Εν αρχή ην η οικονομική κρίση του 2007. Μετά, μετατράπηκε στην οικονομική κρίση του 2008. Στη συνέχεια ήταν η ύφεση της περιόδου 2008-2009. Εν τέλει, στα μέσα του 2009, ονομάστηκε «η Μεγάλη Ύφεση».
Και, με την στροφή του οικονομικού κύκλου σε ανοδική τροχιά στα τέλη του 2009, όλος ο κόσμος πήρε μία ανάσα ανακούφισης. Από ότι φαινόταν, δεν θα χρειαζόταν να προχωρήσουμε στον επόμενο τίτλο για την κατάσταση, που θα ήταν ακόμη πιο καταστροφικός.
Αλλά, το αίσθημα της ανακούφισης μπορεί να ήταν πρόωρο. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των πολιτικών και των ανώτερων βοηθών τους που ήθελαν το καλοκαίρι να είναι «το καλοκαίρι της ανάκαμψης», οι ΗΠΑ δεν βίωσαν την οικονομική ανάπτυξη του σχήματος V, όπως έγινε μετά τις υφέσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980. Και, η οικονομία των ΗΠΑ παρέμεινα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από την προηγούμενη αυξητική της τάση.
Πράγματι, από το 2005 έως το 2007, το πραγματικό ΑΕΠ της Αμερικής (προσαρμοσμένο βάσει του πληθωρισμού) αυξήθηκε κατά μόλις πάνω από 3% ετησίως. Αλλά, κατά τη διάρκεια της ύφεσης του 2009, το ποσοστό ήταν 11% χαμηλότερο –και από τότε έχει μειωθεί κατά ένα επιπλέον 5%.
Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στην Ευρώπη. Αντί για μία αδύναμη ανάκαμψη, η ευρωζώνη παρουσίασε ένα δεύτερο κύμα συρρίκνωσης, ξεκινώντας από το 2010. Στο χαμηλότερο σημείο του, το πραγματικό ΑΕΠ της ευρωζώνης αντιστοιχούσε σε λιγότερο από 8% της τάσης μεταξύ 1995-2007. Σήμερα, είναι χαμηλότερο κατά 15%.
Οι σωρευτικές απώλειες παραγωγής σε σχέση με τις τάσεις της περιόδου 1995-2007 βρίσκονται πλέον στο 78% του ετήσιου ΑΕΠ για τις ΗΠΑ, και στο 60% για την ευρωζώνη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό διαφυγούσας ευημερίας –και για ένα αποτέλεσμα πολύ χειρότερο από το αναμενόμενο. Το 2007, κανείς δεν προέβλεψε την πτώση στους ρυθμούς ανάπτυξης και στη δυνητική παραγωγή, βάσει των οποίων ετοιμάζουν τώρα τις εκτιμήσεις τους οι στατιστικοί και πολιτικοί φορείς.
Μέχρι το 2011, ήταν ξεκάθαρο –τουλάχιστον για μένα– ότι η Μεγάλη Ύφεση δεν ήταν πλέον ένα ακριβές παρατσούκλι. Ήταν καιρός να αρχίσουμε να αποκαλούμε αυτό το «επεισόδιο» του σήριαλ «η Μικρότερη Ύφεση».
Αλλά, η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Σήμερα, η βορειοατλαντική οικονομία είναι αντιμέτωπη με δύο επιπλέον καθοδικά σοκ.
Το πρώτο σοκ, όπως σημείωσε ο Lorcan Roche Kelly της Agenda Research noted, συζητήθηκε από τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, κατά τη διάρκεια πρόσφατης ομιλίας του. Ο Ντράγκι άρχισε αναγνωρίζοντας ότι, στην Ευρώπη, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί από περίπου 2,5% στα μέσα του 2012 σε 0,4% σήμερα. Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι δε μπορούμε πλέον να υποθέτουμε ότι οι οδηγοί αυτής της τάσης –όπως η πτώση στις τιμές τροφίμων και ενέργειας, η υψηλή ανεργία και η κρίση στην Ουκρανία– είναι παροδικής φύσεως.
Στην πραγματικότητα, ο πληθωρισμός σημειώνει πτώση εδώ και τόσο πολύ καιρό που απειλεί πλέον τη σταθερότητα των τιμών –και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να μειώνονται. Το πενταετές επιτόκιο swap –ένας δείκτης μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό– έχει μειωθεί κατά 15 μονάδες βάσης από τα μέσα του 2012, σε λιγότερο από 2%. Επιπλέον, όπως σημείωσε ο Ντράγκι, τα πραγματικά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα επιτόκια έχουν αυξηθεί. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν έχουν αυξηθεί, λόγω των μείωσης των μακροπρόθεσμων ονομαστικών επιτοκίων, που εκτείνεται πολύ πέρα από την ευρωζώνη.
Πολλά λέει και η μεταγενέστερη δήλωση του Ντράγκι ότι το ΔΣ της ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει «όλα τα διαθέσιμα αντισυμβατικά εργαλεία» για να διασφαλίσει την σταθερότητα των τιμών και των προσδοκιών για τον πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα. Το πρόσχημα ότι η ευρωζώνη βρίσκεται σε πορεία προς την ανάκαμψη, έχει πλέον καταρρεύσει. Ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος να ερμηνεύσει κανείς τις αγορές είναι προβλέποντας μίας τριπλή ύφεση (triple-dip recession).
Εντωμεταξύ, στις ΗΠΑ, η Fed υπό την καθοδήγηση της Janet Yellen δεν αναρωτιέται πλέον σχετικά με το αν είναι σκόπιμο να σταματήσει την αγορά μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων και να αυξήσει τα επιτόκια μέχρι να υπάρξει μία σημαντική ανάκαμψη στον τομέα της απασχόλησης. Αντ’ αυτού, παρά την απουσία σημαντικής αύξησης στην απασχόληση, και παρά την απουσία σημαντικής αύξησης στον πληθωρισμό, η Fed ήδη μειώνει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων της και εξετάζει το πότε, ή το αν, θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια.
Πριν από ενάμιση χρόνο, εκείνοι που περίμεναν μία επιστροφή στην πορεία της δυνητικής παραγωγής μέχρι το 2017 –όπως κι αν ερχόταν αυτή– υπολόγιζαν ότι η Μεγάλη Ύφεση θα κόστιζε συνολικά στην βορειοατλαντική οικονομία περίπου το 80% ενός έτους του ΑΕΠ, ή $13 τρισ., σε απώλεια παραγωγής. Αν έμπαινε τώρα σε ισχύ ένα τέτοιο πενταετές πρόγραμμα ανάκαμψης –ένα ιδιαιτέρως αισιόδοξο σενάριο– αυτό θα συνεπαγόταν απώλειες της τάξης των $20 τρισ. Αν—όπως φαίνεται και πιο πιθανό– η οικονομία τα πάει κατά τα επόμενα πέντε χρόνια όπως τα έχει πάει τα τελευταία δύο χρόνια, και στη συνέχεια χρειαστεί άλλα πέντε χρόνια για να ανακάμψει, τότε θα έχει χαθεί το τεράστιο ποσό των $35 τρισ.
Πότε θα παραδεχθούμε ότι έχει έρθει η ώρα να αρχίσουμε να αποκαλούμε τα πράγματα με το όνομά τους;