Πριν από περίπου μία δεκαετία, παρακολούθησα μία ετήσια διάσκεψη στην οποία συζητήσαμε το μέλλον της Ευρώπης.
Πάντα χωριζόμασταν σε δύο ομάδες: μία που επικεντρώνεται στην εξωτερική πολιτική, και μία άλλη που επικεντρώνεται στα οικονομικά. Κάθε ομάδα διόρισε από έναν εισηγητή, του οποίου η δουλειά ήταν να διαβιβάσει τα συμπεράσματα της ομάδας στην τελική ολομέλεια. Όλοι άκουσαν τις ομιλίες με ευγένεια και σχολαστικότητα.
Ο διαχωρισμός της πολιτικής και της οικονομίας είναι στο DNA της Ευρώπης. Η νομισματική ένωση είναι, λίγο πολύ, ένα σύνολο από μικρές, ανοικτές οικονομίες, και συμπεριφέρεται ανάλογα. Τα μέλη ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των υπολοίπων από ό,τι να χρησιμοποιήσουν τα οικονομικά τους όργανα για να ασκήσουν επιρροή. Μέχρι και σήμερα, οι δύο αυτοί κόσμοι της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής επικοινωνούν μεταξύ τους κυρίως μέσω εισηγητών. Στις ΗΠΑ, είναι απολύτως φυσιολογικό για τα think-tanks της εξωτερικής πολιτικής να έχουν τεράστια οικονομικά τμήματα. Αντίθετα, τα ευρωπαϊκά think-tanks κάνουν ή το ένα ή το άλλο.
Αυτός ο διαχωρισμός μας οδηγεί στο να υποβαθμίζουμε διαρκώς τις πολιτικές συνέπειες της μακροχρόνιας οικονομικής αδυναμίας. Θα είχε άραγε ενεργήσει τόσο αδίστακτα στην Ανατολική Ουκρανία ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, αν η ευρωζώνη είχε ξεπεράσει γρήγορα την κρίση και είχε αρχίσει να θέτει τα θεμέλια για μία δημοσιονομική και πολιτική ένωση; Θα είχαμε το ίδιο ισχυρά αυτονομιστικά κινήματα με αυτά που βλέπουμε σήμερα σε αρκετά κράτη-μέλη; Θα μας έδειχναν τα ίδια αποτελέσματα οι δημοσκοπήσεις που μας υποδεικνύουν σήμερα ότι η Μαρίν Λε Πεν, η ηγέτιδα του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, έχει σοβαρές πιθανότητες να είναι η επόμενη πρόεδρος της Γαλλίας; Θα είχε άραγε εκτοπίσει ένα αντιευρωπαϊκό κόμμα τους σεβάσμιους Ελεύθερους Δημοκράτες ως το κόμμα της επιλογής για τη φιλελεύθερη αστική τάξη της Γερμανίας;
Γνωρίζω αρκετούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι οποίοι έχουν ένα κακό προαίσθημα σχετικά με την παρούσα κατάσταση –το οποίο μοιράζομαι μαζί τους– ωστόσο δεν είναι σε θέση να κάνουν τίποτα. Η προσπάθεια του Μάριο Ντράγκι να αλλάξει την κατεύθυνση της πολιτικής στην ομιλία του στο συνέδριο των τραπεζιτών στο Τζάκσον Χολ τον περασμένο μήνα, ήταν μία εξαίρεση. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ είχε δίκιο να επικεντρωθεί στο ότι χρειάζεται να δούμε την ευρωζώνη ως σύνολο αντί να μένουμε προσκολλημένοι στα επιμέρους κομμάτια της.
Μόνο όταν κοιτάς το πρόβλημα με σφαιρική ματιά μπορείς να καταλάβεις τι πάει στραβά. Από αυτή την οπτική γωνία, μπορεί κανείς να εντοπίσει μία έλλειψη στη συνολική ζήτηση, καθώς και τον κίνδυνο ότι ο σημερινός χαμηλός πληθωρισμός θα γεννήσει ακόμη χαμηλότερο πληθωρισμό στο μέλλον. Παρατηρεί κανείς ότι το μείγμα των δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών είναι λάθος, και ότι είναι πολύ εύκολο να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα κινήτρων εφόσον αυτό γίνει στο επίπεδο της ΕΕ. Τέλος, από αυτή την οπτική γωνία, βλέπουμε ξεκάθαρα τις δυνατότητες που θα είχε μία νομισματική ένωση ως πολιτική δύναμη.
