Οι οικονομικοί αναλυτές που έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία των διεθνών αγορών, επισημαίνοντας πως η κατά καιρούς καλή μοίρα τους μπορεί να ανατραπεί βίαια, δεν είναι λίγοι.
Οι κεντρικές τράπεζες μάλιστα στο παρελθόν έχουν ξεκάθαρα προειδοποιήσει πως υφίσταται ο κίνδυνος αναστροφής της εισροής κεφαλαίων στις εγχώριες αγορές, γεγονός το οποίο φυσικά θα αποτελέσει τροχοπέδη και για το μεγαλύτερο στοίχημα τους, την ανάπτυξη. Οι προειδοποιήσεις των ειδικών ωστόσο δεν έκαναν, όπως αποδεικνύεται, τον πάταγο που επιθυμούσαν. Οι διεθνείς αγορές κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν ακόμα μια ευφορική μέρα. Οι αναλύσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας την τελευταία εβδομάδα δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις παγκόσμιες αγορές, μετά και τα νέα μέτρα που ανακοίνωσε ΕΚΤ, αφήνοντας ανοιχτά περιθώρια για επενδύσεις και περαιτέρω προσέλκυση διαχειριστών. Η επαλήθευση των αισιόδοξων σεναρίων επιτείνει την αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι.
Επενδυτικός παράδεισος η Ευρώπη;
Για άνοιγμα στις αγορές της Ευρώπης κάνουν λόγο αρκετοί επενδυτικοί οίκοι ένας εκ των οποίων και η βρετανική Barclays. Διατηρώντας στο παγκόσμιο χαρτοφυλάκιό της τη μετοχή της Alpha Bank, προτρέπει τους διεθνείς διαχειριστές να μείνουν στην περιφέρεια της Ευρώπης παρά τις φτωχές αποδόσεις που από τον περασμένο Μάιο σημειώνουν οι ευρωπαϊκές μετοχές. Η βρετανική τράπεζα σε πρόσφατη μάλιστα έκθεσή της αναφέρεται σε θετικές εκπλήξεις από το μέτωπο των μακροοικονομικών στοιχείων και νέα ώθηση στην αγορά από την επιπλέον χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Οι αναλυτές περιγράφουν πως μέχρι το τέλος της χρονιάς οι ευρωπαϊκές μετοχές εκτός από αυτές της Βρετανίας, θα σημειώσουν, μαζί με αυτές των αναδυόμενων αγορών, τις καλύτερες αποδόσεις απ’ τα τρέχοντα επίπεδα φθάνοντας το 13%. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψιν τα γεγονότα στην Ανατολική Ουκρανία, είναι κατανοητή η υποαπόδοση 8,8% των μετοχών της ηπειρωτικής Ευρώπης έναντι του παγκόσμιου δείκτη των διεθνών χρηματαγορών απ’ τον περασμένο Μάιο. Στο σημείο αυτό και με δεδομένα τα αρνητικά στοιχεία που έρχονται από το μακροοικονομικό μέτωπο τίθεται το εύλογο ερώτημα κατά πόσο το χάσμα αυτό των οικονομικών επιδόσεων θα αντιστραφεί ή θα παραμείνει ως έχει.
Kαταλυτικός παράγοντας για μια θετική εξέλιξη θα ήταν μια ενδεχόμενη αποδυνάμωση του ευρώ, που με βάση την ανάλυση της τράπεζας θα συντελούσε στην αύξηση της εταιρικής κερδοφορίας στην ηπειρωτική Ευρώπη στο 10% φέτος και στο 17% το 2015 ωθώντας τις εξαγωγές. Μάλιστα και οι δύο προβλέψεις είναι λίγο πάνω απ’ το consensus που έχει διαμορφωθεί στην αγορά. Όσον αφορά τις πληθωριστικές προσδοκίες στην Ευρωζώνη, οι αναλυτές θεωρούν πως στην περίπτωση περαιτέρω υποχώρησής τους, το σενάριο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ μέσω ενός προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) γίνεται ολοένα και πιο ορατό. Μια κίνηση ανάλογου βεληνεκούς θα σηματοδοτούσε μια τεράστια αλλαγή καθεστώτος που θα είχε ως αποτέλεσμα το ράλι των ευρωπαϊκών αγορών, όπως εξάλλου συνέβη και στην Ιαπωνία με το QQE. Να σημειωθεί κάπου εδώ πως η υποαπόδοση της Ευρώπης δεν αναφέρεται μόνο στις μετοχές εταιρειών που απευθύνονται μόνο στην εγχώρια αγορά, δεδομένου ότι πολλές από τις κυρίαρχες των κλάδων σε παγκόσμια κλίμακα έμειναν στο περιθώριο σε σύγκριση με τους αντιπάλους τους και κυρίως αυτών από τις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το γεγονός πως θεωρητικά επωφελήθηκαν από την αποδυνάμωση του ευρώ. Λόγου χάρη οι μετοχές του κλάδου ενέργειας της ηπειρωτικής Ευρώπης διαπραγματεύονται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 33 μηνών ενώ και ο βιομηχανικός κλάδος έχουν επιστρέψει σχετικά στα επίπεδα της κορύφωσης της κρίσης χρέους στην Ευρώπη. Επίσης σημαντική υποαπόδοση έχει καταγράψει και ο κλάδος υγείας.
