Πρώτα είχαμε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος επέμενε –στο αποκορύφωμα της κρίσης χρέους της ευρωζώνης το 2011– ότι η οικονομία της Ιταλίας ήταν μια χαρά. Μετά ήρθε ο Μάριο Μόντι, ο οποίος δήλωσε ότι η οικονομία ήταν στο χείλος του γκρεμού.
Τον Μόντι ακολούθησε ο Ενρίκο Λέτα, ο οποίος μας μίλησε για έναν άρρωστο ασθενή ο οποίος μόλις έχει βγει από το χειρουργείο και χρειάζεται φυσιοθεραπεία.
Μετά από τρεις πρωθυπουργούς σε μόλις πάνω από δύο χρόνια, οι Ιταλοί τώρα αρχίζουν να γνωρίζουν καλύτερα τον νεαρό (39χρονο) πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, ο οποίος απολαμβάνει επί του παρόντος τον πολιτικό του «μήνα του μέλιτος». Το κλίμα, τουλάχιστον στη Ρώμη, είναι εκπληκτικά αισιόδοξο.
Προς το παρόν, πολλοί Ιταλοί φαίνονται διατεθειμένοι να δώσουν στον πρώην δήμαρχο της Φλωρεντίας το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, αδιαφορώντας για τις επιφυλάξεις σχετικά με το γεγονός ότι ο νεαρότερος πρωθυπουργός της Ιταλίας δεν έχει εκλεγεί ποτέ στο κοινοβούλιο. Ο κ. Ρέντσι ήρθε στην εξουσία παραμερίζοντας τον κ. Λέτα με ένα σύντομο «ευχαριστώ» μετά το ενδοκομματικό του «πραξικόπημα».
Τρεις εβδομάδες μετά από την «ημι-θαυματουργή άνοδο» του κ. Ρέντσι (όπως την περιέγραψε ένας ανώτερος διπλωμάτης, ο πρώην πρόσκοπος αποκαλεί τον εαυτό του επαναστάτη και κερδίζει τις εντυπώσεις, βάσει των δημοσκοπήσεων. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Ixe, το 67 τοις εκατό των Ιταλών εξέφρασαν ικανοποίηση σχετικά με το οικονομικό του σχέδιο των «100 ημερών».
Αυτό εξηγείται εν μέρει από την απεγνωσμένη ελπίδα για ανάκαμψη μετά την κατάρρευση. Η βάναυση, διπλή ύφεση έχει κοστίσει στην Ιταλία 1 εκατ. δουλειές, 9 τοις εκατό πτώση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος που περιλαμβάνει πτώση 25 τοις εκατό στη βιομηχανική παραγωγή και μείωση στην πραγματική αγοραστική δύναμη των οικογενειών που αντιστοιχεί στα επίπεδα του τέλους της δεκαετίας του 1980. Περισσότεροι από τους μισούς νέους στον φτωχότερο νότο είναι άνεργοι, γεγονός που έχει οδηγήσει σε μαζική έξοδο νέων από τη χώρα προς αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό.
Σε αντίθεση με την Έλσα Φορνέρο, την υπουργό εργασίας στην κυβέρνηση τεχνοκρατών του Μόντι, η οποία ξέσπασε σε δάκρυα κατά την παρουσίαση των σκληρών μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος το 2011, ο κ. Ρέντσι προβάλλει μία εικόνα αυτοπεποίθησης ενός άνδρα που βιάζεται να πετύχει τους στόχους του. Έχει υποσχεθεί «ριζική αλλαγή» σε μία χώρα που εμποδίζεται εδώ και δεκαετίες από ισχυρά λόμπι, από μία ασφυκτική γραφειοκρατία και μία αναξιόπιστη πολιτική ελίτ. Η αγαπημένη του μεταφορά είναι ότι «η Ιταλία βρίσκεται παγιδευμένη σε τέλμα».
