Ο εφιάλτης θα μπορούσε να ξεκινήσει την Παρασκευή. Φανταστείτε ότι το δημοψήφισμα καταλήγει οριακά υπέρ της ανεξαρτητοποίησης.
Στο Νότο, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον θα θεωρηθεί υπεύθυνος γιατί θα έχει επιτρέψει τη διάσπαση μίας ένωσης στην οποία έχει βασιστεί η εθνική σταθερότητα τα τελευταία 307 χρόνια. Ωστόσο, το κόμμα του έχει πολύ καλύτερο μέλλον στην Αγγλία από ό,τι έχει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το Εργατικό Κόμμα της αντιπολίτευσης, το οποίο κατέχει 40 εκλογικές περιφέρειες στη Σκωτία, δεν έχει καμία τέτοια παρηγοριά. Ο σκωτσέζικος εθνικισμός θα οδηγήσει σίγουρα και στο να «ξυπνήσει» και ο αντίστοιχος αγγλικός. Αυτό, δυστυχώς, θα είναι καλό για τον Νάιτζελ Φάρατζ, τον ηγέτη του UKIP (Κόμμα Ανεξαρτησίας Ην. Βασιλείου), ο οποίος θέλει να φύγει η Βρετανία από την ΕΕ, και του οποίου το κόμμα κερδίζει σταδιακά όλο και περισσότερο έδαφος στην Αγγλία. Το ζεύγος θα πάρει μεν «διαζύγιο», ωστόσο θα παραμείνουν γείτονες. Είναι βέβαιο, ότι οι Άγγλοι θα είναι οι πικραμένοι, ή τουλάχιστον οι πικρόχολοι, της υπόθεσης.
Από τη στιγμή που θα ψηφιστεί το «Ναι», η κυβέρνηση του Ην. Βασιλείου δεν θα έχει κανένα απολύτως συμφέρον που να έχει να κάνει με την ευημερία των Σκωτσέζων. Αλλά, μέχρι να γίνει η Σκωτία ανεξάρτητη, η κυβέρνηση του Ην. Βασιλείου θα συνεχίσει να την εκπροσωπεί στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Ταυτόχρονα, θα διαπραγματεύεται και για λογαριασμό των συμφερόντων του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου, ενάντια στη Σκωτία. Τα διαζύγια δεν είναι ποτέ εύκολα. Αλλά, είναι σπάνιο φαινόμενο να ζητείται από το μέλος που έχει εγκαταλειφθεί να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του αποχωρούντος.
Μια θετική ψήφος ανεξαρτησίας θα οδηγήσει τη Σκωτία –και σε λιγότερο βαθμό το Ην. Βασίλειο– σε μία περίοδο αβεβαιότητας. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες αμφιβολίες είναι το ζήτημα του νομίσματος. Οι οικονομικές επιχειρήσεις που οφείλουν να εποπτεύονται από το Ην. Βασίλειο θα αποχωρήσουν από τη χώρα. Η σκωτσέζικη ασφάλιση των καταθέσεων θα είναι το ίδιο άχρηστη όσο και το σύστημα του Ρέικιαβικ που απέτυχε να καλύψει τις ισλανδικές τράπεζες το 2008. Οι επιφυλακτικοί Σκωτσέζοι αναγνωρίζουν ήδη ότι οι λίρες που έχουν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς μπορεί να καταλήξουν ως κάτι άλλο. Καλύτερα να μετακινήσουν τα χρήματά τους νότια.
