Την ώρα που το ΔΝΤ φέρεται να εργάζεται για μια ειδική διάσκεψη στο… γήπεδό του, την Ουάσιγκτον, προκειμένου να ξεκαθαρίσουν οι Ευρωπαίοι τις προθέσεις τους για το ελληνικό χρέος, ο πρωθυπουργός, Α. Σαμαράς, μίλησε από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης με γρίφους για το μείζον ζήτημα του χρέους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το μόνο που επιδιώκει η Αθήνα στις σχετικές διαπραγματεύσεις είναι μια «επίσημη πιστοποίηση βιωσιμότητας» του χρέους.
Το σκέλος της πρωθυπουργικής ομιλίας, που αναφέρεται στο πρόβλημα του χρέους, δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντά. Ο κ. Σαμαράς αποφεύγει να οριοθετήσει τους διαπραγματευτικούς στόχους της κυβέρνησης, κάνοντας λόγο π.χ. για μια ελάφρυνση του χρέους, ούτε και προχωρά σε προβλέψεις για όσα προτίθενται να προσφέρουν οι Ευρωπαίοι στην Αθήνα, στο πλαίσιο της συμφωνίας του 2012, που όριζε ότι, εφόσον η Ελλάδα εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα και εφαρμόσει ικανοποιητικά το μνημόνιο, οι θεσμικοί μας εταίροι θα «πάρουν πάνω τους» το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους.
Αυτό που φαίνεται να θεωρεί ως ιδιαίτερα σημαντικό ο κ. Σαμαράς είναι ότι, όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «μέσα στους επόμενους μήνες, η Ελλάδα θα λάβει για πρώτη φορά επίσημη πιστοποίηση ότι το χρέος της είναι βιώσιμο». Προφανώς, σύμφωνα με αυτή την αναφορά που δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς από την πλευρά της κυβέρνησης, το σημαντικότερο είναι να επιβεβαιωθεί από τους επίσημους πιστωτές, πρωτίστως δηλαδή από το ΔΝΤ, που έχει και τις μεγαλύτερες επιφυλάξεις, ότι το χρέος είναι βιώσιμο. Αυτό, όπως λένε κυβερνητικά στελέχη, θα είναι ένα είδος «διαβατηρίου» της Ελλάδας για τις αγορές, ώστε να καλυφθούν τα χρηματοδοτικά κενά με δανεισμό από ιδιώτες επενδυτές, με μακροχρόνια ομόλογα και με κόστος πολύ χαμηλότερο από το σημερινό.
Κατά τα λοιπά, ο πρωθυπουργός φαίνεται να θεωρεί, σύμφωνα με όσα δήλωσε στη Θεσσαλονίκη, ότι τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους, καθώς ήδη τα σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα οδηγούν σε μείωση του χρέους σε απόλυτους αριθμούς και όταν η οικονομία επανέλθει στην ανάπτυξη «το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειώνεται». Επιπλέον, τόνισε ο πρωθυπουργός, «οι πληρωμές της Ελλάδας σε τόκους είναι οι χαμηλότερες εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, γιατί τα επιτόκια μας έχουν πέσει πολύ. Προσέξτε, μας έχουν δανείσει με επιτόκια 0,80% (σ.σ.: η Ευρώπη) και 1,7% (σ.σ.: το ΔΝΤ)! Ξέρετε καμία άλλη χώρα, ξέρετε πολλές χώρες να δανείζονται με αυτά τα επιτόκια»;
Οι δηλώσεις Σαμαρά, από τις οποίες απουσιάζει κάθε αναφορά σε σενάρια ελάφρυνσης του χρέους, μοιάζουν να προεξοφλούν μια συμφωνία «ελάχιστου κοινού παρονομαστή», μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ:
– Το Ταμείο δεν φαίνεται ότι θα συνεχίσει να πιέζει για μια δραστική απομείωση του χρέους, με «κούρεμα» των διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου, ή του χρέους που βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών, καθώς αναγνωρίζει τις πολιτικές δυσκολίες που θα προκαλούσε ένα «κούρεμα» στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Έτσι, το πιθανότερο είναι ότι τα σενάρια «κουρέματος» φεύγουν οριστικά από τη διαπραγμάτευση, παρότι οι πληροφορίες για την προσπάθεια του ΔΝΤ να οργανώσει ειδική διάσκεψη για το ελληνικό χρέος είχαν δημιουργήσει σε πολλούς προσδοκίες για μια ουσιαστική παρέμβαση του Ταμείου, με στόχο το «κούρεμα» του χρέους.
– Σε αντάλλαγμα, όμως, για αυτή του την υποχώρηση, το ΔΝΤ θα αποσπάσει δεσμεύσεις, που θα καλύψουν τη βασική ανησυχία της Ουάσιγκτον: ότι, δηλαδή, τα συνολικά 47 δισ. ευρώ που θα δανείσει το Ταμείο στην Ελλάδα θα κινδύνευαν να μην αποπληρωθούν ομαλά μέσα στην επόμενη δεκαετία, επειδή το 2022 λήγει η περίοδος χάριτος των ευρωπαϊκών δανείων και η Ελλάδα θα αρχίσει να καταβάλλει μεγάλα ποσά για τόκους, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η παράλληλη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ. Για να λυθεί αυτό το πρόβλημα του Ταμείου, οι Ευρωπαίοι θα δεχθούν να αυξηθεί κατά 5-10 χρόνια η περίοδος χάριτος για την πληρωμή των τόκων από την Ελλάδα, ώστε η χώρα μας να έχει αρκετή άνεση για να πληρώσει το ΔΝΤ.
– Αυτή φαίνεται ότι θα είναι και η βασική διευθέτηση που θα αποφασισθεί για το χρέος, καθώς συναντά πολλές αντιστάσεις το άλλο ελληνικό αίτημα, που αφορά τα επιτόκια δανεισμού από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Σήμερα τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά, επειδή το βασικό επιτόκιο του ευρώ έχει πέσει κοντά στο μηδέν, αλλά είναι βέβαιο ότι στη διάρκεια του δανείου θα αυξηθούν πολύ, όταν οι συνθήκες στη χρηματαγορά επανέλθουν στην ομαλότητα. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επιδιώκει να «κλειδώσει» ένα χαμηλό, σταθερό επιτόκιο δανεισμού, αίτημα που προσκρούει σε ισχυρές αντιστάσεις, καθώς ο ΕΜΣ πιθανότατα θα υποστεί ζημιά στο μέλλον από τέτοια διευθέτηση, κάτι που τυπικά απαγορεύεται.
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι οι πολύ συγκρατημένες αναφορές του πρωθυπουργού στην επικείμενη συμφωνία για το χρέος προοιωνίζονται μια συμφωνία που θα λύσει τα προβλήματα των πιστωτών, όχι όμως και το απείρως σοβαρότερο πρόβλημα της Ελλάδας με την υπερχρέωση. Εξάλλου, όποιο «πιστοποιητικό βιωσιμότητας» του χρέους και αν εκδώσουν οι επίσημοι πιστωτές της χώρας μας, αυτό θα βασίζεται στην υπόθεση ότι για πολλά ακόμη χρόνια η Ελλάδα θα πετυχαίνει εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα, με συνέπεια η απαιτούμενη σκληρή λιτότητα μακράς διαρκείας να αποτελεί μόνιμο εμπόδιο στη γρήγορη ανάπτυξη της οικονομίας.