Bull market… διαρκείας
Το δρόμο στους επενδυτές ανοίγει και η υπεραισιόδοξη πρόβλεψη των αναλυτών της αμερικανικής Morgan Stanley. Ειδικότερα, η τράπεζα αναφερόμενη στην πορεία των διεθνών αγορών, βλέπει διάρκεια της bull market ακόμα και πέντε χρόνια, ενώ κάνει λόγο και για εκτόξευση του S&P 500, έως τις 3.000 μονάδες. “Η καλύτερή μας πρόβλεψη είναι η εξής: Ο S&P 500 να αγγίξει τις 3.000 μονάδες. Πρόκειται για στόχο επιτεύξιμο και πιθανό, εάν τα εταιρικά κέρδη καταγράφουν άνοδο 6% ετησίως”, υπογράμμισε χαρακτηριστικά αναλυτής της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας. Το εν λόγω σενάριο επισκιάζουν ενδεχόμενοι κίνδυνοι που διατυπώνουν οι αναλυτές. Η πιθανή επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρώπη, η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα, μια ενδεχόμενη αποτυχία της Ιαπωνίας να επανεκκινήσει την οικονομία της, πιθανά πολιτικά εμπόδια που θα ανακύψουν στις ΗΠΑ σχετικά με το ζήτημα της έγκρισης του προϋπολογισμού και τέλος η αβεβαιότητα για τον ακριβή αντίκτυπο στις αγορές από τον τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της αμερικανικής Fed αποτελούν κάποια από τα ρίσκα που ελλοχεύουν.
Nα υπενθυμίσουμε πως την εβδομάδα που πέρασε ο αμερικανικός δείκτης S&P 500 σημείωσε νέο ιστορικό ρεκόρ σπάζοντας το φράγμα των 2.000 μονάδων. Οι αναλυτές υπογραμμίζουν πως πρόκειται για μία ισχυρή άνοδο της αγοράς της τάξεως του 200% από τα χαμηλά του Μαρτίου του 2009. Η Citigroup συν τοις άλλοις προβλέπει πως ο δείκτης θα συνεχίσει να κινείται ανοδικά ο S&P 500, αγγίζοντας τουλάχιστον στις 2.150-2.250 μονάδες και ενδεχομένως τις 2.350-2.400 κατά το α’ τρίμηνο του 2015, καταγράφοντας άνοδο 20%. Ειδικότερα ο οίκος μιλά για περαιτέρω άνοδο του S&P 500 στις 2.400 μονάδες, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο αύξησης των κερδών τραπεζών και εταιρειών στη Wall Street το αμέσως επόμενο διάστημα. Στην περίπτωση που η αγορά κινηθεί όπως την δεκαετία του 1990 όπου από τα χαμηλά σημείωσε ένα ράλι 251%, τότε τα χαμηλά του Μαρτίου του 2009 θα είναι μία καλή ώθηση για τις 2.340-2350 μονάδες. Μάλιστα η τάση αυτή θα μπορούσε να επεκταθεί και να προκαλέσει άνοδο για τον S&P 500 έως τις 2.400 μονάδες, τονίζουν οι αναλυτές.
Στο ίδιο μοτίβο κινείται και η πρόβλεψη της Goldman Sachs, η οποία αποτιμά τις τρέχουσες εξελίξεις με συγκρατημένη αισιοδοξία. Οι οικονομολόγοι της θεωρούν πως η άνοδος στις αγορές θα συνεχιστεί αλλά σε ήπιους ρυθμούς. Eιδικότερα, για τον δείκτη βαρόμετρο της Wall Street, τον S&P 500, η Goldman Sachs προβλέπει άνοδο στις 2.050 μονάδες σε ορίζοντα 6 μηνών και άνοδο στις 2.075 μονάδες σε ορίζοντα 12 μηνών. Αναφορικά με τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx Europe 600, η αμερικανική τράπεζα προβλέπει άνοδο στις 370 μονάδες σε ορίζοντα 6 μηνών
και άνοδο στις 385 μονάδες σε ορίζοντα 12 μηνών. Σε τελική ανάλυση, σχετικά με την
αγορά συναλλάγματος, η Goldman Sachs προβλέπει σταδιακή υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου τους επόμενους μήνες. Πιο αναλυτικά περιμένει πτώση του ευρώ στα 1,34 δολάρια σε ορίζοντα 6 μηνών και πτώση του ευρώ στα 1,30 δολάρια σε ορίζοντα 12 μηνών.
