Νέος πονοκέφαλος έχει προκύψει εσχάτως για τους Έλληνες τραπεζίτες, καθώς στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ξένα επενδυτικά funds και θεσμικά χαρτοφυλάκια που στήριξαν τις δύο πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου του εγχώριου πιστωτικού συστήματος εκφράζουν έντονο προβληματισμό για τον επικείμενο –όπως όλα δείχνουν– νέο γύρο ανακεφαλαιοποίησης.
Σε αλλεπάλληλες συναντήσεις που πραγματοποιούνται το τελευταίο διάστημα μεταξύ υψηλόβαθμων τραπεζικών στελεχών και εκπροσώπων ξένων funds που πλέον διατηρούν σημαντικά ποσοστά στο μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών, οι τελευταίοι δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για τις νέες κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών ενόψει του πανευρωπαϊκού stress test και κατ’ επέκταση του νέου γύρου αυξήσεων κεφαλαίου που θα απαιτηθεί.
Όσο πλησιάζουμε προς το φθινόπωρο και την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του stress test, πληθαίνουν οι εκτιμήσεις κορυφαίων ξένων επενδυτικών οίκων που θέλουν τις ελληνικές τράπεζες να χρειάζονται πιθανότατα και τρίτη ανακεφαλαιοποίηση προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες που θα προκύψουν και κυρίως τις διαρκώς αυξανόμενες επισφάλειες από τα «κόκκινα» δάνεια.
Και ενώ οι πρώτες εκτιμήσεις από πλευράς των ξένων οίκων που είδαν το φως της δημοσιότητας έκαναν λόγο για οριακές και απόλυτα ελεγχόμενες κεφαλαιακές ανάγκες, όσο οι μέρες περνούν η αρχική εικόνα επιδεινώνεται και ήδη ο πήχυς των αναγκών προσεγγίζει και σε αρκετές περιπτώσεις υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ.
Τα νέα αυτά δεδομένα έχουν θορυβήσει έντονα τα funds-μετόχους των ελληνικών τραπεζών, τα οποία σπεύδουν ήδη να μεταφέρουν κατ’ ιδίαν τους προβληματισμούς τους στις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών. Κύριος άξονας του επενδυτικού προβληματισμού δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι οι ξένοι επενδυτές που έχουν ήδη τοποθετηθεί στις ελληνικές τράπεζες θεωρούν πως μπροστά στην ολοένα αυξανόμενη πιθανότατα τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα να χρειαστούν περισσότερα κεφάλαια προκειμένου να καταστούν κερδοφόρα, ένας τρίτος γύρος αυξήσεων κεφαλαίου δεν θα κρύβει καμμία επενδυτική ευκαιρία.
Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η εκτίμηση έμπειρου τραπεζικού αναλυτή που θεωρεί ότι εάν η συμμετοχή ενός ξένου hedge fund στις αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών κατά τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση φάνταζε ως κίνηση αναζήτησης ευκαιριών τοποθετήσεων, πιθανή κλήση για συμμετοχή σε άλλη μία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα θεωρηθεί μη συμφέρουσα.
Ως εκ τούτου, στην πλειονότητά τους οι ξένοι μεγάλοι επενδυτές εμφανίζονται προς το παρόν διστακτικοί στο να συμμετάσχουν σε νέες αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων ελληνικών τραπεζών χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει το θέμα των κόκκινων δανείων και επιχειρούν τις τελευταίες ημέρες να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα τόσο προς την κυβέρνηση όσο βέβαια και προς τις διοικήσεις των τραπεζών.
