Πριν από έξι χρόνια, η Ισλανδία μετατράπηκε σε ένα μικροσκοπικό έμβλημα της ραγδαίας πιστωτικής ανόδου –και της ραγδαίας πτώσης.
Το ηφαιστειογενές αυτό νησί έχει μόλις 320.000 κατοίκους, δηλαδή τους αντίστοιχους κατοίκους που έχει το Buffalo της Νέας Υόρκης. Αλλά, στη δεκαετία του 2000, οι τρεις μεγάλες τράπεζες της χώρας επεκτάθηκαν με τέτοιο ασύλληπτο ρυθμό που ανέλαβαν 85 δισ. δολάρια χρέους για να χρηματοδοτήσουν έναν συλλογικό ισολογισμό 10 φορές μεγαλύτερο από την οικονομία της χώρας. Και, όταν έσκασε η κρίση του 2008 κατέρρευσαν, πυροδοτώντας μία βάναυση ύφεση.
Σήμερα, η Ισλανδία είναι και πάλι βιτρίνα –αυτή τη φορά για την ημιτελή πολιτική πρόκληση που βασανίζει τον δυτικό κόσμο σε σχέση με την απομόχλευση. Η οικονομία έχει να επιδείξει μία αξιέπαινη ανάκαμψη, δημιουργώντας ρυθμό ανάπτυξης άνω του 3 τοις εκατό, ενώ οι τομείς του τουρισμού, της ενέργειας και της πληροφορικής έχουν αντικαταστήσει τον επιπόλαιο κόσμο της τραπεζικής, ως πηγές δραστηριότητας και θέσεων απασχόλησης. Η ανάπτυξη είναι τόσο ισχυρή που η κεντρική τράπεζα συζητά ακόμη και για το αν η οικονομία θα μπορούσε σύντομα να υπερθερμανθεί.
Αυτό αποτελεί μαρτυρία για το τι μπορεί να συμβεί σε μία οικονομία μετά την κρίση, όταν ένας ευέλικτος πληθυσμός αγκαλιάζει την επώδυνη αναδιάρθρωση και το νόμισμα χάνει το ήμισυ της αξίας του. Μπορούμε να κατανοήσουμε αν υπάρχουν ίχνη ζήλιας από μέρους χωρών όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία.
Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτή την αισιόδοξη ιστορία. Όλη αυτή η αξιέπαινη ανάπτυξη δεν έχει εξαφανίσει δια μαγείας την αιτία της κρίσης της Ισλανδίας: το χρέος. Το δημόσιο χρέος της είναι «μόλις» 84 τοις εκατό του ΑΕΠ, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αλλά, αν προσθέσουμε τις υπόλοιπες υποχρεώσεις των τραπεζών –οι οποίες ανήκουν εμμέσως στην κυβέρνηση– ο συνολικός δείκτης χρέους είναι 221 τοις εκατό, και είναι ελάχιστες οι πιθανότητες το νησί να ξεχρεώσει στο ακέραιο.
Η κυβέρνηση έχει καταφέρει να αποφύγει την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, με τη χρησιμοποίηση ελέγχων κεφαλαίου για να αποτρέψει τους επενδυτές από το να ανταλλάσσουν ελεύθερα κορώνες με ξένα νομίσματα. Αυτό βοήθησε στο να αποφευχθεί η εκτεταμένη φυγή κεφαλαίων και επέτρεψε στην Ισλανδία να προστατεύσει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα από την αρχή της κρίσης. Αυτό, με τη σειρά του, έχει μεν δημιουργήσει περιθώρια ώστε να ανακάμψει η οικονομία, αλλά έχει αφαιρέσει και την πίεση για άμεση αντιμετώπιση του χρέους και για τις σκληρές επιλογές που είναι απαραίτητες ώστε να κατανεμηθεί το κόστος της αναδιάρθρωσης του χρέους.
Όπως και στο μεγαλύτερο κομμάτι της Δύσης, το σύστημα μοιάζει ήρεμο –εν μέρει λόγω της μεγάλης κρατικής παρέμβασης. Όπως το έθεσε και ένας Ισλανδός πολιτικός αξιωματούχος: «Οι έλεγχοι κεφαλαίου είναι η δική μας εκδοχή της ποσοτικής χαλάρωσης».