Χρησιμοποιώντας συγκρίσεις με έναν γνωστό τηλεοπτικό πωλητή μαγειρικών σκευών, ο κ. Ρέντσι παρουσίασε το οικονομικό και πολιτικό του πρόγραμμα την Τετάρτη, το οποίο συνοδεύτηκε από μία καταιγιστική παρουσίαση PowerPoint. Οι εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν στην παρουσίαση περιλάμβαναν ένα χρυσόψαρο, ένα σπαθί σαμουράι και την εκκίνηση δρομέων ταχύτητας.
Το σχέδιό του των 100 ημερών, όπως ομολόγησε και ο ίδιος, είχε ως στόχο να κερδίσει ψήφους στις ευρωεκλογές του Μαΐου, που ήταν και η πρώτη δοκιμασία για το κεντροαριστερό δημοκρατικό του κόμμα από τότε που ανέλαβε θριαμβευτικά την ηγεσία του στον πρώτο γύρο του Δεκεμβρίου.
Το σχέδιο περιλαμβάνει μειώσεις του φόρου εισοδήματος κατά €1000 ανά έτος για 10 εκατ. Ιταλούς με καθαρές αποδοχές κάτω από €1500 το μήνα, αρχής γενομένης το Μάιο. Οι επιχειρήσεις κατέληξαν με λιγότερα: μία μείωση 10 τοις εκατό στον περιφερειακό φόρο εργασίας, που ανέρχεται σε λιγότερα από €3 δισ. συνολικά, και μία μείωση στους λογαριασμούς κατανάλωσης ενέργειας για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Ο ιδιωτικός τομέας θα είναι επίσης κερδισμένος, παίρνοντας πίσω πάνω από €60 δισ. σε ληξιπρόθεσμες οφειλές από την κεντρική κυβέρνηση και την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι τον Ιούλιο.
Η σύντομη παρουσίαση άφησε πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Οι λεπτομέρειες σχετικά με την νομοθεσία ήταν ελάχιστες, καθότι δεν έχει ακόμη καταρτιστεί, και ο κ. Ρέντσι δεν εξήγησε πώς ακριβώς θα χρηματοδοτηθούν όλα αυτά.
Απορρίπτοντας απερίσκεπτα τέτοιου είδους «πολεμικές» ως «απίστευτες», ο νεαρός ρεφορμιστής δήλωσε ότι οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να περικοπούν κατά €7 δισ. σε διάστημα 12 μηνών, ενώ ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών κερδών θα αυξηθεί (αποτελώντας πλήγμα για τα εκατομμύρια των αποταμιευτών κυρίως της μεσαίας τάξης). Η Ιταλία θα εξασφάλιζε μεγαλύτερα περιθώρια αν είχε χαμηλότερο κόστος δανεισμού για το «βουνό» δημοσίου χρέους των €2,1 τρισ. και αυξάνοντας το προβλεπόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού στο 3 τοις εκατό από το 2,6 τοις εκατό.
«Δεν είσαι αξιόπιστος. Οι αριθμοί αυτοί δεν βγαίνουν», απάντησε ο Ρενάτο Μπρουνέτα, οικονομολόγος και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του αντιπολιτευόμενου κόμματος Forza Italia του κ. Μπερλουσκόνι. Σημείωσε επίσης ότι οι αλλαγές στους στόχους μείωσης του χρέους και του ελλείμματος θα χρειάζονταν έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι που αποκλείεται να συμβεί στο χρονικό περιθώριο των φορολογικών περικοπών του Μαΐου.
Οι Βρυξέλλες έσπευσαν επίσης να απαντήσουν, καλωσορίζοντας ορισμένες από τις κινήσεις, αλλά προειδοποιώντας την Ιταλία ότι θα πρέπει να σεβαστεί τους στόχους του χρέους και του ελλείμματός της. Αν μη τι άλλο, οι προειδοποιήσεις αυτές χρησιμεύουν για να προσφέρουν μία ακόμη ώθηση στον κ. Ρέντσι στα μάτια του εκλογικού σώματος.
«Ο Ρέντσι κατανοεί το πνεύμα του έθνους, το οποίο γίνεται όλο και πιο αντι-ευρωπαϊκό», λέει ένας κεντροαριστερός βουλευτής που εργάζεται κοντά στον πρωθυπουργό.
