Image default
Πρώτο Θέμα

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ευρώ είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ευρώ είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης

Ακούγοντας κανείς τη λογομαχία μεταξύ Ρώμης και Βερολίνου σχετικά με το απαραβίαστο των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης, είναι δελεαστικό να συμπεράνει πως μιας ασταμάτητη δύναμη οδηγείται προς ένα ακίνητο αντικείμενο. Είναι μεν δελεαστικό, αλλά και παραπλανητικό.

Η διαφωνία ανάμεσα στον Ιταλό Ματέο Ρέντσι και στη Γερμανίδα Άνγκελα Μέρκελ είναι αρκετά πραγματική. Θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα για το μέλλον της Ευρώπης και, ειδικότερο, του ενιαίου νομίσματος. Είναι δυνατόν ένας διακανονισμός, που θα υπολείπεται πάντα της παραδοσιακής νομισματικής ένωσης, να αποτελέσει λύση ταυτόχρονα οικονομικά ισχυρή και πολιτικά βιώσιμη; Η Γερμανία –μαζί με άλλα κράτη του βορρά– θέλει να επικεντρωθεί στην πρώτη από αυτές τις προϋποθέσεις. Η Ιταλία και οι υπόλοιπες, πιο χρεωμένες, χώρες θέλουν να επικεντρωθούν στη δεύτερη. Και οι δύο φυσικά θα πρέπει να θεωρηθούν ως προϋποθέσεις που ενισχύουν η μία την άλλη. Η πρόκληση είναι να βρεθεί μία ισορροπία.

Το Βερολίνο και η Ρώμη συμφωνούν σε μερικά πράγματα. Τις προάλλες άκουσα έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο της κυβέρνησης Μέρκελ να λέει ότι το πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο της ευρωζώνης είναι η αξιοπιστία. Μία εβδομάδα νωρίτερα, ένας από τους συναδέλφους του κ. Ρέντσι έκανε την ίδια ακριβώς παρατήρηση σε μία ιδιωτική συνάντηση στη Ρώμη, που είχε διοργανωθεί από το Aspen Institute Italia.

Το κοινό έδαφος έχει να κάνει με τον επείγοντα χαρακτήρα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η ιταλική ατζέντα ξεκινάει με μία έκκληση για περισσότερη οικονομική ολοκλήρωση στην ΕΕ –ιδίως όσον αφορά την επέκταση των υπηρεσιών της ενιαίας αγοράς. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους ώστε να ασκήσουν πίεση για το άνοιγμα των αγορών της Ευρώπης μέσα από ένα διατλαντικό σύμφωνο εμπορίου και επενδύσεων με τις ΗΠΑ. Όσον αφορά τα εγχώρια ζητήματα, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στις μεταρρυθμίσεις για την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, στα μέτρα που προωθούν τις επενδύσεις και στα κίνητρα που προωθούν την έρευνα και την ανάπτυξη.

Η λίστα των υποχρεώσεων που προσφέρει το Βερολίνο είναι εντυπωσιακή στις ομοιότητές της: εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, μείωση των εμποδίων στην απασχόληση, αναδιάταξη των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ για την προώθηση της ανάπτυξης, προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων για υποδομές και τροφοδότηση των ψηφιακών βιομηχανιών.

Που είναι λοιπόν η διαφωνία; Για να το πούμε ωμά, η διαφωνία έγκειται στο εξής σημείο: Η κα Μέρκελ λέει ότι η δημοσιονομική πειθαρχία προσφέρει το δικό της μονοπάτι για την ανάπτυξη –οι Γερμανοί υπουργοί μιλούν τώρα για «εξυγίανση φιλική προς την ανάπτυξη». Η ιταλική απάντηση είναι ότι ένα αντιλαϊκό πρόγραμμα για την απελευθέρωση της οικονομίας μπορεί κάλλιστα να χρειαστεί μεγαλύτερα περιθώρια ως προς το δημοσιονομικό χρονοδιάγραμμα.

Η αυξημένη προσφορά δε σημαίνει τίποτα χωρίς την αντίστοιχη ζήτηση. Στο μυαλό του κ. Ρέντσι, οι επενδύσεις που αυξάνουν το μακροπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης της Ιταλίας (και συνεπώς δημιουργούν μεγαλύτερο περιθώριο για την αποπληρωμή του χρέους) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ξεχωριστά από τις τρέχουσες δαπάνες. Σε αυτό, οι Γερμανοί φίλοι μου απαντούν ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «καλός» ή «κακός» δανεισμός. Υπάρχει μόνο «δανεισμός».

Οι οικονομολόγοι και τα hedge funds που προέβλεψαν το 2012 τη σίγουρη κατάρρευση του ευρώ, παρερμήνευσαν σε τεράστιο βαθμό την πολιτική διάσταση.

Και οι δύο έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Η κα Μέρκελ αντιμετωπίζει εγχώριες πολιτικές πιέσεις για να προωθήσει την αξιοπιστία που εξασφαλίζεται με το να πείσει τις αγορές ότι οι κυβερνήσεις θα τηρήσουν τους κανόνες του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας. Η καταπάτηση αυτών των κανόνων το 2005 (η Γερμανία και η Γαλλία ήταν τότε οι ένοχοι) ήταν προάγγελος της έκρηξης του ελληνικού χρέους και της επακόλουθης κρίσης.

