Αν είστε λάτρης του ευρώ, μπορείτε να την χαρακτηρίσετε «ένωση κεφαλαιαγορών» –και να την φανταστείτε ως το επόμενο βήμα μετά την τραπεζική ένωση. Αν, από την άλλη, είστε υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, τείνοντας προς τον ευρωσκεπτικισμό, τότε μπορείτε να την αποκαλέσετε «ενιαία κεφαλαιαγορά» –και να φανταστείτε ότι εκπληρώνει τις υποσχέσεις της Συνθήκης της Ρώμης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων ανά την Ευρώπη.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει επιτακτική ανάγκη στην ΕΕ για περισσότερο μη τραπεζικό δανεισμό –που να αφορά ο,τιδήποτε, από δάνεια προς επιχειρήσεις μέχρι εργαλεία που διαπραγματεύονται στις αγορές, όπως ομόλογα και άλλους συναφείς τίτλοι. Καθώς η ΕΕ θα καθορίζει τις προτεραιότητές της για τα επόμενα πέντε χρόνια, τα (πολιτικά) άστρα μπορεί επιτέλους να ευθυγραμμιστούν έτσι ώστε να γίνει πραγματικότητα μία τέτοια πρωτοβουλία, δεδομένου ότι έτσι θα επιτυγχάνονταν «μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια»: βρίσκει λύση η ευρωζώνη για τη χρηματοδότηση των θέσεων εργασίας και της ανάπτυξης, ενώ παράλληλα προσφέρεται στο Ηνωμένο Βασίλειο ένας ακόμη ισχυρός λόγος για να παραμείνει στην ΕΕ.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, η μεγαλύτερη πρόκληση για την ευρωζώνη θα είναι η αναζωπύρωση της ανάπτυξης, η οποία κινείται με υποτονικούς ρυθμούς. Αυτό θα χρειαστεί σίγουρα περισσότερες επενδύσεις –καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ότι χρειάζεται €1 τρισ. μέχρι το 2020 για ένα δίκτυο μεταφορών, ενέργειας και τηλεπικοινωνιών που να είναι Ευρωπαϊκής (ΕΕ) σημασίας και εμβέλειας.
Ωστόσο, τα παραδοσιακά μέσα χρηματοδότησης στερεύουν. Οι υπερχρεωμένες κυβερνήσεις πρέπει να εξισορροπήσουν τους ισολογισμούς τους. Εντωμεταξύ, πολλές τράπεζες συρρικνώνονται επειδή, και αυτές, πρέπει να βελτιώσουν τους ισολογισμούς τους. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα οξεία στις χώρες της περιφέρειας, όπως η Ιταλία.
Αλλά, δεν υπάρχει λόγος να απελπιζόμαστε. Ο μη τραπεζικός δανεισμός μπορεί να έρθει για να σώσει την κατάσταση. Ενώ η ευρωζώνη θα είναι η κύρια πηγή της ζήτησης για αυτού του είδους τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, το Ηνωμένο Βασίλειο –που είναι και η μεγαλύτερη κεφαλαιαγορά της ηπείρου– θα είναι η κύρια πηγή της προσφοράς. Η προσπάθεια για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς κεφαλαίων, θα είναι η ευκαιρία μίας γενιάς για το Λονδίνο, παρόμοια με την «επανάσταση των ευρωδολαρίων» από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και την εκρηκτική άνοδο που δημιουργήθηκε από το Big Bang της απορρύθμισης του 1986. Η ένωση των κεφαλαιαγορών θα πρέπει να είναι εξίσου δελεαστική για τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον, όσο και για τον πρωθυπουργό της Ιταλίας, Ματέο Ρέντσι.
Ο μη τραπεζικός δανεισμός έχει πολλές μορφές. Υπάρχουν δάνεια τα οποία χορηγούνται από οργανισμούς, και όχι από τράπεζες, τα οποία συχνά χαρακτηρίζουμε ως «σκιώδες τραπεζικό σύστημα». Υπάρχουν δάνεια τα οποία ξεκινούν από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά καταλήγουν υπό διαπραγμάτευση στις χρηματαγορές. Αυτά συχνά αποκαλούνται «τιτλοποιήσεις». Έπειτα, υπάρχουν οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, οι ιδιωτικές τοποθετήσεις, τα επιχειρηματικά κεφάλαια, τα δημόσια κεφάλαια, τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά υφίστανται ήδη στην ΕΕ –αλλά οι αγορές τους δεν αποτελούν παρά ένα κλάσμα του μεγέθους των αντίστοιχων δραστηριοτήτων στις ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η ΕΕ είναι πολύ πιο «τραπεζοκεντρική» από ό,τι οι ΗΠΑ. Οι ισολογισμοί των τραπεζών της είναι τετραπλάσιοι του ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ αντιστοιχούν μόλις στο 80 τοις εκατό του ΑΕΠ.