Στη διαμάχη σχετικά με τους αριθμούς που παρουσίασε ο Ρέντσι, ίσως να έχει παραλειφθεί το πιο σημαντικό και άμεσο μέτρο που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Με στόχο να δώσει μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, εξέδωσε διάταγμα που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να προσλάβουν 20 τοις εκατό του εργατικού τους δυναμικού για μία περίοδο έως και τρία χρόνια, αντί για τη σημερινή περίοδο των 12 μηνών, με συνεχόμενες βραχυπρόθεσμες συμβάσεις. Το διάταγμα επιτρέπει ουσιαστικά την απόλυση αυτών των εργαζομένων ανά πάσα στιγμή για οικονομικούς λόγους.
Σε μία χώρα όπου το 94 τοις εκατό των επιχειρήσεων απασχολούν λιγότερους από 10 εργαζομένους, τα μέτρα θα μπορούσαν να βοηθήσουν έτσι ώστε να ανταγωνιστούν καλύτερα στις διεθνείς αγορές.
Την Παρασκευή, η Σουζάνα Καμούσο, επικεφαλής της CGIL, της μεγαλύτερης ιταλικής εργατικής συνομοσπονδίας, είπε στον κ. Ρέντσι να ακυρώσει το διάταγμα. Το πιθανότερο είναι ότι θα την αγνοήσει. Νωρίτερα, τον είχε κατηγορήσει ότι καλλιεργεί μία «καλτ προσωπικότητα» για να κερδίσει την στήριξη των ψηφοφόρων.
Παρεκκλίνοντας από την παγιωμένη πρακτική, ο κ. Ρέντσι είχε αφήσει στο περιθώρια τα συνδικάτα και την Confindustria, την κύρια ένωση επιχειρήσεων, αρνούμενος να συμμετάσχει σε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις που ανήκουν στο παρελθόν. Πέραν της «σαρωτικής» του εικόνας, η απόφαση αυτή αντικατοπτρίζει και την μειωμένη επιρροή τόσο των συνδικάτων όσο και των επιχειρηματικών λόμπι.
. . .
Παρ’ όλα αυτά, ο Λούκα Ρικόλφι, κοινωνιολόγος και αρθρογράφος για την La Stampa, είναι μεταξύ εκείνων που αμφισβητούν το κατά πόσο ο κ. Ρέντσι είναι πραγματικά ο επαναστάτης που ο ίδιος ισχυρίζεται πως είναι. Ο πρωθυπουργός κατηγορείται ότι αποφεύγει να αναφερθεί στο πραγματικό μέγεθος του πόνου και των δυσκολιών που θα χρειαστεί να περάσει η Ιταλία, ιδίως από τις περικοπές των δαπανών, δείχνοντας απρόθυμος να «πληρώσει το πικρό τίμημα της αντιδημοτικότητας» που απαιτούν οι σκληρές αλλαγές.
«Πολλοί από εμάς τρέφουμε παράξενα, ανάμεικτα συναισθήματα προς τον Ρέντσι και την κυβέρνησή του: ένα μείγμα αμφιβολίας και ελπίδας, αβεβαιότητας και έκπληξης, αμηχανίας και εμπιστοσύνης», λέει ο κ. Ρικόλφι.
Αυτού του είδους οι αμφιβολίες ενισχύονται και από τη νεαρή ηλικία και την απειρία του υπουργικού του συμβουλίου –το οποίο έχει σχεδιαστεί ώστε να εξισορροπούνται οι απαιτήσεις του δεξιο-αριστερού του συνασπισμού, και όχι με βάση την απαραίτητη εμπειρία. Οι διπλωμάτες ανησυχούν επίσης ότι ο κ. Ρέντσι επέλεξε να καταργήσει τη θέση του υπουργού για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, ενώ η Ιταλία προετοιμάζεται να αναλάβει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ τον Ιούλιο.
Ο Ρομάνο Πρόντι, ο οποίος ήταν ο τελευταίος κεντροαριστερός πρωθυπουργός της Ιταλίας που εκλέχθηκε με ολοκληρωτική νίκη το 2006, εξακολουθεί να θεωρεί ισχυρές τις πιθανότητες του κ. Ρέντσι.
