Σε μία συνέντευξή του στους Financial Times την περασμένη εβδομάδα, ο Ματέο Ρέντσι απάντησε με προκλητικό τόνο στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που θέλουν την Ιταλία να εφαρμόζει περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Παρά την έντονη κριτική που άσκησε, ο Ιταλός πρωθυπουργός ξέχασε να χρησιμοποιήσει ένα βασικό επιχείρημα. Θα έπρεπε να είχε πει ότι δεν δέχεται συμβουλές από έναν κεντρικό τραπεζίτη ο οποίος δεν πιάνει καν τους δικούς του στόχους. Αν ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, είχε εκπληρώσει τη δικιά του πλευρά της συμφωνίας –εξασφαλίζοντας έναν δείκτη πληθωρισμού 2 τοις εκατό– η κατάσταση στην Ιταλία δεν θα ήταν τόσο ζοφερή όσο είναι τώρα.
Προσωπικά, πιστεύω ότι η Ιταλία χρειάζεται τις μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, η αργή πρόοδος σε αυτόν τον τομέα δεν έχει να κάνει με τις οικονομικές επιδόσεις της Ιταλίας κατά το τελευταίο τρίμηνο. Εξάλλου, και η Γερμανία παρουσίασε το ίδιο ποσοστό μείωσης, ενώ η «αμεταρρύθμιστη» Γαλλία τα πήγε καλύτερα, αποφεύγοντας τη συρρίκνωση.
Η ΕΚΤ έχει αποτύχει στο στόχο της για τον πληθωρισμό, όχι επειδή έχει ξεμείνει από μέσα, αλλά επειδή έχει βασίσει την πολιτική της σε ένα οικονομικό μοντέλο που προσφέρει χαμηλές αποδόσεις. Η ΕΚΤ δεν αναμένει απόκλιση του πληθωρισμού από τον στόχο του λίγο κάτω από 2 τοις εκατό. Ωστόσο, κάθε μήνα που ο πληθωρισμός είναι πιο χαμηλά από αυτόν τον στόχο, η ΕΚΤ αιφνιδιάζεται. Επειδή ακριβώς βασίζεται σε ανακριβείς πληροφορίες, η ΕΚΤ έχει πράξει τρία σφάλματα όλα αυτά τα χρόνια.
Πρώτα απ’ όλα, η ΕΚΤ θα έπρεπε να έχει επιδοθεί σε μεγάλης κλίμακας αγορές περιουσιακών στοιχείων και σε μείωση των επιτοκίων στο μηδέν, από την αρχή της οικονομικής κρίσης. Δεν έκανε τίποτα από τα δύο. Αυτό το επίπεδο υποστήριξης ήταν ακόμη πιο απαραίτητο και επείγον στην ευρωζώνη από ό,τι ήταν στις ΗΠΑ, διότι η δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη ήταν πολύ πιο σκληρή. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την απόφασή της να αυξήσει τα επιτόκια για σύντομο χρονικό διάστημα το 2008 και το 2011, όταν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ περίμενε μία ανάκαμψη που δεν συνέβη ποτέ.
Το δεύτερο λάθος ήταν η υπόσχεση του κ. Ντράγκι να αγοράσει δημόσιο χρέος της ευρωζώνης στις δευτερογενείς αγορές, γνωστό και ως το πρόγραμμα των οριστικών νομισματικών συναλλαγών (OMT). Το πρόγραμμα σίγουρα βοήθησε στην ανάκαμψη της αγοράς ομολόγων, και κατεύνασε κάπως την κρίση της ευρωζώνης. Αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν μία νίκη μόνο εν μέρει, διότι έκανε τους πάντες (συμπεριλαμβανομένης και της ΕΚΤ) να εφησυχάσουν. Το πρόγραμμα OMT σήμανε το τέλος για κάθε πιθανή αντιμετώπιση της κρίσης.
Το τρίτο λάθος ήταν ότι η ΕΚΤ υποτίμησε τη δυναμική της πτώσης των δεικτών πληθωρισμού στα τέλη του περασμένου έτους. Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος εξαιρεί τα ευμετάβλητα στοιχεία όπως τα τρόφιμα και την ενέργεια, έχει σημειώσει διακυμάνσεις της τάξης του 0,8 τοις εκατό από τον Νοέμβριο. Παρ’ όλα αυτά, κάθε μήνα στις συνεντεύξεις Τύπου και στις ομιλίες του, ο κ. Ντράγκι επαναλαμβάνει το μάντρα «οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι σταθεροποιημένες» κοντά στο 2 τοις εκατό. Μου θυμίζει τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο, τον Ρωμαίο πολιτικό, που τέλειωνε όλες τις ομιλίες του στη Γερουσία λέγοντας ότι θα πρέπει να καταστραφεί η Καρχηδόνα. Η διαφορά είναι ότι ο Κάτων είχε δίκιο.
