Οι ηγέτες της ευρωζώνης συνεχίζουν να διαφωνούν σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για την αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης, με τους ηγέτες της Γαλλίας και της Ιταλίας να διαφωνούν τώρα σχετικά με το ότι θα πρέπει να χαλαρώσει το άκαμπτο «δημοσιονομικό σύμφωνο» της ευρωζώνης.
Εντωμεταξύ, οι ηγέτες των βορείων κρατών-μελών της ευρωζώνης συνεχίζουν να πιέζουν για πιο σοβαρή εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ιδανικά, και οι δύο πλευρές θα έπαιρναν αυτό που ήθελαν, ωστόσο είναι δύσκολο να δούμε ένα φινάλε που να μην περιλαμβάνει σημαντική αναδιάρθρωση ή αναδιάταξη του χρέους. Η ανικανότητα των Ευρωπαίων πολιτικών να εξετάσουν αυτό το σενάριο, θέτει τεράστιο βάρος στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Αν και υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για την καθυστέρηση της ανάπτυξης στην ευρωζώνη, είναι σαφές ότι το βάρος από το δημόσιο, αλλά και το ιδιωτικό, χρέος είναι τεράστιο. Τα ακαθάριστα χρέη των νοικοκυριών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι υψηλότερα σήμερα, ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, από ό,τι ήταν πριν από την οικονομική κρίση. Το μη χρηματοοικονομικό εταιρικό χρέος έχει μειωθεί μόνο ελάχιστα. Και φυσικά, το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί κατακόρυφα, χάρη στις διασώσεις των τραπεζών και στην απότομη πτώση των φορολογικών εσόδων που τροφοδοτείται από την ύφεση.
Επιπλέον, η Ευρώπη αντιμετωπίζει και το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού. Οι χώρες του νότου της ευρωζώνης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, έχουν πληγεί από την αύξηση του ανταγωνισμού με την Κίνα στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και της μεταποίησης. Αλλά, όπως ακριβώς η ραγδαία πιστωτική αύξηση προ κρίσης έκρυψε τα διαρθρωτικά προβλήματα, έτσι και οι πιστωτικοί περιορισμοί μετά κρίσης έχουν ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό την ύφεση.
Είναι αλήθεια ότι η γερμανική ανάπτυξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προθυμία της χώρας πριν από μία δεκαετία να πραγματοποιήσει επώδυνες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως όσον αφορά τους κανόνες της αγοράς εργασίας. Σήμερα, η Γερμανία εμφανίζεται να έχει πλήρη απασχόληση και ανάπτυξη πάνω από το μέσο όρο. Οι Γερμανοί ηγέτες πιστεύουν, κατανοητά ίσως, ότι αν η Γαλλία και η Ιταλία υιοθετούσαν παρόμοιες μεταρρυθμίσεις, τότε οι αλλαγές θα έκαναν θαύματα για τις οικονομίες τους μακροπρόθεσμα.
Τι συμβαίνει, ωστόσο, με την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και (ειδικά) την Ισπανία, όλες εκ των οποίων έχουν κάνει σημαντικά βήματα ως προς τις μεταρρυθμίσεις από την αρχή της κρίσης; Όλες αυτές οι χώρες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διψήφια ποσοστά ανεργίας, εν μέσω εξαιρετικά αναιμικής ανάπτυξης και, όπως κατέστη σαφές από την τελευταία 6μηνιαία μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όλες τους υποφέρουν από σημαντικά προβλήματα χρέους.
Η παγίδα του χρέους κρατάει τις χώρες σε έναν φαύλο κύκλο. Τα εξαιρετικά υψηλά δημόσια και ιδιωτικά χρέη περιορίζουν τις επιλογές μίας χώρας και είναι άρρητα συνδεδεμένα με την επιβράδυνση της ανάπτυξης, η οποία με τη σειρά της καθιστά πολύ δύσκολο το να ξεφύγει μία χώρα από το χρέος.
Η εκστρατεία της περασμένης άνοιξης ενάντια σε όποιον τολμούσε να ανησυχήσει σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις του υψηλού χρέους, αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τη σημαντική ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. Αντίστοιχα, μία εντυπωσιακά παρόμοια πρόσφατη αμφισβήτηση της έρευνας του Thomas Piketty για την ανισότητα, αγνόησε ένα μεγάλο σώμα αποδεικτικών στοιχείων.
Είναι ξεκάθαρο ότι δεν «γεννιούνται ίσα» όλα τα χρέη, και υπάρχει ένα ισχυρό επιχείρημα για την προσθήκη περισσότερου χρέους όταν πρόκειται για τη χρηματοδότηση ιδιαίτερα παραγωγικών υποδομών. Η Ευρώπη, υστερεί σημαντικά σε σχέση με πολλές ασιατικές χώρες όσον αφορά τις προσπάθειες να επεκτείνει την πρόσβαση της ευρυζωνικότητας. Με εξαίρεση τις σκανδιναβικές χώρες, τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας είναι αρκετά κατακερματισμένα, και χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για την ενσωμάτωσή τους σε ένα ευρύτερο δίκτυο.