Το μεγάλο ερώτημα στην Ισλανδία –η οπουδήποτε αλλού στη Δύση– είναι το πόσο καιρό μπορούν οι φορείς χάραξης πολιτικής να αναβάλουν την αντιμετώπιση του προβλήματος. Όταν κατέρρευσαν οι τρεις τράπεζες, η κυβέρνηση αποφάσισε να διασώσει τα εγχώρια μέρη του συστήματος (και τους φορολογούμενούς της), συσσωρεύοντας «πόνο» στους ξένους πιστωτές και καταθέτες. Έτσι, τα τραπεζικά ομόλογα που κατέχονταν από ξένους χρησιμοποιήθηκαν για την προεπιλογή και μετατράπηκαν σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τους δανειστές που είχαν καταρρεύσει –και οι τραπεζικές καταθέσεις των ξένων επενδυτών σε ισλανδικές κορώνες, παγιδεύτηκαν εντός της χώρας μέσω των κεφαλαιακών ελέγχων.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η κυβέρνηση δείχνει ότι θέλει να αρχίσει την άρση των ελέγχων αυτών, ώστε να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας και να δημιουργήσει ένα πιο «ομαλοποιημένο» χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και, όπως επισημαίνει και ο Mar Gudmundsson, διοικητής της κεντρικής τράπεζας, οποιαδήποτε χαλάρωση θα αναγκάσει νέες συζητήσεις σχετικά με το βουνό του χρέους, δεδομένου ότι τα $7,4 δισ. που κατέχονται από ξένους επενδυτές στις τράπεζες της Ισλανδίας σε κορώνες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εγκαταλείψουν την χώρα δίχως να είναι σαφές το πώς θα αντιμετωπιστούν οι πιστωτές που κατέχουν ισλανδικό τραπεζικό χρέος. Και, η φυγή των κεφαλαίων θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία νέα κρίση.
Τα καλά νέα είναι ότι κυβέρνηση ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι έχει ορίσει εξωτερικούς συμβούλους για συζητήσεις με τους πιστωτές. Τα κακά νέα αφορούν στο ότι η εύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μία ομάδα που αντιπροσωπεύει περίπου το 70 τοις εκατό των ομολογιούχων θέλει να διευθετηθούν οι απαιτήσεις της με την πώληση των διαδόχων των κατεστραμμένων τραπεζών σε νέους ξένους ιδιοκτήτες.
Ωστόσο, δεδομένου ότι το εθνικιστικό αίσθημα στο νησί βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, οι πολιτικοί φαίνονται απρόθυμοι να προσφέρουν στους πιστωτές ο,τιδήποτε παραπάνω από μία συμβολική διευθέτηση. Έτσι, οι πιθανότητες δείχνουν ότι η χώρα είτε θα καταλήξει σε μία παρατεταμένη δικαστική μάχη, όπως αυτή μεταξύ της Αργεντινής και των πιστωτών που δεν δέχθηκαν την αναδιάρθρωση του χρέους, είτε η κυβέρνηση θα συνεχίσει να κερδίζει χρόνο επεκτείνοντας αυτούς τους δήθεν «προσωρινούς» ελέγχους επ’ αόριστον.
Σε κάθε περίπτωση, οι επενδυτές καλά θα κάνουν να συνεχίσουν να παρακολουθούν την κατάσταση. Διότι, ενώ οι λεπτομέρειες οποιασδήποτε αναδιάρθρωσης θα είναι πιθανότατα περίπλοκες και τα χρήματα που θα εμπλέκονται θα είναι μικρά σε σχέση με την παγκόσμια κλίματα, η Ισλανδία μας υπενθυμίζει δύο κρίσιμα σημεία. Το πρώτο είναι ότι τα «έκτακτα» μέτρα πολιτικής που παραμορφώνουν τον οικονομικό κόσμο έχουν την τάση να γίνονται εθιστικά. Το δεύτερο είναι πως είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσει κανείς αυτόν τον εθισμό όταν υπάρχει η δυσάρεστη απειλή του χρέους, είτε αυτό είναι δημόσιο είτε ημιδημόσιο.
Αυτό είναι ένα μάθημα που θα πρέπει να το θυμούνται και τα γιγαντιαία αλλά και τα λιλιπούτεια κράτη εξίσου. Και ειδικά σήμερα καθότι, όπως τονίζει καυστικά και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, οι συνολικές ακαθάριστες δανειακές επιβαρύνσεις εξακολουθούν να αυξάνονται, και όχι να μειώνονται, στη Δύση.