Η οικονομία της ευρωζώνης έχει αποτύχει να αναζωπυρωθεί. Διατρέχει τον κίνδυνο να πέσει σε μία επιζήμια αποπληθωριστική ύφεση. Τα επίσημα επιτόκια έχουν μειωθεί, και ωθούνται προς αρνητικές τιμές. Σίγουρα, το ευρώ θα έπρεπε να είχε αποδυναμωθεί ως τώρα.
Η αντοχή του ενιαίου νομίσματος της Ευρώπης είναι μία από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις της εποχής της κρίσης μετά το 2007. Η ευρωζώνη έχει μείνει πίσω, ενώ οι οικονομίες των ΗΠΑ και του Ην. Βασιλείου ανακάμπτουν. Η Fed (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ) έχει σχεδόν ολοκληρώσει το πρόγραμμα αγορών μεγάλης κλίμακας περιουσιακών στοιχείων –ή αλλιώς «ποσοτική χαλάρωση» (QE)–. Η Τράπεζα της Αγγλίας εξετάζει το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων.
Η τελευταία, επιθετική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής που ανακοινώθηκε νωρίτερα τον περασμένο μήνα από το Μάριο Ντράγκι, τον πρόεδρο της ΕΚΤ –που περιλαμβάνει αρνητικό επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ– δεν έκανε καμία αίσθηση. Ακόμα και μετά την ταλάντευση της αγοράς την Πέμπτη, η οποία πυροδοτήθηκε από μία πορτογαλική τράπεζα, το ευρώ είναι κατά 5 τοις εκατό ισχυρότερο από το δολάριο, από ό,τι έναν χρόνο πριν.
Η απογοήτευση για τις ζημιές που υπέστησαν οι εξαγωγείς, εντάθηκε αυτή την εβδομάδα –τουλάχιστον στη Γαλλία. Ο Fabrice Brégier, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας επιβατικών αεροσκαφών Airbus, έκανε έκκληση προς την ΕΚΤ για δράση ενάντια στην «τρελή» συμπεριφορά του ευρώ, κατηγορώντας την ΕΚΤ ότι έχει αποτύχει στη χρήση του νομίσματος «ως βασικό όπλο για την ενίσχυση της οικονομίας».
Περιορισμένες επιλογές
Αυτό που δεν ανέφερε κανείς είναι το πώς ακριβώς η ΕΚΤ –η οποία επίσης θα προτιμούσε ένα ασθενέστερο ευρώ– υποτίθεται ότι θα έλεγχε τη συναλλαγματική ισοτιμία. Αντίθετα, η σχετική δύναμη του ευρώ είναι το αποτέλεσμα των εισροών κεφαλαίων στην ευρωζώνη και της στάσης της Fed που έχει αποτρέψει την ανατίμηση του δολαρίου, γεγονός που εξοργίζει αρκετούς φορείς χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα.
Ενώ οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι αδύνατο να προβλεφθούν, οι επιλογές του κ. Ντράγκι για δράση, φαίνονται περιορισμένες –εκτός και αν δελεάσει με κάποιο τρόπο την Janet Yellen, την πρόεδρο της Fed.
Την περασμένη εβδομάδα, ο κ. Ντράγκι απέρριψε την ιδέα ότι η Fed έχει κερδίσει κατά κράτος την ΕΚΤ, ως προς τους ελιγμούς της. «Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε αυτό που συμβαίνει εδώ με αυτό που συμβαίνει εκεί», επέμεινε. Η πολιτική χαλάρωσης της ΕΚΤ, του Ιουνίου, είχε καταφέρει να πιέσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς της ευρωζώνης σε χαμηλότερα επίπεδα, δήλωσε.
Για να ενισχύσει την άποψή του σχετικά με την αποσύνδεση, ο πρόεδρος της ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να είχε τονίσει ότι το «spread» της διαφοράς, μεταξύ των αποδόσεων των 10ετών αμερικανικών ομολόγων και των ισοδύναμων γερμανικών ομολόγων, είναι μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο από τη δεκαετία του 1990.
Το πρόβλημά του είναι ότι έχει διασπαστεί η σχέση μεταξύ των διαφορών των επιτοκίων και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αντ’ αυτού, η αύξηση του ευρώ είναι μία «ιστορία εισροών».
