Από τα ξημερώματα της 31ης Ιουλίου, η Αργεντινή βρίσκεται και πάλι σε καθεστώς χρεοκοπίας (ορθότερα: επιλεκτικού χρεοστασίου – selective default, σύμφωνα με τους ορισμούς των οίκων αξιολόγησης, δηλαδή ακριβώς στην ίδια διαβάθμιση, που είχε βρεθεί και η Ελλάδα όταν «κούρεψε» το χρέος της).
Για την ίδια την Αργεντινή, η νέα χρεοκοπία, η 8η από την ίδρυση του κράτους, πιθανότατα θα αποτελέσει την αρχή του τέλους της μεγάλης περιπέτειας που άρχισε με τη δραματική χρεοκοπία του 2001. Για το διεθνές οικονομικό σύστημα, όμως, η δικαστική περιπέτεια του Μπουένος Άιρες με τα «αρπακτικά» της διεθνούς αγοράς είναι μια βόμβα, που, όπως έχει πει ο γνωστός Αμερικανός οικονομολόγος, Τζόζεφ Στίνγκλιτς, ουδείς γνωρίζει πόσο ισχυρή θα είναι η έκρηξή της.
Όταν η τότε κυβέρνηση της Αργεντινής είχε αποφασίσει, το 2001, να σταματήσει την εξυπηρέτηση του ογκώδους εξωτερικού χρέους της χώρας, η χρεοκοπία ήταν μια βόμβα που έσκασε εντός συνόρων, με δραματικές σκηνές πολιορκίας στις τράπεζες, διαδηλώσεις με πολλούς νεκρούς, μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων, εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών να περνούν στις λίστες των ανέργων και, τελικά, το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας να εξαϋλώνεται (η γρήγορη ανάπτυξη των επόμενων χρόνων, που βασίσθηκε στις υψηλές τιμές βασικών εξαγωγικών αγαθών της Αργεντινής, σταδιακά επανέφερε την ισορροπία στην οικονομία, παρά το συνεχιζόμενο μέχρι και σήμερα αποκλεισμό της από τη διεθνή αγορά κεφαλαίων).
Η νέα χρεοκοπία δεν άλλαξε πολλά στην καθημερινή ζωή της Αργεντινής, που ήδη ήταν αρκετά δύσκολη, λόγω κυρίως του υψηλού πληθωρισμού. Στο Μπουένος Άιρες μπορεί κανείς να δει διαδηλώσεις κατά των «αρπακτικών» της αγοράς ομολόγων, όχι όμως πλήθη να πολιορκούν τις εισόδους τραπεζών. Πρόκειται, άλλωστε, για μια πολύ σπάνια περίπτωση «χρεοκοπίας», που η κυβέρνηση της Αργεντινής, εύλογα σε κάποιο βαθμό, υποστηρίζει ότι δεν είναι καν «χρεοκοπία», δηλαδή αδυναμία ή άρνηση εξυπηρέτησης χρέους. Η κυβέρνηση της χώρας έχει καταθέσει εδώ και αρκετές ημέρες στην Bank of New York Mellon τα 539 εκατ. δολ., που πρέπει να πληρωθούν στους κατόχους των νέων ομολόγων της Αργεντινής, δηλαδή αυτών που ανταλλάχθηκαν από το 2005 με τα παλαιά ομόλογα (της χρεοκοπίας του 2001). Μέσω αυτών των νέων ομολόγων, οι απαιτήσεις των διεθνών πιστωτών που δέχθηκαν την ανταλλαγή «κουρεύτηκαν» κατά 65%. Η Αργεντινή θέλει να εξυπηρετήσει κανονικά τα ομόλογα αυτά και δέσμευσε ήδη στη μεσολαβούσα τράπεζα τα κεφάλαια που χρειάζονταν για την πληρωμή τόκων.
Όμως, αυτά τα κεφάλαια δεν επιτρέπεται να φθάσουν στους κατόχους των ομολόγων! Μια πρωτοφανής απόφαση δικαστή της Νέας Υόρκης (τα ομόλογα της Αργεντινής έχουν εκδοθεί με βάση το αμερικανικό δίκαιο), που εκδόθηκε ύστερα από προσφυγή δύο «αρπακτικών» hedge funds, απαγορεύει κάθε πληρωμή στους κατόχους των νέων ομολόγων, αν πρώτα η Αργεντινή δεν βρει μια συμβιβαστική λύση για να καλύψει τις απαιτήσεις των «αρπακτικών», που έχουν στην κατοχή τους παλαιά ομόλογα της χώρας και έχουν αρνηθεί την ανταλλαγή με νέα, απαιτώντας να πληρωθούν στο ακέραιο. Σημαντική λεπτομέρεια: τα δύο επενδυτικά κεφάλαια έχουν αγοράσει τα παλαιά ομόλογα για λιγότερα από 200 εκατ. δολ. και διεκδικούν τώρα, μαζί με τους τόκους, πάνω από 1,5 δισ. δολ.! Με την πρωτοφανή απόφαση που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, τα «αρπακτικά» έχουν πλέον στα χέρια τους ένα πολύ ισχυρό μοχλό εκβιασμού του Μπουένος Άιρες: όσο η Αργεντινή λέει «δεν πληρώνω» στα «αρπακτικά», τόσο θα μένει σε κατάσταση χρεοστασίου και θα αδυνατεί να επανέλθει στις αγορές.
