Μπορεί Ελλάδα και Γερμανία να διαμηνύουν σε όλους τους τόνους ότι δεν τίθεται θέμα νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, ωστόσο στο τρίγωνο Βρυξέλλες – Φρανκφούρτη – Ουάσιγκτον κεκλεισμένων των θυρών ήδη διεξάγονται συζητήσεις για το συγκεκριμένο θέμα.
Τις τελευταίες εβδομάδες οικονομολόγοι, αναλυτές και αγορές εκφράζουν σοβαρότατες επιφυλάξεις σχετικά με τις προοπτικές εξόδου της χώρας από το σημερινό αδιέξοδο, προτάσσοντας κυρίως το πρόβλημα του δημοσίου χρέους.
Οι εταίροι από την πλευρά τους γνωρίζουν πολύ καλά, το γνώριζαν άλλωστε από τον Δεκέμβριο του 2012, όταν προχώρησαν στη δεύτερη διάσωση της Ελλάδας, ότι το χρέος δεν ήταν βιώσιμο, ωστόσο το Βερολίνο για λόγους εσωτερικούς δεν συναίνεσε τότε στη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.
Ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι μετά τα ευρωπαϊκά stress tests το φθινόπωρο θα τεθεί επί τάπητος το θέμα επιβολής haircut στο ελληνικό χρέος που κατέχει ο επίσημος τομέας. Tην ίδια ώρα ασφυκτικές είναι οι πιέσεις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ουάσινγκτον για άμεση διευθέτηση του ζητήματος.
Για πολλούς το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι αν θα πραγματοποιηθεί το haircut αλλά ποια ανταλλάγματα θα ζητηθούν από την Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει η αναδιάρθρωση. Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα δεν θα αποφύγει ένα νέο κύκλο λιτότητας, τον οποίο δεν είναι δεδομένο ότι οι πολίτες θα αντέξουν, καθώς τα εισοδήματα τους έχουν ήδη συρρικνωθεί δραματικά, ενώ έχουν λάβει διαβεβαιώσεις ότι οι θυσίες τους τελείωσαν. Το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να ελαφρυνθεί κατά 70-90 δισεκ. ευρώ με βάση το ύψος του haircut και σε αυτή την διαδικασία να συμπεριληφθούν και τα 50 δισεκ. που είχαν δοθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Σε μια προσπάθεια να κάμψουν τις αντιρρήσεις του ΔΝΤ, οι Γερμανοί έχουν ήδη δεσμευθεί ότι τους επόμενους μήνες θα επανεξετάσουν το θέμα και θα λάβουν τις αναγκαίες αποφάσεις, μετά και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος από την πλευρά της Ελλάδας.
Η απομείωση του ελληνικού χρέους θα γίνει, εάν όλα κυλήσουν ομαλά, με έμμεσο τρόπο και θα έχει τη μορφή του μηδενισμού των επιτοκίων, της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και ενδεχομένως της αναδρομικής συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια διεθνώς διευκολύνουν τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, γιατί οι απώλειες που θα κατέγραφαν οι εταίροι από το μηδενισμό θα ήταν μικρές και θα μπορούσαν να τις επωμιστούν.
Η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, μαζί με το μηδενισμό των επιτοκίων των διμερών δανείων ή και όλων, στην ουσία θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου σε σημαντικό «κούρεμα» του χρέους αφού ο πληθωρισμός θα μειώσει αισθητά τα κεφάλαια των δανείων.
Τρεις είναι οι εναλλακτικές που διαθέτουν οι Ευρωπαίοι εταίροι, ώστε να λυθεί το ζήτημα του δημοσιονομικού κενού.
Η πρώτη επιλογή είναι να δώσουν πρόσθετα δάνεια στην Ελλάδα, η δεύτερη να καλύψουν το κενό με χρήματα από το δάνειο των 50 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής τα 40 δισ. ευρώ) και η τρίτη, να προχωρήσει η Ελλάδα το δεύτερο εξάμηνο του 2014 στην έκδοση βραχύβιων ομολόγων.
Το καλό σενάριο για τη χώρα μας έχει σήμερα σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει σχετικά με τα θέματα της βιωσιμότητας του χρέους και του δημοσιονομικού κενού από το κακό σενάριο, που θα ήταν η εγκατάλειψη από τους εταίρους, καθώς οι Ευρωπαίοι έχουν δώσει πλέον πολλά χρήματα, με τη συνολική τους έκθεση να φτάνει τα 180 δισ. ευρώ, ποσό εξαιρετικά σημαντικό για να εγκαταλείψουν τώρα τη χώρα.
Παράλληλα οι Ευρωπαίοι εταίροι εξακολουθούν να φοβούνται ότι μια επιδείνωση της κατάστασης στην Ελλάδα θα μπορούσε να μεταδοθεί και στους άλλους «αδύναμους κρίκους».
Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίζει το γεγονός ότι τους επόμενους μήνες οι πιέσεις προς την Ελλάδα θα ενταθούν και θα κορυφωθούν, κυρίως στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπου έχουν εστιαστεί πλέον οι προσπάθειες των εταίρων.