Αντιμέτωπες με τη νομισματική αβεβαιότητα, οι τράπεζες θα χρειαστεί να εξισορροπήσουν τους ισολογισμούς τους εντός της Σκωτίας. Αυτό θα τις αναγκάσει σίγουρα να συρρικνώσουν την προσφορά πίστωσης εντός της σκωτσέζικης οικονομίας. Η κυβέρνηση του Ην. Βασιλείου θα μπορούσε να προσπαθήσει να εμποδίσει τα χρήματα από το να φύγουν από την Σκωτία, αλλά αυτό θα απαιτούσε δρακόντεια μέτρα, τα οποία αποκλείεται να επιβάλλει. Είτε το Γουεστμίνστερ, είτε η σκωτσέζικη κυβέρνηση, θα μπορούσαν να προσφερθούν να αποζημιώσουν τους δανειστές έναντι των συναλλαγματικών κινδύνων. Η κυβέρνηση του Ην. Βασιλείου δεν πρόκειται να το κάνει. Θα αφήσει την πιστωτική συρρίκνωση να εξελιχθεί, κατηγορώντας για αυτό την απόφαση των Σκωτσέζων. Δική τους η απόφαση, δικό τους και το κόστος.
Η Σκωτία μπορεί να υποσχεθεί ότι η λίρα θα παραμείνει το νόμισμά της. Ωστόσο, δεν μπορεί να υποσχεθεί μία νομισματική ένωση. Αυτή χρειάζεται τουλάχιστον δύο μέλη. Ακόμη και αν η κυβέρνηση του εναπομένοντος Ηνωμένου Βασιλείου ήταν διατεθειμένη να ανεχθεί μία τέτοια ένωση, θα πρέπει να υπάρξει σχετικό δημοψήφισμα. Οι μόνοι ικανοποιητικοί όροι για το εναπομένον Ην. Βασίλειο θα είναι όροι που θα επιβάλλουν πολύ αυστηρά όρια για τα δημοσιονομικά ελλείμματα που μπορεί να τρέξει η Σκωτία. Πρέπει επίσης να επιμείνει ότι οι δημοσιονομικοί κανονισμοί θα πρέπει να κανονίζονται από την Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία θα παραμείνει υπόλογη αποκλειστικά στο κράτος του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Σκωτία θα μπορούσε να υιοθετήσει τη λίρα χωρίς μία νομισματική ένωση, και συνεπώς χωρίς τη στήριξη της Τράπεζας της Αγγλίας. Αλλά, και αυτό το ενδεχόμενο είναι αρκετά προβληματικό. Η Σκωτία θα χρειαζόταν να συγκεντρώσει ένα απόθεμα από στερλίνες, το οποίο να μπορεί να χρησιμεύσει ως νομισματική βάση της –προσελκύοντας κεφαλαιακές εισροές ή εξάγοντας περισσότερα από όσα πουλά στο εξωτερικό για πολλά χρόνια. Και, θα χρειαζόταν πολλά περισσότερα. Αν έχουμε διδαχθεί κάτι από την κρίση στην ευρωζώνη, αυτό είναι ότι οι χώρες που δεν διαθέτουν κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν, εν μέσω μιας κρίσης, να σταθεροποιήσουν τις αγορές τους για το δημόσιο χρέος τους. Το μερίδιο της Σκωτίας στο δημόσιο χρέος του Ην. Βασίλειου θα αντιστοιχούσε σε περισσότερο από το 90 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας –μία επισφαλής θέση για μια χώρα της οποίας το χρέος είναι σε ένα νόμισμα το οποίο δε μπορεί να δημιουργήσει ελεύθερα. Η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία είχαν όλες πολύ χαμηλότερους δείκτες δημόσιου χρέους πριν από την κρίση. Η Σκωτία θα χρειαστεί ένα σημαντικό αποθεματικό «μαξιλάρι». Η συσσώρευση μπορεί να είναι δαπανηρή.