Μαζί με το Σεπτέμβρη έρχονται και τα… κέρδη
Αν αναλογιστεί κανείς ιστορικά την πορεία των μετοχών αλλά και των αγορών, θα διαπιστώσει πως ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου αποτελεί το χειρότερο μήνα για το σύνολο των επενδυτών. Παρ’ όλα αυτά, τη δεδομένη χρονική στιγμή εντύπωση προκαλεί ο εφησυχασμός των αναλυτών οι οποίοι παρουσιάζουν αναλυτικά τους τέσσερις βασικούς λόγους για τους οποίους οι διαχειριστές δεν πρέπει να φοβούνται το συγκεκριμένο μήνα. Η άσχημη φήμη του Σεπτεμβρίου κρατά τη σκούφια της απ’ τα παλιά. Οι αριθμοί αποδεικνύουν την παρατήρηση. Από το 1950 ο S&P 500 καταγράφει πτώση 0,5% κατά μέσο όρο το μήνα Σεπτέμβριο. Η πρόσφατη ιστορία πιθανόν να ανατρέψει τα δεδομένα. Τα τελευταία πέντε χρόνια οι μετοχές έχουν καταγράψει ισχυρά κέρδη κατά τον μήνα Σεπτέμβριο, με εξαίρεση το 2011. Εκείνη τη χρονιά η Standard & Poor’s είχε υποβαθμίσει την αξιολόγηση των ΗΠΑ, ενώ η κρίση χρέους στην ευρωζώνη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Στο μεταξύ, πορεία εξυγίανσης δείχνουν οι μετοχές των ΗΠΑ αν συγκριθούν με αυτή των υπολοίπων. Το β’ τρίμηνο του 2014 η οικονομία κινήθηκε σε θετικά πλαίσια έπειτα από ένα ιδιαίτερα άσχημο α’ τρίμηνο ενώ την ίδια στιγμή ανάκαμψη σημείωσε και η αγορά εργασίας. Η ανάπτυξη της κερδοφορίας ήταν αξιοπρεπής. Όπως σχολιάζει ο John Norris, managing director της Oakworth Capital Bank, οι επενδυτές στρέφονται στο εσωτερικό, όταν επικρατεί μεγάλη ανησυχία σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως συμβαίνει αυτή την περίοδο με τις εξελίξεις σε Ουκρανία, Ισλαμικό Κράτος, ιό Έμπολα. Οι αμερικανικές μετοχές δεν είναι οι μόνες που θεωρούνται χρηματοοικονομικό asset, το οποίο βρίσκεται μεσούσης της bull market. Τα αμερικανικά ομόλογα συνεχίζουν το ράλι φέτος, διαψεύδοντας τις προβλέψεις για οπισθοχώρηση. Το συμπέρασμα είναι πως οι επενδυτές της Ευρώπης αλλά και της Ασίας “γλυκοκοιτάζουν” τα αμερικανικά ομόλογα και τις μετοχές, με φόντο τη γεωπολιτική αναταραχή. Ο Anthony Valeri, στρατηγικός αναλυτής της LPL Financial, εξηγεί πως η απειλή του αποπληθωρισμού στην Ευρώπη, αποτελεί καταλύτη για την ελκυστικότητα των αμερικανικών assets. Κι ενώ κάποιοι επενδυτές παραμένουν ακόμα επιφυλακτικοί, καθώς πολλές μετοχές εξακολουθούν να διαπραγματεύονται σε λογικά, αν όχι φθηνά, επίπεδα, οι αναλυτές υποστηρίζουν πως αυτή τη φορά δεν μιλάμε για φούσκα, όπως το 1999, καθώς πολλοί επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί, λόγω των αναμνήσεων από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Θα αντέξουν ενδεχόμενο σοκ οι αγορές;
Μια διαφορετική θεώρηση διατυπώνει από την άλλη πλευρά η Fitch. Eίναι οι αγορές αρκετά δυνατές ώστε να ανταπεξέλθουν σε ένα δυνατό σοκ που ίσως προκύψει; Το εν λόγω ερώτημα θέτει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης μέσα από νέα του έκθεση, επισημαίνοντας πως οι αγορές ίσως να μην είναι πλήρως προετοιμασμένες ώστε να κατορθώσουν να διαχειριστούν μια ισχυρή αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων σε περίπτωση που αυτή λάβει χώρα. Τις πιο ισχυρές επιδράσεις από το σοκ που θα επιφέρει μια τυχόν αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, της Fed θα υποστούν οι πιο αδύναμες χώρες των αναδυόμενων αγορών. Η μετάβαση της πολιτικής που ακολουθεί η Fed στο δρόμο προς την ομαλοποίηση υποκρύπτει ποικίλες προκλήσεις και κινδύνους. “Οι διεθνείς αγορές μπορεί να μην είναι πλήρως προετοιμασμένες, ώστε να κατορθώσουν να διαχειριστούν μια ισχυρή αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων. Υπάρχει ένα σενάριο σοκ, ένα αρνητικό σενάριο, το οποίο αν επιβεβαιωθεί, τότε οι κλυδωνισμοί διεθνώς θα είναι μεγάλοι”, δηλώνει ο Ed Parker, επικεφαλής αναλυτής της Fitch. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο κίνδυνο είναι η Μογγολία, η Τουρκία, η Ουκρανία, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ουγγαρία, ο Λίβανος και η Τζαμάικα.