Αποφασισμένη να… ξαναγράψει τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, προσθέτοντας αρκετό κόκκινο μελάνι και χωρίς να τείνει ευήκοον ους στις εκκλήσεις κυβέρνησης και τραπεζιτών για επιείκεια, εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα - σχετική ενημερωτική συνάντηση στην Φραγκφούρτη, όπου μετείχαν από ελληνικής πλευράς εκπρόσωποι των συστημικών τραπεζών και της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στη συνάντηση αυτή, τα αρμόδια στελέχη της ΕΚΤ παρουσίασαν εκτενώς τις βασικές αρχές για τους ελέγχους ποιότητας χαρτοφυλακίων (Asset Quality Review – AQR), που θα διενεργήσει η Κεντρική Τράπεζα.
Ως γνωστόν, οι ευρωπαϊκοί έλεγχοι, που ολοκληρώνονται με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων τους στα μέσα Οκτωβρίου, είναι σπασμένοι σε δύο επιμέρους ελέγχους:
– Σε πρώτη φάση, που για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι και η δυσκολότερη, η ΕΚΤ θα ελέγξει την ποιότητα των χαρτοφυλακίων και αναλόγως με τα ευρήματά της θα αναμορφώσει τους δημοσιευμένους ισολογισμούς του 2013.
– Ακολούθως, με βάση αυτά τα αναμορφωμένα στοιχεία (και όχι με βάση τα δημοσιευμένα), η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή θα αναλάβει το «στρεσάρισμα», με στόχο να διαπιστώσει αν οι τράπεζες θα άντεχαν σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες (ύφεση, αύξηση ανεργίας, πτώση τιμών ακινήτων και μετοχών), ώστε ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας να μην υποχωρήσει κάτω από το ελάχιστο όριο του 5,5%. Όσες τράπεζες διαπιστωθεί ότι πέφτουν κάτω από το ελάχιστο όριο θα κληθούν να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους.
Οι πληροφορίες από τη συνάντηση της Φραγκφούρτης φθάνουν στην Αθήνα με… σταγονόμετρο, σαφές είναι, όμως, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, ότι η ΕΚΤ δεν θα ρίξει αρκετό «νερό στο κρασί» του AQR, ώστε να αποφύγουν οι ελληνικές τράπεζες σοβαρές αναμορφώσεις των ισολογισμών τους, που θα καταλήξουν σε συρρίκνωση της κεφαλαιακής βάσης.
Αυτό που προέχει για την ΕΚΤ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι να πείσει τις αγορές για την αξιοπιστία των ελέγχων της, καθώς όλα τα προηγούμενα τεστ στην Ευρώπη κατέληξαν σε γελοιοποίηση και η ΕΚΤ, που αναλαμβάνει από τις αρχές του 2015 την εποπτεία των 128 μεγαλύτερων τραπεζών της ευρωζώνης, επιδιώκει να πείσει ότι θα είναι ένας εποπτικός φορέας, σοβαρός, αυστηρός και… ανθεκτικός σε πολιτικές ή άλλες παρεμβάσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, εντείνονται οι ανησυχίες για τους ελέγχους ποιότητας στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, κυρίως σε δύο πεδία: στην αξιολόγηση επιχειρηματικών δανείων και στην αποτίμηση των ακινήτων, κυρίως κατοικιών, που έχουν υποθηκευθεί για στεγαστικά δάνεια.
Σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια, μεγάλο τμήμα τους κινδυνεύουν να χαρακτηρισθούν από τον έλεγχο της ΕΚΤ ως προβληματικά, παρότι οι τράπεζες τα εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους ως εξυπηρετούμενα. Στον έλεγχο θα εξετασθεί δειγματοληπτικά ένας μεγάλος αριθμός δανείων, για να διαπιστωθεί αν οι επιχειρήσεις που τα έχουν λάβει έχουν πράγματι την οικονομική ευρωστία για να τα εξυπηρετήσουν και στο μέλλον και ανάλογα με τα συμπεράσματα αυτής της αξιολόγησης θα επιβληθούν απομειώσεις δανείων, που θα πλήξουν τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών.
Στα στεγαστικά δάνεια, είναι κοινή αντίληψη ότι η μεγάλη πτώση των τιμών των ακινήτων έχει φέρει μεγάλο ποσοστό των δανείων «κάτω από το νερό», καθώς η αξία ρευστοποίησης της υποθήκης είναι χαμηλότερη από το ύψος της οφειλής. Η ΕΚΤ θα τεστάρει την αντοχή των χαρτοφυλακίων στεγαστικών δανείων, εφαρμόζοντας ένα συντελεστή μείωσης της αξίας των ακινήτων, που θεωρεί ότι αντανακλά την πραγματική κατάσταση στην αγορά. Αυτός ο έλεγχος, ανάλογα και με το συντελεστή που θα χρησιμοποιηθεί, μπορεί να φέρει μεγάλες απομειώσεις στα στεγαστικά δάνεια, με ό,τι αυτό σημαίνει για τα ίδια κεφάλαια.
Το μεγάλο ερώτημα, λοιπόν, είναι πόσο θα καταλήξουν να «ψαλιδιστούν» τα κεφάλαια των τραπεζών μέσα από τη διαδικασία ελέγχου ποιότητας του ενεργητικού τους, καθώς από αυτή τη μείωση θα εξαρτηθεί στο μεγαλύτερο βαθμό το αν οι τράπεζες θα χρειασθούν νέα κεφάλαια και πόσο μεγάλο θα είναι το κεφαλαιακό έλλειμμα, δεδομένου ότι το τεστ αντοχής δεν ανησυχεί ιδιαίτερα τους Έλληνες τραπεζίτες, καθώς δεν αναμένεται να είναι αυστηρότερο από το αμέσως προηγούμενο, που διενήργησε η BlackRock.
Όποιο και αν είναι, πάντως, το κεφαλαιακό έλλειμμα που θα υπολογισθεί από τους ελέγχους, η διαδικασία θα έχει και συνέχεια: τα ποσά που θα αντλήσουν οι τράπεζες από την αγορά, με νέες αυξήσεις κεφαλαίου, θα είναι σίγουρα χαμηλότερο από τις κεφαλαιακές ανάγκες των τεστ, δεδομένου ότι η ΕΚΤ θα υπολογίσει, έστω και με «εκπτώσεις», τα μέτρα ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας, που οι τράπεζες έχουν περιλάβει στα επιχειρησιακά σχέδια, τα οποία ενέκρινε πρόσφατα η Κομισιόν.
Ο τελικός «λογαριασμός» των ελέγχων, όπως λένε οι γνωρίζοντες, δεν θα είναι τόσο υψηλός, ώστε να μην μπορεί να καλυφθεί από την αγορά, ούτε όμως και τόσο χαμηλός, ώστε να δημιουργήσει ερωτηματικά στους αναλυτές για τη σοβαρότητα των ελέγχων και της ΕΚΤ ως νέου επόπτη.