Ο Alex Salmond, ο πρώτος υπουργός (πρωθυπουργός) της Σκωτίας και επικεφαλής της καμπάνιας του «Ναι», θα ισχυριστεί ότι αν το υπόλοιπο Ην. Βασίλειο δεν «επιτρέψει» στην Σκωτία μια νομισματική ένωση, τότε η Σκωτία δεν θα αναλάβει το μερίδιό της στο χρέος του Ην. Βασιλείου. Ας μην προτρέχουμε όμως: οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν με το δημοψήφισμα της ανεξαρτησίας θα καλύψουν τα πάντα. Το πετρέλαιο, για παράδειγμα, δεν θα ανήκει στη Σκωτία μέχρι να το αποφασίσει το Ηνωμένο Βασίλειο. Αν η Σκωτία αποκηρύξει το μερίδιο του χρέους της, ποιος μας λέει ότι θα είναι «δικό της» το πετρέλαιο;
Γράφοντας όλα αυτά, έχουμε αγνοήσει το γεγονός ότι η Σκωτία θέλει να ανήκει στην ΕΕ. Αν πράγματι εισχωρήσει (γεγονός που θα προσπαθήσει να αποφύγει με κάθε κόστος η Ισπανία, για να μην παίρνουν παράδειγμα οι αυτονομιστές της Καταλονίας), μπορεί να αναγκαστεί να εισχωρήσει από την αρχή στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών. Σε αυτή την περίπτωση, θα χρειαστεί το δικό της νόμισμα και μία δική της κεντρικής τράπεζα. Δεν θα επιμείνει με την στερλίνα. Οποιαδήποτε κίνηση μακριά από τη στερλίνα, εγείρει τεράστια ερωτήματα. Σε ποιο νόμισμα θα συνεχίσουν να εκφράζονται τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις; Πώς θα λάβει χώρα οποιαδήποτε συναλλαγματική μετατροπή; Τι θα συμβεί με το νόμισμα όσον αφορά τις συντάξεις και όλες τις υπόλοιπες κρατικές ενισχύσεις που χρωστούνται στους Σκωτσέζους;
Οι διαπραγματεύσεις θα είναι περίπλοκες, πικρές και παρατεταμένες. Όσο φιλικά κι αν ξεκινά ένα διαζύγιο, σπάνια τελειώνει με το ίδιο κλίμα. Το ασφαλέστερο στοίχημα θα ήταν να εικάσουμε ότι όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία, οι Άγγλοι θα είναι αγανακτισμένοι με τους ανθρώπους που τους αποκήρυξαν και οι Σκωτσέζοι θα είναι αγανακτισμένοι με τους ανθρώπους που δεν τους έδωσαν την ανεξαρτησία τους με τους όρους που πίστευαν ότι τους άξιζαν δικαιωματικά. Το «Ενωμένο» Βασίλειο θα δώσει τη θέση του σε ένα βαθιά διαιρεμένο νησί.
Οι Σκοτσέζοι θα ανακαλύψουν τη γεύση της λιτότητας. Η Σκωτία δε μπορεί να διατηρήσει υψηλότερους φόρους από ό,τι το υπόλοιπο του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτό θα απωθούσε όλη την οικονομική δραστηριότητα. Θα πληρώσει υψηλότερο επιτόκιο για το δημόσιο χρέος, επειδή η κυβέρνησή της θα είναι άγνωστη και εξαρτημένη από τα ασταθή έσοδα του πετρελαίου (τα οποία θα είναι σίγουρα λιγότερα από όσο φαντάζεται ο κ. Salmond). Τα δημοσιονομικά κενά θα γίνουν εμφανή.
Αλλά μέχρι τότε θα είναι πολύ αργά. Αν το δημοψήφισμα βγάλει «Ναι», τότε αυτό το αποτέλεσμα θα είναι παντοτινό. Τι θα γίνει όμως αν τελικά βγει ένα οριακό «Όχι»; Και αυτό το ενδεχόμενο θα είναι εφιαλτικό, διότι τότε απλά θα αναμένουμε περισσότερα δημοψηφίσματα. Προσωπικά προτιμώ έναν ξεκάθαρο χωρισμό. Αν η Σκωτία δεν μπορεί να αποφασίσει με σιγουριά υπέρ μίας ένωσης, ας επιλέξει τότε την «ανεξαρτησία». Και ας την απολαύσει!