«Ο Ρέντσι έχει ξεκινήσει με ισχυρή αποφασιστικότητα. Δεν αποφεύγει τον κίνδυνο. Το διακύβευμα είναι υψηλό, αλλά οι πιθανότητες της επιτυχίας είναι σημαντικές», δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός.
«Δεν θα είναι εύκολο να διατηρήσει την πορεία του μέσα σε μία τόσο ασταθή κατάσταση», δήλωσε ο κ. Πρόντι. «Αλλά, τον βοηθά έντονα το γεγονός ότι όλοι καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για μία από τις τελευταίες (αν όχι την τελευταία) ευκαιρίες για να αλλάξει η κατεύθυνση της ιταλικής πολιτικής και της οικονομίας».
Ο κ. Ρέντσι διαθέτει τουλάχιστον έναν συνασπισμό που είναι λιγότερο κατακερματισμένος από του κ. Πρόντι, ο οποίος κατέρρευσε μετά από λιγότερο από δύο χρόνια. Ο κ. Πρόντι μπορεί πλέον να γελά σκεπτόμενος εκείνες τις ημέρες, με τον κ. Μπερλουσκόνι να βρίσκεται στα δικαστήρια για δωροδοκία ενός φιλοκυβερνητικού γερουσιαστή. Ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες.
Έχοντας καταδικαστεί για φοροδιαφυγή και εκδιωγμένος από το Κοινοβούλιο τον περασμένο χρόνο, ο κ. Μπερλουσκόνι είναι εμφανώς πιο αποδυναμωμένος. Αλλά, ο κ. Πρόντι προβλέπει ότι θα ανακάμψει, προειδοποιώντας ότι ο δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης είναι ακόμη ένας «καθοριστικός» παράγοντας στην ιταλική πολιτική σκηνή.
Ουσιαστικά, ο κ. Ρέντσι «παίζει» παράλληλα με δύο συνασπισμούς. Στο οικονομικό μέτωπο υποστηρίζεται από τη Νέα Κεντροδεξιά με επικεφαλής τον Αντζελίνο Αλφάνο, τον υπουργό Εσωτερικών που τα έσπασε το Νοέμβριο με τον Μπερλουσκόνι, που ήταν από καιρό ο μέντοράς του.
Ωστόσο, όσον αφορά τις φιλόδοξες πολιτικές και συνταγματικές του μεταρρυθμίσεις, ο κ. Ρέντσι βασίζεται στην υποστήριξη του κ. Μπερλουσκόνι.
Σε ένα σύμφωνο που σφραγίστηκε τον Ιανουάριο –προκαλώντας σάλο μεταξύ των αριστερών στο Δημοκρατικό του κόμμα– ο κ. Ρέντσι συμφώνησε με τον κ. Μπερλουσκόνι για τη μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος και το πέρασμα των συνταγματικών αλλαγών. Οι αλλαγές θα καταργούσαν τη Γερουσία και θα ενδυνάμωναν τις εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης έναντι των περιφερειακών διοικήσεων σε σημαντικούς τομείς όπως η ενέργεια και οι μεταφορές.
Ο κ. Ρέντσι δεσμεύτηκε με τόλμη την περασμένη εβδομάδα να εγκαταλείψει την πολιτική αν αποτύχει να περάσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις, ιδίως την διάλυση του ιταλικού κοινοβουλευτικού συστήματος που δίνει ίσες εξουσίες και στα δύο σώματα, παρεμποδίζοντας σε τεράστιο βαθμό τη νομοθετική διαδικασία.
. . .
Μέχρι στιγμής, ο κ. Ρέντσι έχει πετύχει εκεί που έχουν αποτύχει οι προηγούμενες κυβερνήσεις: στην προώθηση ενός νέο εκλογικού συστήματος, το οποίο θα καταστήσει δυσκολότερο για τα μικρότερα κόμματα να μπαίνουν στο κοινοβούλιο και το οποίο θα εξασφαλίζει έναν σίγουρο νικητή με την εισαγωγή ενός δεύτερου γύρου. Το μέτρο πέρασε στην κάτω βουλή την περασμένη εβδομάδα και τώρα προχωρά στη Γερουσία.