Πριν από την πιστωτική κρίση, η ΕΕ παινευόταν για το μέγεθος του τραπεζικού της συστήματος. Θεωρούσε ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούσαν να στηρίξουν ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης από ό,τι οι αγορές, επειδή κατανοούσαν πραγματικά τους πελάτες τους.
Αλλά, τέσσερα χρόνια μετά την κρίση, οι Ευρωπαίοι δεν τρέφουν πια τα ίδια συναισθήματα για τις τράπεζές τους. Οι δεσμοί μεταξύ αυτών και των κρατών αποτέλεσαν τελικά τροχοπέδη στην ανάπτυξη, ενώ οι αιμομικτικές σχέσεις μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων, σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Κύπρος, οδήγησαν σε κακή παροχή πίστωσης και διαφθορά.
Οι φορείς χάραξης πολιτικής συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι η υπερβολική εξάρτηση της Ευρώπης από τις τράπεζες όχι μόνο επιδείνωσε την κρίση, αλλά πλέον απειλεί και την ανάκαμψη. Εκτιμάται πλέον ότι ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχουν οι ΗΠΑ είναι η πληθώρα των χρηματοοικονομικών εργαλείων που διαθέτουν.
Αυτό δεν προκύπτει μόνο από τη συγκέντρωση επιπλέον πηγών κεφαλαίου. Προέρχεται επίσης από την καλύτερη διασπορά του κινδύνου στην οικονομία και από τη δημιουργία νέων ειδικοτήτων –αναλυτών ομολόγων, business angels, venture capitalists, ακόμη και επενδυτές των hedge funds θα μπορούσε να πει κανείς.
Όχι ότι ο δανεισμός που βασίζεται στην αγορά είναι τέλειος. Μπορεί και αυτός να ξεφύγει εκτός ελέγχου, όπως ανακάλυψαν οι ΗΠΑ. Έτσι λοιπόν, είναι σημαντικό οι αγορές της ΕΕ να αναπτυχθούν με υγιή τρόπο. Αυτό σημαίνει να χρησιμοποιήσουν τη δημιουργικότητά τους, χρησιμοποιώντας παράλληλα στοχευμένους ρυθμιστικούς κανόνες, ώστε να εξασφαλιστεί η σταθερότητα και η εντιμότητα. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη διαφάνεια.
Ορισμένες διαφορετικές πρωτοβουλίες βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας προσπαθούν να αναβιώσουν την αγορά τιτλοποιήσεων –ξεχωρίζοντας τα προϊόντα «plain vanilla», τα οποία θα μπορούσαν να έχουν λιγότερες ρυθμίσεις από τα πιο περίπλοκα και, ενδεχομένως, πιο τοξικά εργαλεία.
Εντωμεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δημιουργήσει ένα πλάνο για την ενίσχυση των επενδύσεων που αφορούν τις υποδομές και τις μικρές επιχειρήσεις. Ένας λόγο για τον οποίο αυτό δεν έχει προσελκύσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι διότι οι λεπτομέρειες που απαιτούνται –από τον συντονισμό των χρηματοοικονομικών ρυθμιστικών κανόνων, μέχρι τη βελτιστοποίηση των πτωχευτικών διαδικασιών και τη δημιουργία πιστωτικών βάσεων δεδομένων– μπορεί να λειτουργήσουν αποθαρρυντικά.
Μπορεί πράγματι αυτό να ισχύει. Ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Ευρώπη χρειάζεται ένα σύγχρονο χρηματοοικονομικό σύστημα για να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την ανάπτυξη και ότι μία τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσε να κρατήσει τη Βρετανία εντός ΕΕ. Οι ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να θέσουν ως βασική τους προτεραιότητα την ένωση των κεφαλαιαγορών.