή της και η επιτροπή Euro Area Business Cycle Dating του ινστιτούτου Centre for Economic Policy Research. Στην έκθεσή της επισημαίνει πως η φαινομενική ανάκαμψη της Ευρωζώνης από το δεύτερο τρίμηνο του 2013 ήταν αδύναμη, ενώ η αγορά εργασίας δείχνει μια πολύ μικρή βελτίωση. Αυτό σημαίνει πως ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα και τελικά είναι πολύ πιθανό ο κύκλος της ύφεσης να είναι απλά σε «παύση».
Με άκρα επιφύλαξη παρακολουθεί την πορεία των αγορών το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF). Παρά τα πολυετή υψηλά, με τα οποία φλερτάρουν οι χρηματιστηριακοί δείκτες , η κατάσταση απαιτεί σύνεση και αυτοσυγκράτηση, υποστηρίζει σε 5σέλιδη έκθεσή του. Παράλληλα εκφράζει τις αμφιβολίες της για το αν η δυναμική των εταιρικών αποτελεσμάτων μπορεί να συνεχιστεί, ώστε να στηρίξει το ράλι των μετοχών.
Ορισμένοι πιο αισιόδοξοι εκτιμούν ότι η ένεση ρευστότητας από την ΕΚΤ θα μπορούσε να ωθήσει τις αποδόσεις των διετή ομολόγων σε αρνητικό έδαφος, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι θα ήταν ένα προσωρινό φαινόμενο μιας και οι επενδυτές θα πουλήσουν τελικά τα ομόλογα αυτά για να εξασφαλίσουν θετική απόδοση.
Επίσης, ελπίζουν πως με το αρνητικό επιτόκιο για τις καταθέσεις των τραπεζών σε λίγο καιρό τα χρήματα θα πάψουν να πηγαίνουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα πάνε στην πραγματική οικονομία.
Η πολιτική πάντως αυτή που ακολουθεί ο Μάριο Ντράγκι προκειμένου να τονώσει τον πληθωρισμό και να ενισχύσει την ρευστότητα στην ευρωζώνη έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική που ακολουθεί αυτή τη στιγμή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η πρόεδρος της Fed Τζάνετ Γέλεν. Η Fed αποφάσισε να περιορίσει περαιτέρω το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) κατά 10 δισ., δολάρια στα 35 δισ. δολάρια. Επιπλέον, θα μειώσει τις αγορές treasuries στα 20 δισ. δολάρια και των ενυπόθηκων στεγαστικών στα 15 δισ. δολάρια.
Όσον αφορά τα επιτόκια, η δήλωση πως θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα για σημαντικό διάστημα μετά τη λήξη του QE, ώθησε τον S&P 500 στα ουράνια καταγράφοντας ρεκόρ κλεισίματος.
Αντίθετη πορεία για ΕΚΤ – ΒοΕ;
Την ίδια ώρα, αξιωματούχοι της ΒοΕ άφησαν να εννοηθεί ότι τα επιτόκια στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να αυξηθούν πριν από το τέλος του έτους, αλλά μόνο εάν είναι βέβαιοι ότι η οικονομία μπορεί να αντέξει υψηλότερο κόστος δανεισμού.
Με τον πληθωρισμό να είναι υποτονικός, σε αντίθεση με αυτόν της ευρωζώνης, στελέχη της κεντρικής τράπεζας έχουν διατηρήσει τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά για να τονωθεί η ανάκαμψη και για να επιστρέψουν περισσότεροι Βρετανοί σε εργασία.
Ωστόσο, μετά τις δηλώσεις του διοικητή της ΒοΕ, Mark Carney, οι επενδυτές τώρα αναμένουν μια άνοδο στο τέλος του έτους αν και προηγουμένως αμφέβαλλαν ότι η ΒοΕ θα προχωρούσε σε σύσφιξη της πολιτικής μέχρι τις αρχές του 2015.
Κορυφαίοι αναλυτές πιστεύουν πάντως πως το χάσμα μεταξύ των πολιτικών της ΒοΕ και της ΕΚΤ έχει μεγαλώσει αρκετά.
Αγαπημένη επιλογή η Ευρώπη
Σε ένα τέτοιο κατακερματισμένο σύστημα όπου οι κεντρικές τράπεζες επιδίδονται σε παιχνίδια εξουσίας, οι επενδυτές αναζητούν ένα ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο προκειμένου να εξασφαλίσουν σίγουρα κέρδη. Οι περισσότεροι αναλυτές και οικονομολόγοι εμμένουν στην αρχική τους άποψη δίνοντας «Overweight» θέσεις στα χρηματιστήρια της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η Credit Suisse, επιμένει πως η Ευρώπη είναι το πιο ασφαλές καταφύγιο τη δεδομένη χρονική στιγμή λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι για την τόνωση του πληθωρισμού και την αντιμετώπιση της πιστωτικής ασφυξίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές του οίκου, οι διαφορές στην ανάπτυξη δικαιολογούν υπερ-αποδόσεις 23% της περιφέρειας έναντι των χωρών του πυρήνα, ενώ προσθέτουν ότι οι αποτιμήσεις των ισπανικών και ιταλικών μετοχών εμφανίζουν discount περίπου 25% έναντι του μέσου όρου της τελευταίας 20ετίας.
Την προτίμησή της στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, δείχνει στη νέα της έκθεση υπό τον τίτλο «Παγκόσμια στρατηγική της μακροοικονομίας», η Citigroup δηλώνοντας overweight για τις ευρωπαϊκές μετοχές. Η αμερικανική τράπεζα επικαλείται πρόσφατα στοιχεία της EPFR, βάσει των οποίων καταγράφεται εισροή κεφαλαίων για 47η διαδοχική εβδομάδα. Παράλληλα, διαπιστώνει πως οι ευρωπαϊκές μετοχές διαπραγματεύονται σε τιμές άνω των ιστορικών υψηλών, καθώς ακόμη και τα χρηματιστήρια της περιφέρειας, κινούνται στα ιστορικά επίπεδα.
Την ίδια άποψη συμμερίζονται και όσοι παρευρέθηκαν στο 18ο Διεθνές Επενδυτικό Σεμινάριο της Morgan Stanley με τους αναλυτές να εκτιμούν πως τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια θα δώσουν τις καλύτερες αποδόσεις στους επόμενους 12 μήνες. Από τους κλάδους που αναμένεται να δώσουν τα καλύτερα κέρδη, πρώτος έρχεται ο χρηματοοικονομικός και ακολουθεί ο τεχνολογικός. Αντίθετα, οι αμυντικές μετοχές έρχονται τελευταίες σε προτίμηση στα μεγάλα χαρτοφυλάκια.
Αύξηση θέσεων στις αναδυόμενες αγορές, σε αυτές της ευρωπεριφέρειας αλλά και στα ομόλογα της περιφέρειας συστήνει και η Commerzbank, θεωρώντας ότι εκεί κρύβονται οι μεγάλες αξίες. Σε ότι αφορά τις μετοχές δίνει σύσταση underweight για τις αμερικανικές, μετά και την πρόσφατη υπεραπόδοσή τους, προχωρά σε μερική κατοχύρωση κερδών στις ιαπωνικές και αυξάνει σε overweight τη σύστασή της για τις μετοχές των αναδυόμενων αγορών αλλά και αυτές της Ευρωζώνης, με εξαίρεση όμως τη Γερμανία.