Σχεδόν πριν από έναν χρόνο, υποστήριξα ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αγοράσει κρατικά ομόλογα κατ’ αναλογία με το μερίδιο των κρατών-μελών στο κεφάλαιο της κεντρικής τράπεζας. Δεν πιστεύω πλέον ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συγκλίνουν στο μηδέν εν αναμονή του πληθωρισμού. Δε μπορούν να πέσουν πολύ περισσότερο. Η πολιτική αυτή θα ήταν πολύ πιο αποδοτική αν είχε εφαρμοστεί την εποχή που ο πληθωρισμός ήταν πολύ πιο κοντά στον στόχο. Καταφεύγοντας σε υπεκφυγές μέσω πολιτικών ρευστότητας αντί να ασχολείται με ενέργειες που αφορούν τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ έχει περάσει το μήνυμα ότι είναι ασφαλές να ποντάρουμε ενάντια στον στόχο του πληθωρισμού. Αυτό μας δείχνουν και οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων.
Για να αποκατασταθούν όλα αυτά τα λάθη χρειάζεται σκληρή δουλειά –υπερβολικά σκληρή από οτιδήποτε έχουμε δει από την αμερικανική Fed, την Τράπεζα της Ιαπωνίας ή την Τράπεζα της Αγγλίας. Δεν είμαι καν σίγουρος ότι υπάρχει το νομικό ή το πολιτικό περιθώριο για τέτοιες ακραίες μανούβρες. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει τον κόπο να εξετάζουμε κάθε ενδεχόμενο.
Η ΕΚΤ θα πρέπει λοιπόν να ξεκινήσει παρατώντας επιτέλους τον στόχο του πληθωρισμού, αντικαθιστώντας τον με έναν στόχο επιπέδου των τιμών. Αυτό θα έδειχνε στους επενδυτές ότι αν ο πληθωρισμός είναι πολύ χαμηλός για ένα έτος, η ΕΚΤ θα μπορούσε να το αντισταθμίσει αυτό στοχεύοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση το επόμενο έτος.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να αρχίσει να αγοράζει μετοχές και ομόλογα junk. Θα πρέπει να επιχορηγήσει τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια. Θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα επενδύσεων που να αφορά υποδομές μεταφορών, ενεργειακά δίκτυα και επιστημονική έρευνα, αγοράζοντας χρέος με σκοπό να χρηματοδοτήσει τέτοιου είδους προγράμματα με μηδενικά επιτόκια. Όλα αυτά τα μέτρα θα ήταν αποτελεσματικά. Τα περισσότερα θα ήταν παράνομα.
Το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε σίγουρα να κάνει η κεντρική τράπεζα χωρίς κανένα νομικό πρόβλημα, θα ήταν να παρατήσει το ανόητο μακροοικονομικό μοντέλο Smets-Wouters, το οποίο επικαλείται εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Είμαι πεπεισμένος ότι η ΕΚΤ δεν θα κάνει τίποτε από τα παραπάνω. Θα συνεχίσει να κατηγορεί τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης για τη μη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Στο τέλος, θα υιοθετήσει ένα πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων το οποίο θα είναι υπερβολικά μικρό, το οποίο τελικά θα εγκαταλείψει με το πρώτο σημάδι ανάκαμψης.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η ευρωζώνη θα καταλήξει να μοιάζει με την Ιαπωνία, με μία διαφορά. Οι χώρες των οποίων η πολιτική παρεκκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές δεν έχουν που να πάνε. Τα κράτη-μέλη μίας νομισματικής ένωσης έχουν εναλλακτικές λύσεις. Αποτυγχάνοντας στον στόχο της για τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ θα μπορούσε να δώσει μία πολύ καλή δικαιολογία στα κράτη-μέλη για να αποχωρίσουν από την ευρωζώνη: η πιθανότητα να έχουν μία πολύ καλύτερη κεντρική τράπεζα. Η συμβουλή μου προς την ΕΚΤ είναι η εξής: ΜΗΝ το αφήσετε να συμβεί!