Όλες αυτές οι σκιαμαχίες και ο χρόνος που απαιτείται για να ξαναγραφτεί το Σύνταγμα, σημαίνουν ουσιαστικά ότι ο συνασπισμός του κ. Ρέντσι έχει εύλογες πιθανότητες να επιβιώσει τουλάχιστον για έναν χρόνο, μέχρι τις εκλογές. Μέχρι τότε, ο κ. Μπερλουσκόνι ελπίζει να είναι σε θέση να ηγηθεί του κόμματός του, μετά την έκτιση της ποινής ενός έτους, μέσω του κατ’ οίκον περιορισμού ή της κοινοτικής εργασίας.
«Τον συνασπισμό δεν τον ενδιαφέρει να διαλύσει την κυβέρνηση και να φέρει μία νέα κρίση προτού εξασφαλισθούν ορατά αποτελέσματα. Μετά μπορεί, αλλά είναι μόνο μία πιθανότητα», σχολιάζει ο Φιλίπο Ταντέι, οικονομικός σύμβουλος του κ. Ρέντσι.
Ο κ. Ταντέι δείχνει αισιοδοξία και ως προς το οικονομικό μέτωπο, λέγοντας ότι ο κ. Ρέντσι «θα ποντάρει το μέλλον της χώρας» στη μείωση των δημοσίων δαπανών –ο δεδηλωμένος στόχος είναι €32 δισ. μέσα σε τρία χρόνια– για τη χρηματοδότηση των φορολογικών περικοπών.
«Η Ιταλία είναι στην πραγματικότητα δύο χώρες», λέει ο κ. Ταντέι. Η μία είναι στερημένη κάθε ελπίδας, με τομείς της οικονομίας να επιβιώνουν από «ενοίκια» μέσω μονοπωλίων και προνομίων. Η άλλη είναι αποτελεσματική, αφοσιωμένη στις τεχνολογικές αλλαγές, και προσανατολισμένη στις εξαγωγές.
«Ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας αποτελείται από ανθρώπους που ξέρουν να επιβιώνουν και που τα κατάφεραν παρά όλες τις αντίξοες συνθήκες», λέει ο κ. Ταντέι. «Απορρίπτω την άποψη ότι πρόκειται για μία χώρα όπου τα πράγματα δεν αλλάζουν».
Ο κ. Ρέντσι μένει τώρα να αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει. Αν και η οικονομία κατέγραψε οριακά κέρδη και ξέφυγε από την ύφεση τους τελευταίους μήνες του 2013, η ανεργία αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι. Οι κ. Πρόντι προβλέπει ότι ο «μήνας του μέλιτος» θα κρατήσει περίπου τρεις με τέσσερις μήνες, το πολύ.
Το σύστημα υφίσταται επί του παρόντος ισχυρούς κραδασμούς, ιδίως μεταξύ των παγιωμένων γραφειοκρατών και των πολιτικών που ελέγχουν τις δημόσιες δαπάνες από τις μικρές πόλεις μέχρι και την Ρώμη. Βαθιά σκεπτικές παραμένουν οι λεγεώνες των νεαρών Ιταλών που δεν έχουν εισόδημα ώστε να επωφεληθούν από τις φορολογικές περικοπές. Παρ’ όλα αυτά, το μήνυμα αλλαγής του κ. Ρέντσι φέρνει την ελπίδα.
«Αυτό που συμβαίνει στην Ιταλία είναι ότι έχουμε επιτέλους μια αλλαγή γενιάς και αυτό είναι πολύ σημαντικό αν θέλουμε να αλλάξουμε την χώρα από πολιτική άποψη», λέει ο Μάριο Γκρέκο, διευθύνων σύμβουλος της Generali, της μεγαλύτερης ασφαλιστικής της Ιταλίας.
«Οι νέοι έρχονται με διαφορετικές ιδέες, και δεν έχουν λάβει μέρος στη συζήτηση τα τελευταία 20 χρόνια. Τούτου λεχθέντος, το έργο τους είναι πάρα πολύ δύσκολο».