Ωστόσο, όταν κοιτά κανείς τα πράγματα από την οπτική γωνία μίας εθνικής πρωτεύουσας, όπως ας πούμε το Βερολίνο, είναι αδύνατο να διακρίνει ο,τιδήποτε από τα παραπάνω. Η προηγούμενη εβδομάδα μας επιφύλασσε ένα πολύ καλό παράδειγμα που δείχνει ακριβώς πόσο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα στην επικρατούσα γερμανική συναίνεση και τον νέο πανευρωπαϊσμό του κ. Ντράγκι. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 2015, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, υποσχέθηκε μόνιμα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Δεν υπάρχει ούτε μία ψυχή στο Bundestag που να αμβισβητεί το πώς τα μόνιμα δημοσιονομικά πλεονάσματα θα ταιριάξουν με την υπόλοιπη ευρωζώνη, για να μην ασχοληθούμε με το αν ανησυχεί κανείς τους για τις γεωπολιτικές συνέπειες.
Ένα από τα πιο σπουδαία διδάγματα που αποκόμισα από την οικονομική κρίση είναι ότι ακόμη και μία υπαρξιακή απειλή δεν γεννά αυτόματα πολιτικές πλειοψηφίες υπέρ της περαιτέρω ολοκλήρωσης. Οι ιδέες του κ. Ντράγκι είναι αρκετά μοναδικές. Η ευρωπαϊκή πολιτική πιέζει προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τον λιγότερο συγκεντρωτισμό της εξουσίας. Ακόμη δεν έχουμε ακούσει τι σκοπεύει να κάνει η νέα Κομισιόν από τη στιγμή που θα αναλάβει τα ινία το Νοέμβριο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να αμφισβητήσει τους εισερχόμενους επιτρόπους με αλληλοκαλυπτόμενες αρμοδιότητες για την οικονομία και την χρηματοδότηση, για το τι σκοπεύουν να κάνουν. Θα πρέπει να ζητήσει επίσης από τον Ζαλ-Κλοντ Γιούνκερ, τον νέο πρόεδρο της Επιτροπής, να εξηγήσει λεπτομερώς το σχέδιό του των €300 δισ. για την τόνωση των επενδύσεων. Η ανάκαμψη δεν θα έρθει μαγικά, από μόνη της.
Η ευρωζώνη ήταν τυχερή όταν ο κ. Ντράγκι το 2012 έβαλε τέλος στην οξεία φάση της κρίσης μέσω της εγγύησης του ότι η ΕΚΤ θα αποτελέσει δανειστή τελευταίας λύσης. Η τύχη μας μπορεί να κρατήσει για λίγο ακόμα. Υπάρχει μια εύλογη πιθανότητα ότι ο Πούτιν δεν θα καταφέρει να διχάσει την ΕΕ σε στρατόπεδα υπέρ και ενάντια της Ρωσίας. Προσωπικά, θεωρών ότι είναι δύσκολο να δούμε μία ανεξάρτητη Καταλονία ή Καληδονία ως πλήρη κράτη-μέλη της ΕΕ. Επιπλέον, θεωρώ ακόμη πιο δύσκολο να δω Πρόεδρο την Λε Πεν ή πρωθυπουργό τον Μπέπε Γκρίλο, που επί του παρόντος είναι επικεφαλής του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής αντιπολίτευσης. Αλλά, μία πολιτική που είναι βασισμένη στην τύχη, θα αποτύχει μακροπρόθεσμα. Θεωρώ ότι οι τρέχουσες πολιτικές της ΕΕ δεν είναι βιώσιμες, και ότι θα πρέπει στο τέλος να αντικατασταθούν από κάτι άλλο.
Εν απουσία μίας σημαντικής στροφής στην πολιτική, η τύχη μας είναι σίγουρο πως θα εξαντληθεί. Η πιο σοφή πορεία δράσης θα ήταν να απευθυνθούμε σε αυτούς που ανησυχούν περισσότερο για τη μείωση της επιρροής της Ευρώπης, και οι οποίοι θα είναι αρκετά ανοικτόμυαλοι για να εντοπίσουν τον συσχετισμό μεταξύ του στενόμυαλου εθνικού οικονομικού δογματισμού, των κακών οικονομικών επιδόσεων και της μειωμένης γεωπολιτικής επιρροής –και οι οποίοι θα μπορούν να τα εντοπίσουν όλα αυτά, δίχως τη βοήθεια εισηγητών.