Αν και γίνεται μια μικρή προσπάθεια απεγκλωβισμού της ελληνικής αγοράς από τα χαμηλά που είδε στις 10 Ιουνίου, επιφυλακτικοί δηλώνουν οι περισσότεροι παράγοντες της Αγοράς, καθώς περίμεναν την “Τραπεζική αποκαθήλωση” σχετικά αργότερα ενώ δεν πέρασε απαρατήρητο και το γεγονός ότι κρίσιμη είναι και η τεχνική θέση στην οποία βρίσκονται σημαντικές μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης όπως ο ΟΤΕ, η ΔΕΗ, ο ΟΠΑΠ οι οποίες αντιμετωπίζουν τις μακροχρόνιες ανοδικές γραμμές τάσης, ή με άλλα λόγια, η ύπαρξη πωλητών σε δεικτοβαρή blue chips «χαλάει περεταίρω τη σούπα».
Οι χαμηλοί όγκοι, εν μέρει και λόγω καλοκαιρινής περιόδου αλλά περισσότερο λόγω αποστροφής ανάληψης ρίσκου λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, οι συνεχιζόμενες ανησυχίες για τον τραπεζικό λογαριασμό των stress test της ΕΚΤ, οι πολιτικές αρρυθμίες και το ρίσκο μιας πρόωρης αναμέτρησης, τα προβλήματα σε μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, στα μαντάτα από το μέτωπο της εγχώριας πραγματικής οικονομίας και την επερχόμενη νέα φορολογική επιδρομή κ.λπ. για άλλη φορά καθιστούν την ανοδική εξέλιξη σε αργούς ρυθμούς αλλά και οποιαδήποτε διόρθωση άτσαλη, λόγω έλλειψης βάθους των συμμετεχόντων στην αγορά.
Το θετικό βέβαια σημάδι αυτό των τελευταίων ημερών είναι η διοχέτευση έστω και μικρού αγοραστικού ενδιαφέροντος σε μετοχές πέραν των τραπεζικών, οι οποίες φαίνεται ότι θα αμφιταλαντεύονται ενόψει των ασκήσεων προσομοίωσης από τη Φρανκφούρτη, αλλά και λόγω των όποιων αντίστοιχων προβληματισμών εγείρονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο (π.χ. ο «μαύρος κύκνος» της Πορτογαλίας). Και αποτελεί ενθαρρυντικό στοιχείο είναι πως υπάρχει κινητικότητα στον χώρο των κατασκευών, ενέργειας, τσιμεντοβιομηχανίες, αλλά και κλάδους όπως τα Αιολικά Πάρκα.
Στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά παρατηρούνται κάποιου είδους σταθεροποιητικές τάσεις με μικρές ποσοστιαίες μεταβολές πέριξ των 1.150 μονάδων, ωστόσο, για την ώρα είναι σαφές ότι απουσιάζουν οι καταλύτες που θα δώσουν σημαντική ώθηση στη «Λ. Αθηνών». Και για να δώσουμε μια διαφορετική εικόνα, όπως την μεταφέρουν οι ίδιοι οι brokers, στην αγορά ισχύει, εν μέρει πάντα, αυτό που λέει ο λαός, με την απουσία τζίρου και θετικών διεργασιών να ακυρώνουν εν τη γενέσει του κάθε εγχείρημα ουσιαστικής ανοδικής αντίδρασης επιβάλλοντας στασιμότητα στην αγορά.
Βέβαια, η σταθεροποίηση του Γενικού Δείκτη πάνω από τις 1.140 μονάδες σε μια πρώιμη ένδειξη δημιουργίας «διπλού πυθμένα», δημιουργεί εύλογα προσδοκίες πως η συσσώρευση των τελευταίων συνεδριάσεων θα μπορούσε να λυθεί ανοδικά προς όφελος των ριψοκίνδυνων αγοραστών που τοποθετούνται πάνω σε κρίσιμες στηρίξεις. Από την άλλη πλευρά ωστόσο η πλήρης απουσία δυναμικής και οι συνεχιζόμενες πιέσεις στις δεικτοβαρείς τραπεζικές μετοχές, επιτείνουν τον προβληματισμό και κρατούν ενεργό το σενάριο μιας περαιτέρω διόρθωσης καθώς όσο η αγορά αναλώνει χρόνο χωρίς να απομακρύνεται πειστικά από τα χαμηλά της δημιουργεί την εντύπωση πως διανύει περίοδο ανάπαυλας της καθοδικής τάσης. Το Χ.Α. συνεχίζει προσώρας την περιπλάνησή του σε ένα εύρος τιμών της τάξεως των 200 μονάδων (1.110 έως 1,300 σε μεγάλο εύρος) , κυρίως όμως στην περιοχή 1.120-1.130 με 1.200-1.220 μονάδες, με ενδιάμεσα τεχνικά όρια στις 1.140, 1.150-1.160 και 1.180 μονάδες για τους λάτρεις της τεχνικής ανάλυσης.
Το βασικό πρόβλημα λίγο ως πολύ γνωστό και δεν είναι άλλο από τον δεικτοβαρή τραπεζικό κλάδο, με τον δείκτη εγκλωβισμένο στα τελευταία όρια στηρίξεων πριν από τις 145 μονάδες έως το πάνω όριο μιας περιοχής που εντοπίζεται στις 150-155 μονάδες, με τους πωλητές -κυρίως ξένους- σταθερά πωλητές και την προσφορά να απορροφάται σε… πλαγιοκαθοδικά χαμηλότερες τιμές. Από τη στιγμή που ο τραπεζικός κλάδος και μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου αύξησε υπέρμετρα τη βαρύτητά του αυτόματα το παιχνίδι μεταφέρθηκε σε Εθνική, Πειραιώς, Alpha Bank και Eurobank. Για τις τράπεζες η εικόνα παραμένει αρκετά «βαριά», καθώς παρά τις απώλειες κατά 15% τον τελευταίο μήνα οι πωλητές επιμένουν, με εξαίρεση την Πειραιώς που έδειξε σημάδια αφύπνισης προ ημερών ή την προσπάθεια της ΕΤΕ να ξεμακρύνει από τα 2,3 ευρώ κ.λπ.