Η αύξηση του χρέους με σκοπό την αύξηση ή την διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης έχει νόημα, ιδίως σε ένα περιβάλλον χαμηλών πραγματικών επιτοκίων. Ένα παρόμοιο επιχείρημα ισχύει για τις δαπάνες που αποσκοπούν στην βελτίωση της εκπαίδευσης, για παράδειγμα για τη βελτίωση των υποχρηματοδοτούμενων πανεπιστημίων της Ευρώπης.
Ωστόσο, πέρα από τις επενδύσεις που προωθούν την ανάπτυξη, η επιχειρηματολογία για μεγαλύτερα δημοσιονομικά κίνητρα γίνεται όλο και πιο λεπτή. Οι Brad Delong και Larry Summers υποστήριξαν ότι σε μία καταπιεσμένη οικονομία, οι βραχυπρόθεσμες αυξήσεις του δανεισμού μπορούν να αυτοσυντηρηθούν, ακόμη και αν οι δαπάνες δεν αυξάνουν μακρόχρονα τη δυναμική της οικονομίας. Αντιθέτως, οι Alberto Alesina και Silvia Ardagna υποστηρίζουν ότι σε μία οικονομία με μία μεγάλη και αναποτελεσματική κυβέρνηση, τα μέτρα σταθεροποίησης του χρέους τα οποία κατευθύνονται στη μείωση του μεγέθους της κυβέρνηση, μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν επεκτατικό αποτέλεσμα.
Παραδέχομαι ότι είμαι ξένος σε αυτή τη συζήτηση. (Η λέξη «λιτότητα» δεν εμφανίζεται ούτε μία φορά στο βιβλίο μου του 2009 με την Carmen Reinhart για την ιστορία των οικονομικών κρίσεων.) Γενική αίσθησή μου, ωστόσο, είναι ότι και οι δύο παραπάνω απόψεις είναι ακραίες. Γενικά, ούτε η καθαρή λιτότητα ούτε τα κεϋνσιανά κίνητρα μπορούν να βοηθήσουν τις χώρες να ξεφύγουν από τις παγίδες του υψηλού χρέους. Σε ολόκληρη την ιστορία, άλλα ήταν τα μέτρα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο, όπως η αναδιάταξη του χρέους, ο πληθωρισμός, καθώς και οι διάφορες μορφές φορολόγησης του πλούτου.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα συνεχίσουν οι ευρωπαϊκές χώρες να αποφεύγουν επ’ αόριστον την προσφυγή στην πλήρη «εργαλειοθήκη» των μέτρων ενάντια στο χρέος, ιδίως για την αποκατάσταση των εύθραυστων οικονομιών της περιφέρειας της ευρωζώνης. Η περίφημη εγγύηση της ΕΚΤ να «κάνει ό,τι χρειαστεί» μπορεί να είναι αρκετή για να βοηθήσει στη χρηματοδότηση μεγαλύτερων βραχυπρόθεσμων κινήτρων από αυτήν που ισχύει επί του παρόντος. Αλλά, η εγγύηση της ΕΚΤ δεν θα λύσει τα προβλήματα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας.
Πράγματι, η ΕΚΤ θα χρειαστεί σύντομα να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική λιτότητα υπολείπονται κατά πολύ από το να αποτελέσουν μία ολοκληρωμένη λύση για τα προβλήματα χρέους της Ευρώπης. Τον Οκτώβριος και τον Νοέμβριο, η ΕΚΤ θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα των δοκιμών της (stress tests) των τραπεζών. Καθότι πολλές τράπεζες κατέχουν μεγάλο όγκο δημόσιου χρέους της ευρωζώνης, τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το πώς η ΕΚΤ θα αξιολογήσει τον κυβερνητικό κίνδυνο (Sovereign Risk).
Αν η ΕΚΤ υποτιμήσει σε μεγάλο βαθμό τους κινδύνους, θα αμαυρωθεί άσχημα η αξιοπιστία της ως ρυθμιστική αρχή. Αν είναι πιο ειλικρινής σχετικά με τους κινδύνους, υπάρχει μία πιθανότητα ότι ορισμένες χώρες της περιφέρειας θα έχουν δυσκολία ως προς το «κλείσιμο των τρυπών», καθώς θα χρειαστούν βοήθεια από τον βορρά. Ελπίζουμε ότι η ΕΚΤ θα είναι ειλικρινής. Είναι καιρός να δρομολογηθεί μία νέα συζήτηση σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους για το σύνολο της περιφέρειας της ευρωζώνης.