Από τα μέσα του 2012, τότε που ο κ. Ντράγκι απέτρεψε την κατάρρευση της ευρωζώνης με την υπόσχεσή του να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να διατηρήσει την ακεραιότητα, οι ξένοι επενδυτές έχουν καταφύγει στις αγορές ομολόγων και μετοχών της ευρωζώνης, καθώς προσελκύονται από τις υψηλές αποδόσεις σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία.
Η ελκυστικότητα της ευρωζώνης αυξήθηκε όταν επλήγησαν πέρυσι οι αναδυόμενες αγορές από οικονομικές αναταραχές –και όταν η προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσία αύξησε τις γεωπολιτικές εντάσεις νωρίτερα φέτος. Η Κίνα, εντωμεταξύ, έχει διαφοροποιήσει τις τεράστιες συναλλαγματικές συμμετοχές της μακριά από το δολάριο –προσθέτοντας στη ζήτηση για περιουσιακά στοιχεία της ευρωζώνης και ενισχύοντας το ευρώ.
Το δίλημμα του Ντράγκι
Οι εισροές αυτές μπορεί πρόσφατα να έχουν επιβραδυνθεί ή να έχουν αντιστραφεί. «Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι κατά τις τελευταίες εβδομάδες η κατάσταση έχει αρχίσει να επιβραδύνεται με αρκετά σημαντικό τρόπο», λέει ο Jens Nordvig, επικεφαλής παγκόσμιας στρατηγικής συναλλάγματος στη Nomura.
Τον Απρίλιο είδαμε τις μεγαλύτερες ξένες και εγχώριες εκροές σε τίτλους σταθερού εισοδήματος της ευρωζώνης, από τα μέσα του 2012, σύμφωνα με υπολογισμούς της BNP Paribas. «Οι ξένοι επενδυτές κλείδωσαν τα κέρδη τους στο υψηλότερο ευρώ», λέει ο Robert McAdie, επικεφαλής παγκόσμιας στρατηγικής σταθερού εισοδήματος της τράπεζας.
Με τις αποδόσεις των ομολόγων της ευρωζώνης να έχουν φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα –και με τις αποδόσεις ομολόγων ορισμένων κρατών της περιφέρειας να είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτές των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ– η περιοχή μπορεί να έχει χάσει μέρος της γοητείας της για τους επενδυτές.
Οι σημαντικές εκροές θα αποδυνάμωναν το ευρώ –και το ξεπούλημα της Πέμπτης στην ευρωζώνη μπορεί να βοηθήσει. Αλλά, μπορεί να είναι προσωρινό φαινόμενο. Οι επενδυτές μπορεί και πάλι να ποντάρουν στο ότι οι ενέργειες νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ θα ωθήσουν σε υψηλότερα επίπεδα τις τιμές των ομολόγων και των μετοχών. Ο κ. Ντράγκι δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο ενός πλήρους προγράμματος QE (ποσοτικής χαλάρωσης) σε στυλ ΗΠΑ.
Όπως και να ‘χει, η ΕΚΤ είναι δύσκολο να βγει κερδισμένη. Ο οργανισμός της Φρανκφούρτης θεωρείται πιο προσεκτικός από την Fed, υποδηλώνοντας μία τάση προς μία σκληρότερη νομισματική πολιτική, η οποία θα σήμαινε λογικά και ένα ισχυρότερο νόμισμα. Επί του παρόντος, οι ψίθυροι στην αγορά λένε ότι ο κ. Ντράγκι μπορεί να αφήσει νωρίτερα τη θέση του στην ΕΚΤ –ίσως για να γίνει πρόεδρος της Ιταλίας– και να αντικατασταθεί από τον Jens Weidmann, τον πρόεδρο της άκρως συντηρητικής Bundesbank της Γερμανίας.
Μέχρις ότου κάποια αλλαγή στην πολιτική στάση της Fed να οδηγήσει σε ένα ισχυρότερο δολάριο –και ως εκ τούτου σε εξασθένηση του ευρώ– το δίλημμα του Ντράγκι θα παραμένει εξαιρετικά δύσκολο.