Η απάντηση των τραπεζιτών
Υπό τα νέα αυτά δεδομένα, οι διοικήσεις των τραπεζών αλλά και το οικονομικό επιτελείο προσανατολίζονται σε πρώτη φάση να προτείνουν τα αποτελέσματα των σχεδίων αναδιάρθρωσης των τραπεζικών ομίλων (μείωση λειτουργικού κόστους, πωλήσεις θυγατρικών σε εσωτερικό και εξωτερικό) που εγκρίθηκαν την το προηγούμενο δεκαπενθήμερο από την Ευρωπαϊκή επιτροπή Ανταγωνισμού να συνυπολογιστούν στον υπολογισμό κατά την διεξαγωγή των stress tests, προκειμένου ο τελικός «λογαριασμός» να μειωθεί και τελικά να μην χρειαστεί να αντλήσουν πολλά ξένα κεφάλαια μέσω αυξήσεων μετοχικών κεφαλαίων. Τραπεζικά στελέχη που είναι σε θέση να εκτιμήσουν το ποσοστό συμμετοχής των σχεδίων αναδιάρθρωση στον «λογαριασμό» των stress test, υπολογίζουν ότι με τα δρομολογούμενα μέτρα αναδιάρθρωσης οι ελληνικές τράπεζες μετά τα stress tests θα χρειαστούν τουλάχιστον κατά 30% λιγότερα νέα κεφάλαια από όσα θα χρειάζονταν εάν δεν συμπεριλαμβάνοντας τα μέτρα αναδιάρθρωσης των τραπεζών.
Πυρετώδεις διαβουλεύσεις τραπεζιτών – επιχειρηματιών
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, επιχειρηματίες, τράπεζες και κυβέρνηση έχουν ξεκινήσεις τις συζητήσεις προκειμένου, όπως έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, μέχρι τέλος Αυγούστου να καταλήξουν σε ένα σχέδιο διαχείρισης των «κόκκινων δανείων» που θα τεθεί σε ισχύ από το ερχόμενο Φθινόπωρο.
Οι τράπεζες ζητούν από τους επιχειρηματίες να παρουσιάσουν σχέδια αναδιάρθρωσης της επιχείρησής τους ώστε η όποια αναχρηματοδότηση να είναι βιώσιμη. Tις τελευταίες ημέρες υπήρξαν αλυσιδωτές επικοινωνίες μεταξύ του ΣEB και παραγωγικών υπουργείων αλλά και τραπεζών προκειμένου να υπάρξει συμφωνία στο χρονοδιάγραμμα που τέθηκε.
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του προέδρου του ΣΕΒ, Θ. Φέσσα, για το θέμα των κόκκινων δανείων όπου τόνισε ότι «οι όροι και οι μέθοδοι με τα οποία θα γίνει η διαχείριση των προβληματικών δανείων είναι εξαιρετικά κρίσιμα γιατί θα διαμορφώσουν τη φυσιογνωμία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τις επόμενες δεκαετίες». Την ίδια στιγμή κύκλοι του ΣΕΒ τόνιζαν με νόημα ότι «το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι κεντρικό διότι η ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας περνά μέσα από την αποτελεσματική διαχείρισή τους».
«Κτυπούν καμπανάκι» τα stress tests
Tα stress tests του Oκτωβρίου «κτυπούν καμπανάκι» για τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν άμεσα ίσως το οξύτερο πρόβλημα στην ιστορία των ελληνικών τραπεζών.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς αλλά και το TXΣ, εάν οι μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις των ελληνικών τραπεζών φτάνουν μέχρι τα 2 δισ. ευρώ δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα, καθώς μπορούν να καλυφθούν με κινήσεις των τραπεζών. Eάν όμως το τελικό ποσό είναι μεγαλύτερο – ήδη υπάρχουν πληροφορίες που κάνουν λόγο για 5-6 δισ. ευρώ – τότε ενδεχομένως να χρειαστούν συνδυασμένες κινήσεις (αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων και συμμετοχή του TXΣ) προκειμένου να καλυφθούν οι επισφάλειες.
Για να μειωθούν οι επισφάλειες, οι ελληνικές τράπεζες έχουν παγώσει τον δανεισμό επιχειρήσεων και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε νέα λουκέτα και «κακά δάνεια» που θα επιδεινώσουν την κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών στην επόμενη διετία. O φαύλος κύκλος δανεισμού που έχει δημιουργηθεί μεταξύ τραπεζών – επιχειρήσεων ανατροφοδοτεί την ύφεση στην πραγματική οικονομία και συντηρεί την πραγματική ανεργία σε επίπεδα άνω του 25%, αυξάνοντας επιπλέον τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε νοικοκυριά και σε καταναλωτικά δάνεια.