Η Αργεντινή, παρότι η πρόεδρος, Κρ. Φερνάντεζ, έχει κηρύξει «ανένδοτο αγώνα» κατά των «αρπακτικών», με το βλέμμα και στις εκλογές του 2015, θεωρείται πολύ πιθανό ότι τελικά θα βρει μια λύση για να απαλλαγεί από τα «αρπακτικά», να εξυπηρετήσει κανονικά τα υπόλοιπα ομόλογά της (η δημοσιονομική κατάσταση, άλλωστε, το επιτρέπει θαυμάσια) και να επανέλθει στις αγορές. Είτε θα αγορασθούν τα ομόλογα των «αρπακτικών» από ιδιωτικές τράπεζες της Αργεντινής, που θα έλθουν ακολούθως σε συμφωνία με την κυβέρνηση για την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους. Είτε θα περιμένει η κυβέρνηση του Μπουένος Άιρες μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, οπότε λήγει η ισχύς όρου, ο οποίος δεν επιτρέπει να υπάρξει καλύτερη μεταχείριση των «αρπακτικών» από τους υπόλοιπους πιστωτές. Μετά τις 31 Δεκεμβρίου, τα «αρπακτικά» θα πληρωθούν από την κυβέρνηση του Μπουένος Άιρες, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για άλλες, μεγάλες δουλειές: η Αργεντινή έχει τεράστια σχιστολιθικά κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου, για τα οποία ενδιαφέρονται διεθνείς όμιλοι της ενέργειας και αναμένεται να αναπτυχθούν μόλις αποκατασταθεί η πρόσβαση της χώρας στις αγορές. Αυτά είναι τα πιθανότερα σενάρια, που τελούν βεβαίως υπό μία αίρεση: να μην αποφασίσει η πρόεδρος της Αργεντινής να τραβήξει στα άκρα την αντιπαράθεση με τα «αρπακτικά», για να την αξιοποιήσει πολιτικά στις προεδρικές εκλογές -σε αυτή την περίπτωση, η ατομική πολιτική φιλοδοξία ίσως να προκαλέσει μια εθνική οικονομική αυτοκτονία.
Το πιθανότερο σενάριο, λοιπόν, για την Αργεντινή είναι ότι η νέα χρεοκοπία θα αποτελέσει, παραδόξως, το σημείο εκκίνησης μιας νέας πορείας ενσωμάτωσης της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Για τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες του πλανήτη, όμως, όσα συνέβησαν στην Αργεντινή δεν είναι απλώς κακό προηγούμενο, αλλά μια «βόμβα». Δεδομένου ότι οι περισσότερες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έχουν εκδώσει μεγάλο μέρος του χρέους τους με βάση ξένο δίκαιο (αγγλικό, αμερικανικό) στο μέλλον τα, αναγκαία για πολλές χώρες, «κουρέματα» χρεών θα τελούν διαρκώς υπό την αίρεση των αντιδράσεων των «αρπακτικών», που, όπως αποδείχθηκε από την ετυμηγορία του δικαστή της Νέας Υόρκης, δεν είναι απίθανο να βρουν ευήκοα ώτα δικαστών. Ο καθηγητής Στίνγκλιτς, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, έχει τονίσει ότι η απόφαση για την Αργεντινή μπορεί να προκαλέσει τεράστια προβλήματα στο μέλλον στις χώρες που «πνίγονται» από χρέη και είναι αναγκαίο να προχωρήσουν σε κάποια αναδιάρθρωση, σε συμφωνία με τους πιστωτές τους. Δεν ασφαλώς τυχαίο ότι οι εξελίξεις στο θέμα της Αργεντινής έχουν προκαλέσει δυσφορία στους κόλπους του ΔΝΤ, που γνωρίζει ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας είναι η υπερχρέωση των κρατών και χρειάζονται αποτελεσματικά εργαλεία και διαδικασίες για αναδιαρθρώσεις χρεών, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.