Η Ιταλία, με τα μάτια της στραμμένα στην ίδια εσωτερική πολιτική, ανησυχεί για την πολιτική αξιοπιστία. Αυτή στηρίζεται στην ανάκαμψη της ανάπτυξης. Η Γερμανία μπορεί να έχει δίκιο να υποστηρίζει ότι ένα σταθερό πλαίσιο χρέους και ελλειμμάτων αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη, αλλά αν οι αγορές καταλήξουν ότι η λύση είναι η θανάτωση του ασθενούς, τότε το όλο σύστημα θα χάσει την αξιοπιστία του.

Μία ιταλική κυβέρνηση μεταρρυθμίσεων που τηρεί το γράμμα του (δημοσιονομικού) νόμου, θα ήταν εντελώς άχρηστη αν μία λαϊκιστική εξέγερση την πετούσε εκτός εξουσίας. Θυμάμαι καλά τις μάταιες προσπάθειες της βρετανικής κυβέρνησης να κρατήσει τη στερλίνα στον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών. Όσο υψηλότερα ανέβαζε τα επιτόκια, τόσο περισσότερο πείθονταν οι αγορές ότι αυτές οι αυξήσεις δεν ήταν πολιτικά βιώσιμες.

Παρ’ όλα αυτά, το χάσμα είναι μικρότερο από ό,τι φαίνεται. Ένα από τα διδάγματα της κρίσης της ευρωζώνης είναι ότι η ρητορική που προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση μετριάζεται από τον ρεαλισμό, όταν οι ηγέτες φθάνουν στις Βρυξέλλες. Οι λεγεώνες των οικονομολόγων και των επενδυτικών hedge fund που προέβλεψαν το 2012 τη σίγουρη κατάρρευση του ευρώ, παρερμήνευσαν άσχημα την πολιτική πτυχή της κρίσης. Αγνόησαν το χάσμα μεταξύ της δημόσιας τοποθέτησης και του ιδιωτικού πραγματισμού, και υποτίμησαν την πολιτική βούληση.

Οι Έλληνες διαδήλωσαν ενάντια στη λιτότητα, ενώ επέμειναν ό,τι θα παραμείνουν στην ευρωζώνη. Οι Γερμανοί αρνήθηκαν να εγγυηθούν για τις οφειλές των ασθενέστερων εταίρων τους, και στη συνέχεια έκαναν ακριβώς αυτό. Οι οικονομολόγοι έμειναν με την αμηχανία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Τα Hedge funds συσσωρεύονται πλέον στις περιφερειακές οικονομίες με την ίδια απερισκεψία με την οποία είχαν πραγματοποιήσει μαζική έξοδο το 2012.

Ωστόσο, το να λέμε ότι η οξεία φάση της κρίσης έχει περάσει, δεν σημαίνει ότι το ευρώ διορθώθηκε. Προσαρμόζοντας μία διατύπωση του Alexis de Tocqueville, η πιο επικίνδυνη στιγμή μπορεί να φτάσει κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, μία μακρά δημόσια διαφωνία σε σχέση με τους κανόνες ενάντια στην ευελιξία, θα ήταν το ίδιο μάταιη όσο και η παλιότερη διαφωνία μεταξύ λιτότητας και ανάπτυξης. Και στις δύο περιπτώσεις, η ευρωζώνη χρειάζεται και τα δύο.

Η κα Μέρκελ πρέπει να πειστεί ότι οποιαδήποτε χαλάρωση των δημοσιονομικών ηνίων δεν αποτελεί δικαιολογία για τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, για να χαλαρώσουν και τις προσπάθειές τους να ενδυναμώσουν την υποκείμενη παραγωγικότητα των οικονομιών τους. Ο κ. Ρέντσι οφείλει να γνωρίζει ότι αν πετύχει τις οικονομικές του μεταρρυθμίσεις, δεν θα ισοπεδωθεί από τον υπερβάλλοντα ζήλο για την ερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων.

Η συζήτηση, με άλλα λόγια, έχει να κάνει τόσο με την αλληλουχία των πραγμάτων, όσο και με τον επιθυμητό οικονομικό προορισμό. Αυτό που κάνει τα πράγματα δύσκολα είναι ότι οι δύο ηγέτες αισθάνονται υποχρεωμένοι να διεκδικήσουν τη νίκη ώστε να ικανοποιήσουν τις εγχώριες εκλογικές τους περιφέρειες. Η κα Μέρκελ και ο κ. Ρέντσι συμφωνούν, πως το κλειδί για το μέλλον του ευρώ είναι η αξιοπιστία. Τώρα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η απαιτούμενη ισορροπία, χρειάζεται πάνω απ’ όλα την καθιέρωση της εμπιστοσύνης.

Σχετικα αρθρα

Η νέα τραπεζική πραγματικότητα

admin

Η κινεζική τραγωδία του Xi Jinping και ο επικείμενος 3ος παγκόσμιος πόλεμος

admin

Ο “γόρδιος” δεσμός της Deutsche Bank

admin

Χρηματιστήριο: Έλλειψη εμπιστοσύνης = Διακυμάνσεις + Στρες

admin

Τρόμος πάνω από τις ευρωπαϊκές τράπεζες 

admin

Alpha Bank: Διαταραχές στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές και ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος

admin

FED:Νέα αύξηση των επιτοκίων με το βλέμμα στις τράπεζες 

admin

ΗΠΑ:Το επικείμενο μεγάλο τραπεζικό κράχ…

admin

Που πάνε οι αγορες; 

admin

Το weekend που άλλαξε τον τραπεζικό χάρτη

admin

Ελ-Εριάν: Ναι, ήταν διάσωση – Κινδυνεύουν άλλες τράπεζες;

admin

Η επικείμενη συντριβή της Ρωσίας και το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής – George Soros

admin